ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Οχτώβρη 1997
Σελ. /48
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΥΒΟΙΑ
Στα χνάρια του Ανάποδου

Ενα μικρό οδοιπορικό σε λημέρια του Πυξαριά, στο Καντήλι, στη Φτερίτσα και στο Κλιμάκι

Ο κύκλος αυτών των ταξιδιών ξεκίνησε δυο χρόνια πριν με αφορμή μια εκδρομή - σεμινάριο του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. Τότε ήταν τα ματωμένα χώματα της διαδρομής Ολυμπος, Βίτσι, Χάσια. Ακολούθησαν ο Γράμμος, οι κορυφογραμμές της Πίνδου, τ' Αγραφα. Πέρασμα, τώρα, απέναντι, στο νησί της Εύβοιας, εκεί όπου γράφτηκαν ορισμένες ανείπωτης τραγωδίας αλλά και ηρωισμού σελίδες της δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Εκεί όπου, ενώ ακόμα και σήμερα η επίσημη Ελλάδα αποδίδει τιμές στους ταγματασφαλίτες, ο λαός τιμά τους δικούς του αγίους ονομάζοντας τις ράχες με τα ονόματα που τις πότισαν με αίμα. Ετσι εκεί, στο 45ο χιλιόμετρο απ' τη Χαλκίδα προς το Προκόπι, που ο ανύποπτος διαβάτης βλέπει απλώς ένα δερβένι και θαυμάζει την ομορφιά της φύσης στη ρεματιά του Κηρέα ποταμού, οι ντόπιοι πάνε τα γίδια να βοσκήσουν στο βουνό του Ανάποδου! Του ήρωα που σταυρώθηκε στην πλατεία της Χαλκίδας από χέρια Ελλήνων - ως προς την τυπική υπηκοότητα - ταγματασφαλιτών και Μπουραντάδων περιβεβλημένων με τη στολή του κυβερνητικού στρατού. Το κορμί του το εξαφάνισαν - παλιά συνήθεια, τα χνάρια του όμως πάνω στα βουνά και τις ψυχές των ανθρώπων δεν μπόρεσαν να τα σβήσουν. Αυτά ακολουθήσαμε.

***

Αφορμή για αυτήν την εξόρμηση έδωσε η επίπονη, επίμονη, ακάματη προσπάθεια που κάνουν διάφοροι σύντροφοι, πρωταγωνιστές εκείνου του έπους, να συγκεντρώσουν, να διασταυρώσουν, να αποτυπώσουν τελικά και στο χαρτί με στοιχεία τεκμηριωμένα εκείνες τις σελίδες της ιστορίας, για τις οποίες έχουν και οι ίδιοι συμβάλει με το αίμα τους στην πρωτογενή γραφή τους. Οδηγός μας αυτή τη φορά ένας 74χρονος νεολαίος, ο σύνδεσμος του Ανάποδου, ο Γρηγόρης Σγάγιας που ολοκληρώνει όπου να 'ναι το δικό του βιβλίο - κατάθεση. Από κοντά ο δικός μας, ο Γιώργης Μωραϊτης,ασυρματιστής τότε, που επίσης κάτι ακόμα ετοιμάζει, συμπλήρωμα στα όσα ήδη έχει γράψει. Και τρίτος της παρέας ο Στέργιος Μακαντάσης από τη Σκεπαστή.

Τρία ανταρτόπουλα, απ' τους λιγοστούς επιζώντες, που πενήντα χρόνια μετά ακολουθούν τα χνάρια της νιότης τους και των συντρόφων τους, συζητάνε σημείο το σημείο τις λεπτομέρειες, ανταλλάσσουν εκεί στο χώρο τις πληροφορίες που θυμάται ή συγκέντρωσε όλα αυτά τα χρόνια ο καθένας, διορθώνουν ο ένας τον άλλον. Σε σένα τον τρίτο μένει να διακρίνεις αυτήν την έγνοια, τη φροντίδα, να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, έτσι που να μπορέσουν κάποτε να βρουν οι επίγονοι την αλήθεια, καθαρή από τους τόνους λάσπης, συκοφαντίας, απόκρυψης, διαστρέβλωσης. Να μπορέσουμε μια μέρα να στήσουμε, εκεί πάνω απ' το Γερόρεμα και στο Κλιμάκι και στη Φτερίτσα και στη σπηλιά του Θωμόπουλου και όπου αλλού, μνημεία - σχολειά για τις γενιές που έρχονται, μνημεία αντάξια της θυσίας.

***

Το ραντεβού ήταν ένα Σάββατο πρωί στην πλατεία στο Προκόπι. Ο Γρηγόρης ερχόταν απ' τη Λαμία ειδικά για αυτή τη συνάντηση. Και τ' αδέρφια τού Μπεκάκου που περίμεναν να μάθουν από πρώτο χέρι το πώς χάθηκε ο αδερφός τους. Κι ο Γιάννης Σοφούλης, 12χρονο τσοπανόπουλο τότε, πολύτιμος βοηθός σήμερα να βρούμε τα χνάρια του καπετάνιου. Μερικοί νεότεροι σύντροφοι επίσης από τις οργανώσεις της περιοχής, καμιά δεκαπενταριά νοματαίοι πήραμε το δρόμο για το βουνό.

Πενήντα χρόνια πριν, μια άλλη ομάδα, με εντολή του Αρχηγείου της Ρούμελης του ΔΣΕ, περνούσε με το καϊκι του Γιάννη Χριστοφορίδη από το Βαθύκοιλο της Οθρυς στην Εύβοια. Το τίμημα απ' την αρχή ακόμα ήταν ακριβό. Ο Χριστοφορίδης δικάστηκε μαζί με τον Τάκη Φίτσιο και την Αλίκη Τσουκαλά και εκτελέστηκε στη Χαλκίδα.

Η απόφαση για τη μετάβαση είχε παρθεί τον Αύγουστο του '47. Στις 5 του Οκτώβρη οι 57 αντάρτες ήταν ήδη στο νησί. Αρχηγός ο Θύμιος Ανάποδος.

Στα τσουγκάρια του Πυξαριά

"Εδώ χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε για να 'ρθει η 5 του Νοέμβρη, μέρα Σάββατο, 2.30 η ώρα μεσημέρι, για να τον δολοφονήσει στον ύπνο του ο Ψαθάς και να πάει στ' Αχμέταγα να παραδοθεί... ".

Σ' αυτές τις τριάντα λέξεις χώρεσε την τραγωδία ο Πάνος Φούντας, αντάρτης κι αυτός του Ανάποδου, που 'γραψε ένα βιβλίο με τίτλο "Στην Εύβοια σταυρώσανε τη λευτεριά". Αντίκρυ, στη σελίδα που είναι γραμμένες αυτές οι λέξεις, έχει μια φωτογραφία. Ο Θύμιος Καψής - Ανάποδος στο σταυρό, λέει η λεζάντα. Πάνω σε μια σκάλα οικοδομής και πάνω απ' το κεφάλι του σ' ένα στρατσόχαρτο γραμμένο "ιδού το τίμημα της προδοσίας". Γραμμένο απ' τους ταγματαλήτες...

"Εδώ τον είχαν κατεβάσει. Τότε ήμουνα 12 χρονών και δεν το ξεχνώ. Να, εκεί βρήκαμε, λέει ο Γιάννης Σοφούλης, τα αίματα και τα μπαμπάκια. Εκεί, στο νεράκι δίπλα στον Αϊ - Γιώργη. Από τότε, την κορφούλα εδώ από πάνω τη λέμε Ανάποδο πια".

Ηταν κοντά 10 το πρωί όταν πήραμε το μονοπάτι για να ανεβούμε στις κορφές. Οι τρεις τους, ο Γρηγόρης, ο Γιώργης και ο Στέργιος κρατάνε ένα ρυθμό. Σα να 'ταν τότε. Οι αφηγήσεις συμπληρώνουν η μία την άλλη:

Εδώ

Σταθείτε να δω από ψηλά. Να, από δω κατεβήκαμε και πήγαμε απέναντι. Να, εκεί πρέπει να 'ναι η γιάφκα. Ξέρω γω πού πρέπει να 'ναι. Βρήκαμε εκεί κάτι ρούχα παλιά και κάτι τσαρούχια από τσουβάλι. Η γιάφκα ήταν σ' ένα ξερό πεύκο. Εκεί θα 'φηνε σημείωμα ο σύνδεσμος. Να εκεί απέναντι είναι το ύψωμα το Βαρέλι. Εκεί σκοτώθηκε ο Γιώργος ο Αλεξίου. Να εδώ ήμασταν κι ακούσαμε το τσακ στα ξερόκλαδα εκεί μέσα. Φυλάγανε να μας πιάσουν. Εδώ τον πήρε ο ύπνος. Εδώ τον σκότωσε ο Ψαθάς. Ας κρατήσουμε μισό λεπτό σιγή. Λίγα αγριολούλουδα στο τόπο που άφησε την τελευταία του πνοή το παλικάρι. Να, εδώ, στο κομμένο πεύκο ήμασταν. Στο "ίσωμα", έτσι το λέγαμε, πάνω απ' τον Αϊ - Γιώργη. Φάγαμε εδώ ψητό κρέας με μέλι. Δε χάνομαι εγώ. Ο Ανάποδος μ' έλεγε Πυξίδα.

Πυξαριάς, Καντήλι, Πυξαριάς

Πήραμε το δρόμο για το κατήφορο. Ο Γρηγόρης ήθελε να κατέβει απ' το γκρεμνό που είχε διαφύγει εκείνο το βράδυ. Με το ζόρι τον κρατήσαμε.

Κατά το μεσημέρι καινούρια ανάβαση. Πάμε με τζιπ. Αυτοί πήγαιναν με τα πόδια. Καντήλι, στην πλευρά του Ευβοϊκού. Μας δείχνουν από κει ψηλά απέναντι τον Πυξαριά, χαράζουν μια νοητή γραμμή ανάμεσα σε κορφές και ρεματιές και λένε: Να, από κει τη φέραμε τη βάρκα. Ποια βάρκα στο βουνό; Ναι, βάρκα! Την έλυσαν στο Αιγαίο, στη Βλαχιά και την πέρασε ο Δημόπουλος μέσα απ' όλη την Εύβοια, την ανέβασαν στο Καντήλι και την ξανάδεσαν στον Ευβοϊκό για να περάσουν απέναντι. Ηταν η πρώτη αποστολή του Δημόπουλου από την Εύβοια στη Ρούμελη όπου πήγαινε για να φέρει πολεμοφόδια. Απ' την Καλή Πηγή αγναντεύουμε τη Ρούμελη. Κάτω γαλήνη στη θάλασσα. Η αφήγηση τρέχει: Θυμάμαι πέτρες κι έλατα. Να, εδώ ήταν το λημέρι. Ελέγχαμε από εδώ τη ρεματιά. Πώς φαίνεται Γιώργο, σα να 'ταν χτες. Ε, τι είναι; Χτες είναι.

Κατεβαίνοντας σταματήσαμε σ' ένα σπίτι, στου Ματσούκα. Είναι μέσα ο Βασίλης; Ερχεται. Με θυμάσαι; Ο Γιώργος! Μαζί φτιάναμε τις νάρκες. Τον ασύρματο τον βρήκανε; Τον βρήκανε.

Συνεχίζουμε. Περνάμε απ' το Σταυρό. Τ' όνομα του Δημόπουλου, του χωροφύλακα που έγινε αντάρτης, έρχεται και ξανάρχεται. Συνεχίζουμε για τη Βλαχιά. Από πάνω τα γκρέμια του Πυξαριά. Πιο κει το Γερακοβούνι. Εκεί ήταν η Επιμελητεία. Είχε γεμίσει το δάσος συνεργεία κι έφτιαχνε παξιμάδια. Είχαμε πάρει το αλεύρι από το καράβι που έπεσε έξω εκεί στα βράχια. Κοιτάς γύρω τις βίλες των 100 εκατομμυρίων. Ακούς τα ονόματα των ιδιοκτητών. Κάτι μεγαλόσχημοι της αστικής δημοσιογραφίας που κατά καιρούς διατυπώνουν και άποψη για την επανάσταση! Γυρνάς πάλι το κεφάλι κατά τον Πυξαριά. Ζεστός καιρός κι αναρωτιέσαι, πώς σκαρφάλωναν εκεί πάνω. Και με χιόνι περνούσαμε σου λένε.

Στα λημέρια

Δεύτερη μέρα. Το πρόγραμμα έχει προσέγγιση στο λημέρι του Πυξαριά απ' τη μεριά τις Μαρκάτες. Κι από κει μετά να φτάσουμε ως τη σπηλιά του Θωμόπουλου στην Αγ. Σοφιά. Θύμηση πάλι. Μια βδομάδα με σπυριά καλαμπόκι. Η νάρκη για τα υποβρύχια που την ξέβρασε η θάλασσα και μας έδωσε τα εκρηκτικά για τις δικές μας αυτοσχέδιες νάρκες. Οι 40.000 οκάδες αλεύρι για το παξιμάδι. Ξανά για το πώς δόθηκε η γιάφκα. Την έδωσε ένας σύνδεσμος. Τους είπε ότι θα φτάναμε 7 - 8 το απόγευμα. Πήγαμε στις 3 το πρωί. Τους πήρε ο ύπνος κι έτσι τους πήραμε χαμπάρι. Ηταν 26 Οκτώβρη του '49. Οταν έμεινα μόνος γύριζα στα βουνά. Πιάστηκα την άνοιξη του '50. Ηρθε η μάνα μου στη φυλακή. Ζεις παιδάκι μου; Ο Ψαθάς σκότωσε τον αρχηγό, μ' εμένα θα κάνει πίσω; Τελικά τρελάθηκε απ' τις ενοχές. Στο δρόμο για τον Παγώνδα άλλη ιστορία. Τότε που οι εργάτες απ' τα Μεταλλεία βγάλανε και δώσανε στους αντάρτες τα παπούτσια τους. Δεσμοί. Τα μονοπάτια παραμένουν τα ίδια. Να εκεί έκανε λούφα ο στρατός. Κι έτσι καταλάβαμε ότι είναι προδομένη η γιάφκα. Την είχαν κυκλωμένη.

Το '48 όλη αυτή η περιοχή που βλέπεις ήταν λεύτερη. Περνούσαμε άνετα. Γυρίζαμε με τ' αυτοκίνητα. Κάναμε επιμελητεία. Γεμίσαμε ολόκληρα υπόγεια με στάρι για αργότερα. Ποιος ξέρει τι να 'γιναν; Λέγαμε κι ένα τραγούδι. "Στα τσουγκάρια του Πυξαριά είναι λημέρια ανταρτικά".

Στη Φτερίτσα

Μεσημέρι πια, έχουμε φτάσει στη ράχη που χωρίζει τον Πυξαριά από την κυρίως Δίρφη. Στη Φτερίτσα πάνω απ' την Αγιά Σοφιά. Ανάβαση στο σημείο και αφήγηση.

Πηγαίναμε για Μαρκάτες. Σκοπιά ήταν ο Αθηναίος στον αυχένα. Είχε λίγο χιόνι. Είχε έρθει λίγο πιο πίσω να μη τον πιάνει τ' αγιάζι. Πάει ο Λιούλιας να τον αντικαταστήσει και βλέπει στα 20 μέτρα να έρχονται οι φαντάροι. Θα μας πιάνανε στον ύπνο. Είχαμε λουφάξει εκεί κάτω. Βάζει τις φωνές και ρίχνει. Στείλαμε μια ομάδα απέναντι να πιάσει το πέρασμα, πήγαιναν να μας κυκλώσουν. Μπροστά ήταν ο Θωμόπουλος, στα είκοσι μέτρα μπροστά του το πολυβόλο του στρατού. Τον χτύπησε. Επεσε μπροστά απ' το βράχο. Πήγε το παιδί, ο Κώστας ο Μπεκάκος να τον πάρει, δε θα το ξεχάσω. Ηταν έτσι δίπλα μου και προς τα κάτω. Μόλις σήκωσε το κεφάλι μια ριπή, τέλος. Εκεί απέναντι σκοτώθηκε κι ο Κώστας Ζούπας. Εφτά Γενάρη του '48.

Φύγαμε με βαριά καρδιά. Κάτι όψιμοι "πατριώτες" ξέσπασαν το μίσος τους σε ένα κομματάκι μάρμαρο που έχουν βάλει τ' αδέρφια του Μπεκάκου για να υπάρχει κάτι να θυμίζει τη θυσία. Μαζέψαμε τα κομμάτια σκόρπια απ' τη ρεματιά και τα βάλαμε στη θέση τους, μαζί με λίγα λουλούδια. Είχαμε ακόμα δρόμο. Αφήσαμε πίσω τη σπηλιά του Θωμόπουλου για μια άλλη φορά. Απομεσήμερο είχαμε φτάσει στη νότια πλευρά της Δίρφης.

Στο Κλιμάκι

Ο Γρηγόρης αρχίζει πάλι τις αναγνωριστικές στις πλαγιές. Ηταν νύχτα, κοντά χάραμα που φτάσαμε. Ο Ανάποδος μπήκε σ' ένα σπίτι να ξαποστάσει λίγο. Δεν είχε περάσει μια ώρα, μας ξύπνησαν. Ερχεται στρατός. Πήγαμε απέναντι στο δασάκι. Η πλαγιά του Ολύμπου, όπως και τώρα είχε αραιή βλάστηση κι έτσι προτιμήσαμε να πέσουμε στη ρεματιά. Το μέρος ήταν κυκλωμένο. Περίμεναν κι απέναντι. Μας χτύπησαν. Πέντε αντάρτες νεκροί... Πέσαμε πάνω τους. Η ομάδα του Φούντα έφυγε προς το Μίστρο. Κάπου απέναντι στην πλαγιά σκοτώθηκε κι ο Μήτσος Καπόλος, γραμματέας της ΠΕ Εύβοιας του ΚΚΕ. Μόλις είχε βγει στο βουνό. Ηταν ακόμα με πολιτικά ρούχα.

Εμείς ανεβήκαμε εκεί στην τούρλα. Περάσαμε το ξεροβούνι και φύγαμε. Στα χωριά που φτάναμε είχαν κυκλοφορήσει την είδηση ότι μας έπιασαν. Μας έβλεπε ξαφνικά ο κόσμος μπροστά του, έβγαινε και χειροκροτούσε.

Καθώς ο Γρηγόρης έκανε την περιγραφή, απ' την πλαγιά ερχόταν ένα τρίκυκλο αγροτικό. Μόλις σταμάτησε κοντά ρωτήσαμε αν υπάρχουν στο χωριό άνθρωποι που να ζούσαν εκείνη την περίοδο. "Με θυμάσαι εμένα; " ήταν η πρώτη απάντηση. "Εγώ σας έφερα ψωμί, με λένε Ζήση Σπανό ". Αγκαλιές. Να, εκεί στο σπίτι του Καρλατήρα του Χρήστου μείνατε. Πέθανε. Είχε φύγει από βραδύς ο Βλαχούτσικος, ο πολιτικός επίτροπος του τάγματος που ήταν στην περιοχή με μια άλλη ομάδα. Αυτόν κυνηγούσε ο στρατός. Για σας δεν ξέρανε ότι θα 'ρθείτε. Εκεί στη Βολθίτσα κάθονταν ο Καρλατήρας, όταν είδε στο χάραμα να ανεβαίνουν οι φαντάροι, γυάλιζαν τα κράνη τους. Μια ομάδα είχε περάσει ήδη από πάνω. Αυτοί που είδαμε ήταν η οπισθοφυλακή! Ηταν κυκλωμένο το μέρος. Πήγατε γρήγορα απέναντι. Εγινε ένα συμβούλιο. Αποφασίσατε να μην ανέβετε στον Ολυμπο. Εσείς πέσατε στο ρέμα. Είπε ο καπετάνιος να σπάσουμε τον κλοιό στο χωριό. Στη λάκα ήταν ήδη ο στρατός. Καθώς πέσατε πάνω τους ένας φαντάρος ρώτησε τον Ανάποδο αν είστε ΜΑΫδες! Του δίνει μια με το πιστόλι ο καπετάνιος κι άναψε η φωτιά. Ημουν 21 χρονών τότε, τα θυμάμαι όλα...

Λίγα λουλούδια για τον Μπεκάκο, τον Ζούπα και τον Θωμόπουλ

Λίγα λουλούδια για τον Μπεκάκο, τον Ζούπα και τον Θωμόπουλο. Στα πόδια μας σπασμένη η πλάκα με τα ονόματά τους

Εγώ σας έφερα ψωμί...
Ηταν προδομένη η γιάφκα

Η μαρτυρία του Γρηγόρη για κείνες τις τελευταίες μέρες είναι συγκλονιστική:

"Ηταν προδομένη κι αυτή η γιάφκα. Θυμάμαι, ήταν 28 Οκτώβρη του '49. Το προηγούμενο βράδυ μας πήρε ο καπετάνιος και φύγαμε. Σκορπίσαμε σε διάφορα σημεία και δώσαμε σημείο συνάντησης για μετά. Ο Ψαθάς έκανε τον άρρωστο. Το σκεφτόταν ήδη. Είχαμε δώσει τόπο συνάντησης εδώ. Θα ερχόταν ένας σύνδεσμος να αφήσει σημείωμα. Ηξερε ότι θα φτάσουμε απόγεμα. Εδωσε τη γιάφκα στο στρατό. Φτάσαμε στις 3 τη νύχτα. Κοντά στα 100 μέτρα απ' τη γιάφκα με πήρε η μυρουδιά από αμερικάνικα τσιγάρα και ρούχα χακί! Πήγαμε αργά, αργά. Στο 1,5 μέτρο ήταν ένας φαντάρος σκυφτός περίμενε. Ακούω: Ερχονται, έρχονται. Εμεινε το πόδι μου εκεί, στον αέρα. Θα τον πάταγα αν το κατέβαζα. Γυρίζω με τον αγκώνα και δίνω μια στο διπλανό. Ακόμα δεν ξέραμε ότι πρόδωσε ο σύνδεσμος. Είπαν σωστά το σύνθημα - παρασύνθημα. Ξαφνικά έγινε ο τόπος μέρα από τις φωτοβολίδες. Πέσαμε μέσα στη ρεματιά και φτάσαμε απέναντι στο ύψωμα. Είχε δίκιο ο Ανάποδος. Το 'χε δει το πράγμα. Χωθήκαμε μέσα στις κουμαριές τέσσερις μέρες και παραφυλάγαμε. Τρώγαμε μόνο μέλι και πόναγε το στομάχι. Ο καπετάνιος δε φαινότανε πουθενά. Σ' ένα τσουγκάρι από πίσω βρήκαμε τον Δημόπουλο μ' ένα παιδί, ο Βασίλης ο Ματσούκας ήτανε. Μας είπανε ότι απ' όλο το λόχο ζήσανε μόνο οι δυο τους. Από έναν ξυλοκόπο έξω απ' το χωριό έμαθα πως ο Ψαθάς σκότωσε τον Ανάποδο".

Ρεπορτάζ: Θανάσης ΛΕΚΑΤΗΣ

Φωτογραφίες: Μανόλης ΠΑΚΙΑΣ

Σαν τότε... Απο αριστερά προς τα δεξιά: Γιώργης Μωραϊτης,

Σαν τότε... Από αριστερά προς τα δεξιά: Γιώργης Μωραϊτης, Στέργιος Μακαντάσης, Γρηγόρης Σγάγιας

Ενός λεπτού σιγή στο τόπο που σκοτώθηκε ο "Ανάποδος"

Ενός λεπτού σιγή στον τόπο που σκοτώθηκε ο "Ανάποδος"



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ