ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Οχτώβρη 1997
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Λογοτεχνία για παιδιά

Για πολλά χρόνια η παιδική λογοτεχνία ήταν η μεγάλη απούσα από την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας και από τα λογοτεχνικά δοκίμια. Η λογοτεχνία για παιδιά δεν απασχολούσε στο παρελθόν ιστορικούς, δοκιμιογράφους, εκπαιδευτικούς, συγγραφείς, παρότι από άποψη κοινωνική και πολιτιστική είναι εξίσου σημαντική με τη λογοτεχνία για μεγάλους, αφού βοηθάει το παιδί να διαμορφώνει την προσωπικότητά του.

Οταν οι πρώτοι συγγραφείς άρχισαν να γράφουν βιβλία για τα παιδιά, δεν είχαν ίσως επίγνωση ότι απευθύνονται σ' ένα αναγνωστικό κοινό με ειδικές ψυχοπνευματικές ανάγκες. Δεν είχαν ακόμα αποφανθεί οι επιστήμες για τη δύσκολη βιολογική πορεία του παιδιού, τους αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς του, στη βρεφική, νηπιακή, προεφηβική και εφηβική ηλικία. Οτι επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις για να κατακτήσει τη γλώσσα, ν' αποκτήσει εμπειρίες, να προσαρμοστεί στο περιβάλλον των μεγάλων, να διαμορφώσει την προσωπικότητά του. Ολες αυτές οι βιολογικές διεργασίες και ιδιαιτερότητες της παιδικής ηλικίας απαιτούσαν και λογοτεχνία στα συναισθηματικά και πνευματικά μέτρα του παιδιού.

Η λογοτεχνία για παιδιά επιβάλλεται γιατί το παιδί ζει σ' έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό από αυτό των μεγάλων. Κι ο συγγραφέας για να τον μεταπλάσει σε λογοτεχνία, πρέπει, γράφοντας, να νιώθει παιδί. Αυτό καθορίζεται από την ψυχοσύνθεση του παιδιού. Χρειάζεται λογοτεχνία που να ικανοποιεί τη φαντασία και τις ειδικές ψυχολογικές του ανάγκες, χρειάζεται λογοτεχνία υψηλής ποιότητας.

Με την εξέλιξη και ανάπτυξη των επιστημών γύρω από τη φύση του παιδιού, είδαν με καινούριο βλέμμα και τρόπους τις πνευματικές ανάγκες των παιδιών και τη λογοτεχνία γι' αυτά.

Οι έρευνες παιδοψυχολόγων οδήγησαν τους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην αναζήτηση νέων μορφών γραφής. Στηριζόμενοι σε επιστημονικά συμπεράσματα πείστηκαν ότι το παιδί χρειάζεται δική του λογοτεχνία. Εκπαιδευτικοί και συγγραφείς άρχισαν ν' αντιμετωπίζουν το παιδί και τις ιδιαίτερες ανάγκες του με νέο πρίσμα. Οι παιδικές ιστορίες, φορτισμένες με διδακτισμό ή ηθικά παραγγέλματα, δεν ήταν πια αποδεκτές.

"Το παιδί δεν είναι πια μόνο αντικείμενο αγωγής και εκπαίδευσης. Του είναι στο εξής επιτρεπτό να ονειρεύεται και να γελά", διακήρυξε ο 19ος αιώνας. Το όνειρο είναι στοιχείο απαραίτητο για την επιβίωση, όχι μόνο του παιδιού, αλλά και του μεγάλου. Ιδιαίτερη σημασία έχει για το παιδί, καθώς το βοηθάει να ανακαλύπτει τον εαυτό του και να αποκτά συνείδηση της ύπαρξής του. Μέσα στα όνειρά του το παιδί βλέπει το καλό να θριαμβεύει, την ομορφιά να νικά την ασχήμια, το δίκιο να κατατροπώνει το άδικο. Ενα λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο τότε μόνο γίνεται αισθητικά ωραίο, αποκτά γοητεία, καταξιώνεται στο χώρο της τέχνης, παρακινεί τον ήρωά του σε δράση, γίνεται το όραμα για το δίκιο και την αλήθεια.

Η σύγχρονη παιδική λογοτεχνία και τα μοντέλα της, τα βιβλία με την ελκυστική εικονογραφημένη ή όχι εμφάνισή τους, είναι ένα ακόμα επίτευγμα του πολιτισμού κι ένα δικαίωμα του παιδιού.

Ετσι τα πρώτα βιβλία για παιδιά, όχι μόνο δεν ήταν φορτισμένα με διδακτισμό και ηθικά παραγγέλματα, όπως παλιά, αλλά γινόταν μεγάλη προσπάθεια να είναι ελκυστικά και να ανταποκρίνονται όσο γίνεται περισσότερο στις εξελιγμένες ψυχικές και πνευματικές τους ανάγκες.

Η ύπαρξη και διακίνηση του λογοτεχνικού παιδικού βιβλίου αποτελεί σήμερα εθνική ανάγκη.

Η λογοτεχνία για παιδιά βρίσκεται, σήμερα, σε μεγάλη άνθηση σ' όλο τον κόσμο. Ηταν αποτέλεσμα της παγκόσμιας προόδου και της κοινωνικής αλλαγής, που ανέβασε στην επικαιρότητα και το δικαίωμα του παιδιού στα Γράμματα και τις Τέχνες.

Η σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά είναι φορτισμένη με το χρέος να εμπλουτίζει το περιεχόμενο των βιβλίων για παιδιά και με ιδανικά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα κάνει ωμή πολιτική. Ο λογοτέχνης κατέχει την τέχνη και τεχνική να στέλνει στα παιδιά μηνύματα ιδεολογικά, ντυμένα με φορεσιές, ονειρικές, παραμυθένιες. Μηνύματα, κρυμμένα μαστορικά μέσα σε ποιητικούς συμβολισμούς και παρομοιώσεις.

Το παιδί, το θέλουμε ή όχι, ζει τον παλμό της εποχής του. Ακούει τους μεγάλους να μιλούν για κοινωνικές αδικίες και ανεργίες, αν δεν τα ζει στο ίδιο του το σπίτι. Ακούει τα ΜΜΕ και τους ανθρώπους να μιλούν για την ειρήνη, για κάποια κινήματα στον κόσμο. Ακούει για πολέμους που έγιναν ή που γίνονται σε διάφορες χώρες. Αδιάφορο αν τα παιδιά δεν έχουν ζήσει κάποιο πόλεμο, έχουν ακούσει τόσα πολλά για τη φρίκη και τα δεινά που φέρνει στους ανθρώπους. Τα μηνύματα της ειρήνης βρίσκουν ανοιχτά τα αισθήματά τους και τη φαντασία τους.

Αν νομίζουμε ότι το παιδί δεν καταλαβαίνει αυτό που θέλουμε να του πούμε με τα μηνύματα, μέσα από τη λογοτεχνική τους μορφή, υποτιμούμε την αντιληπτικότητά του. Κι αν πραγματικά δεν καταλαβαίνει, το σφάλμα είναι του συγγραφέα. Το πιθανότερο είναι ο συγγραφέας να μην κατάφερε ν' ανακαλύψει το μυστικό μονοπάτι, που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στην καρδιά του παιδιού - αναγνώστη.

Ο προικισμένος συγγραφέας αποφεύγει να εξηγεί τα πάντα στο παιδί.

Μια παρόμοια ενέργεια διαλύει τη μαγεία της λογοτεχνικότητας. Θα μπορούσαμε να υπενθυμίσουμε την εσφαλμένη αντίληψη μερικών ότι επειδή το παιδί δεν είναι πνευματικά αναπτυγμένο, δεν έχει τις γνώσεις, τις εμπειρίες των μεγάλων, δεν μπορεί να συλλάβει μηνύματα και νοήματα. Στην πραγματικότητα η αντιληπτικότητα του παιδιού είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι νομίζουν οι μεγάλοι.

Ολα τα παιδιά που διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία, χαίρονται να παρακολουθούν την πορεία και την εξέλιξη μιας ιστορίας κι αποκτούν την καλή συνήθεια να διαβάζουν καλά βιβλία σ' όλη τους τη ζωή. Ο PERRAULT στην τέταρτη έκδοση των "Παραμυθιών" του γράφει στον πρόλογο: "Είναι απίστευτο με πόση απληστία αυτές οι αθώες ψυχές δέχονται τα κρυμμένα μηνύματα. Βλέπει κανείς το παιδί, καθώς είναι σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο, να βυθίζεται μέσα σε μια απέραντη λύπη όταν ο ήρωας της ιστορίας είναι δυστυχισμένος. Και την άλλη στιγμή να ξεφωνίζει από χαρά, όταν ο ήρωας γίνεται ευτυχισμένος. Οι αυθόρμητες αυτές εκδηλώσεις αποτελούν μια ακόμη μαρτυρία ότι το παιδί συμμετέχει νοητικά και συναισθηματικά στα διαδραματιζόμενα μέσα στο βιβλίο...".

Τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας ειδικής λογοτεχνίας για το παιδί την επιβάλλει και την απαιτεί η ίδια η φύση του. Ο νοητικός του κόσμος, για να αναπτυχθεί, έχει ανάγκη από εντατική τροφοδοσία με νέες γνώσεις και εμπειρίες, που κι αυτές η παιδική φαντασία τις χρησιμοποιεί σαν αφετηρία για νέα ολοένα πετάγματα στη σφαίρα του ονείρου...

Πέπη ΔΑΡΑΚΗ


"Εγώ τι φταίω"!

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

"Θα πας στην αγορά στο πάρκινγκ, στο υπόγειο, θα δώκεις το χαρτί και θα πάρεις τα πράγματα. Κατάλαβες;".

Δεν κατάλαβε, πώς να καταλάβει. Τα πράγματα τα πήρε η Δημοτική Αστυνομία. Τι δουλιά είχαν στο πάρκινγκ οι κολόνιες; Ολη αυτή η τρέλα τον μπέρδευε! Τι του λέγανε!

"Οχι, αμάξι, τσάντα μου πήραν".

"Ναι, ρε παιδί μου. Τράβα εκεί που σε στέλνω!".

"Σε ποιον να πάει, τι του λες, δε βλέπεις πως δε μιλάει ελληνικά", μπήκα στη μέση. "Πες μου εμένα να τον βοηθήσω"!

Μπροστά εγώ και από πίσω εκείνος ακολουθήσαμε - κατά γράμμα - τις εντολές του υπαλλήλου του Δήμου της Αθήνας. Φτάσαμε στο πάρκινγκ, κατεβήκαμε στο υπόγειο - όπως μας είπε - όμως ο φύλακας "την έκανε", όπως λέμε.

"Πού είναι;" ρωτάω, κάποιον που έκοβε εισιτήρια για τα αμάξια.

"Μη μου φωνάζεις", μού φωνάζει, "εγώ δεν είμαι υπάλληλος του δήμου, σε ιδιώτη δουλεύω, ανέβα στην Αθηνάς, είναι ένας με μούσι, ψάξτε τον"!

Μπροστά εγώ και από πίσω εκείνος βγήκαμε στην Αθηνάς. "Πώς σε λένε", τον ρωτάω. "Αχμέτσι" ή κάπως έτσι μου είπε. "Εμένα Νίκο", του λέω. Δώσαμε και τα χέρια. Μετά που "συστηθήκαμε", αρχίσαμε να ψάχνουμε το φύλακα με το μούσι. Οποιος πέρναγε ή στεκόταν στο πεζοδρόμιο με γένια, ακόμα και δυο ημερών αξύριστους τους πλησιάζαμε και ρωτάγαμε: είστε μήπως ο φύλακας; Αλλοι μας έλεγαν ένα σκέτο όχι, άλλοι βάζανε τα γέλια και άλλοι μας στέλνανε στο διάολο.

Τελικά πήρε το μάτι μας έναν της Δημοτικής Αστυνομίας.

"Μήπως είδες τον φύλακα με το μούσι;", πέσαμε πάνω του.

"Εδώ ήταν με το φορτηγό, κάπου εδώ γύρω θα 'ναι, ψάξτε τον"!

"Ψάξε τον εσύ με αυτό το πράγμα", του είπα και του έδειξα τη "μοτορόλα" που κράταγε στο χέρι του.

Μόνο Παναγίες δεν ακούστηκαν μέχρι να τον πείσουμε. Τελικά πήγε πέντε έξι μέτρα μακρύτερα, κάτι έκανε με αυτό το σκατό που κράταγε στο χέρι του και ξαναγύρισε λέγοντας: ελάτε εδώ σε ένα τέταρτο!

Αφησα τον Αχμέτσι να περιμένει και πετάχτηκα σε μια δουλιά, αφού δεν είχα βγει για βόλτα, χαρτιά μάζευα από διάφορες υπηρεσίες! Σε δέκα λεπτά ήμουν πίσω. Και βλέπω το φύλακα με τον Κούρδο να έχουν πιάσει κουβέντα με τα χέρια. "Δεν τον βλέπεις, δεν καταλαβαίνει", του λέω, "πες μου εμένα"!

"Πρώτα στη Λιοσίων να πληρώσει και τότε πίσω".

"Γιατί δεν του τό 'παν αυτό απ' την αρχή να μην τρέχουμε;", ρωτάω.

"Δεν ξέρω", μου λέει, "τράβα ρώτα εκεί που σε στείλανε εδώ. Πάντως εγώ λέω για να πάρει τις κολόνιες, πρέπει να πληρώσει".

"Τι να πληρώσει, δεν τον βλέπεις, πετσί και κόκαλο είναι, αυτός δεν έχει να φάει"!

"Εγώ τι φταίω"! μου απαντάει.

"Εγώ τι φταίω", ο ένας, "εγώ τι φταίω" ο άλλος φάγαμε το Δημαρχείο να βρούμε ποιος, τελικά, "έφταιγε", μπας και έσβηνε το πρόστιμο να πάρει ο άνθρωπος τις κολόνιες πίσω. Ομως, πότε ο ένας, που θα έλυνε το πρόβλημα, έλειπε, πότε ο άλλος, που θα μπορούσε να βοηθήσει, δεν αναλάβαινε να "βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά", τελικά πάει το πρωινό και οι κολόνιες παρκαρισμένες στο υπόγειο γκαράζ της κεντρικής αγοράς να σαπίζουν. Και θα σαπίζουν για αιώνες, γιατί του ζητάνε τριάντα χιλιάδες, για "εμπόρευμα" που δεν κοστίζει ούτε πέντε! Και να 'χω και τον Αχμέτσι από δίπλα μου να μου μιλάει στα κουρδικά, λες και ξέρω εγώ τέτοια γλώσσα.

"Αχμέτσι, φίλε μου, χάσαμε" του κοπανάω και γω στα ελληνικά, χωρίς να με νοιάζει αν θα με καταλάβει. Στον εαυτό μου μιλούσα, άλλωστε. Είχα πιστέψει, ο βλάκας, πως θα νικούσα το "εγώ τι φταίω" και θα έπαιρνε ο άνθρωπος πίσω τα αρώματα να γυρίσει στην Ομόνοια να τα πουλήσει, να μην πεθάνει της πείνας... Από ντροπή μου του είπα να τον κεράσω ένα σάντουιτς. Αρνήθηκε, γιατί την πείνα τη σημερινή την άντεχε, ακόμα, με την αυριανή έχει το πρόβλημα! Ομως σας παρακαλώ, "εγώ τι φταίω; Εκανα, ό,τι μπορούσα", έτσι δε λέμε, σε τέτοιες περιπτώσεις;

Σίγουρα, δε θα έφταιγα, όμως, μόνο άμα δάγκωνα το Δήμαρχο, τον αντιδήμαρχο, τη Δημοτική Αστυνομία, τον υπουργό, τον πρωθυπουργό, το νόμο "για τους μικροπωλητές"... Ετσι και έτσι με τα πόδια συνεννοούμαστε. Καιρός είναι να αρχίσουμε και τις δαγκωματιές, λέω. Είναι δυνατόν να αφήνουμε κολόνιες"τεμάχια σαράντα", παρακαλώ, να σαπίζουν στο υπόγειο γκαράζ και τον Αχμέτσι το "φίλο" μας νηστικό, κύριοι! Ομως, εγώ - και εγώ - Αχμέτσι φίλε μου, δεν τους δάγκωσα όλους αυτούς! Και φταίω, γι' αυτό, δε φταίω;

Υ. Γ. Ευτυχώς που δεν ξέρειςελληνικά και δεν καταλάβαινες τι λέγαμε για σένα και τις κολόνιες σου το πρωί της Τετάρτης μέσα στο Δημαρχείο που φωνάζαμε! Πάντως συγνώμη!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ