Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Να πω για την πολεμίστρα, που είχανε στη γωνία και που τρυπώναμε κρυφά και χέζαμε μέσα; Να πω για τον καπετάν Διαμαντή, που κανένας δεν έμαθε ποτέ αν ζει ή αν πέθανε; Να πω για τα τραγούδια της Νίνου, που φεύγανε με φόρα από τον Αγιο Χριστόφορο και παίρνανε σβάρνα τα μισακά καπνοτόπια; Για το γεμάτο τεφτέρι του μπακάλη; Για την "ανταλλαγή" είδος με είδος: πάρε αβγά δώσ' μου ψωμί! Για το συσσίτιο στο σχολείο; Για την αδερφή μου που σκοτώθηκε πέφτοντας από μια συκιά; Για τα τραγούδια που μας βάζανε να τραγουδάμε: "θέλουμε τα αδέρφια μας που μας πήραν οι Βούλγαροι"! Για το "Δόγμα" του Τρούμαν και την ΟΥΝΤΡΑ; Για τους δοσίλογους; Για το υποχρεωτικό κατηχητικό; Για τους Εβραίους, που "κλέβανε" τα παιδιά, γι' αυτό κανένα μας δεν έπρεπε να πάει για παιχνίδι στα ρέματα!
Να πω για τότε που οι εργάτες αγόραζαν βιβλία με δόσεις έξω από τα εργοστάσια; Μακρυγιάννη, "Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο", "Μαγεμένη Ψυχή", οι "Αθλιοι"... Να πω για τις ομάδες αυτομόρφωσης; Για τους καυγάδες μας στους θερινούς κινηματογράφους της Αλεξάνδρας, όταν έπαιζαν το Δράκουλα και την κόρη του Δράκουλα; Παρ' την κόρη σου και μπρος δε σε θέλει ο λαός! Για τις διαδηλώσεις; Για τα Ιουλιανά; Για το βγαλμένο μάτι του συντρόφου μου; Για τα σπασμένα δόντια του Χρίστου; Για τα κυριακάτικα φαγητά της κυρ' Αργυρώς, που στα τελευταία της δεν πήγαινα να τη δω παρότι πέρναγα - σχεδόν κάθε μέρα - έξω από το σπίτι της. (Εχασε τον Γιάννη της και ήμασταν φίλοι και οι δυο δεν αντέχαμε τέτοιες συγκινήσεις...).
Πενήντα πέντε χρόνια και εκατόν πέντε μέρες! Μια ζωή γεμάτη, δύσκολη. Και όμορφη. Που τη μοιράστηκα - και τη μοιράζομαι - με ανθρώπους αληθινούς. Μια ζωή που δεν έχει - και δε θέλω να έχει - να κάνει σε τίποτα με όλη αυτή την αθλιότητα. Με όλους αυτούς τους χυδαίους εκβιασμούς. Με τα ακαλαίσθητα εξώφυλλα της "Αυριανής". Με μια Ελλάδα να γαβγίζει στα παράθυρα της τηλεόρασης. Με το Σπράο. Με τον Κουρή. Με την Βαρδινογιάννη να προσποιείται την Νταϊάνα στη Θράκη. Με τις ουρές έξω από του Λιβάνη. Με τη φτήνια. Με την ξεφτίλα.