ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Φλεβάρη 1998
Σελ. /48
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τα μπλόκα δείχνουν το λαϊκό μέτωπο

Ο αγώνας της αγροτιάς, που συγκλονίζει εδώ 15 μέρες ολόκληρη τη χώρα, δεν αφορά μόνο τον αγροτικό κόσμο. Αποτελεί ελπίδα κι απαντοχή για όλους τους εργαζόμενους, τους επαγγελματοβιοτέχνες, τους νέους, όλο το λαό, καθώς μια νίκη της, αποτελεί νίκη όλων. Η μάχη των αγωνιζόμενων αγροτών συγκλονίζει λαϊκές συνειδήσεις. Αναδεικνύει νέες προοπτικές για το αγροτικό κίνημα. Στα μπλόκα του αγώνα σφυρηλατείται η ενότητα των αγροτών και ταυτόχρονα αναδεικνύεται η ανάγκη δημιουργίας του κοινού λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου. Γιατί, οι αγωνιζόμενοι αγρότες έχουν συνειδητοποιήσει ότι για την επιτυχή έκβαση των κινητοποιήσεών τους, είναι απαραίτητη η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση της εργατικής τάξης, των μικρομεσαίων, του λαού γενικότερα, αλλά προπάντων χρειάζονται οι κοινοί αγώνες, ενάντια στην ΕΕ, στις πολυεθνικές και το μεγάλο κεφάλαιο.

Η δημιουργία της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα, που αποτελείται από αγροτικά στελέχη διαφορετικών κομματικών προτιμήσεων, με κοινό όμως στόχο, η αποδοχή της από τους αγρότες της Θεσσαλίας, η δημοκρατία που λειτουργεί στα μπλόκα, αποτελούν σταθερές βάσεις για τη δημιουργία μετώπου των αγροτών, μέρους του μεγάλου λαϊκού μετώπου.

Για το πώς βιώνουν καθημερινά στον αγώνα τους την ανάγκη της δημιουργίας αυτού του λαϊκού μετώπου, μιλούν στο "Ρ" "φρουροί" των μπλόκων της Θεσσαλίας.

"Να βάλουμε τα θεμέλια"

Περικλής Μπαλτατζής από το Συκούριο Λάρισας: "Πρέπει όλοι μαζί αγρότες, εργάτες έμποροι επαγγελματίες, μαθητές, συνταξιούχοι να πολεμήσουμε αυτούς που πάνε να μας "θερίσου". Να παλέψουμε για να ανατραπεί αυτή η πολιτική, η αντιαγροτική και αντιλαϊκή. Δε γίνεται αλλιώς. Αλλωστε εμείς οι αγρότες γι' αυτό είμαστε στο δρόμο και αγωνιζόμαστε. Αλλά δεν είμαστε μόνοι μας στο αγώνα. Εκτός από τη μαζική συμπαράσταση που δεχόμαστε, και άλλοι παλεύουν, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, οι αστυνομικοί. Αν όλοι αυτοί ενωθούμε και στήσουμε ένα πλατύ μέτωπο πάλης και αντίστασης σίγουρα θα αναγκάσουμε την κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική και να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας. Πιστεύω ότι ο αγώνας της αγροτιάς δείχνει το δρόμο και βάζει γερά θεμέλια να βγει στους δρόμους όλος ο λάος".

"Αυτή η πολιτική μάς πλήττει όλους"

Χρήστος Μαυρογιάνης από το Κουτσόχερο Λάρισας: "Τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλα τα μικρομεσαία επαγγελματικά στρώματα και ειδικά οι μικρομεσαίοι αγρότες, είναι αλυσίδα της αντιαγροτικής αντιλαϊκής πολιτικής των Βρυξελλών, που εφαρμόζει η κυβέρνηση στην Ελλάδα. Μια πολιτική που εξυπηρετεί μόνο το μεγάλο κεφάλαιο και τις πολυεθνικές. Αυτή η πολιτική μάς πλήττει όλους. Αν δεν έχει ο αγρότης δεν έχει και εργάτης, ο έμπορος, ο οικοδόμος οι πάντες. Οπότε αν δε στηριχτεί και δε δυναμώσει το κοινό μέτωπο πάλης, για να ανατρέψουμε αυτή την πολιτική, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας. Βλέπω με αισιοδοξία το μέλλον. Αν έλεγες πριν δύο τρία χρόνια στους αγρότες για κοινό μέτωπο πάλης, σε κοίταγαν περίεργα. Τώρα όμως μέσα από τον αγώνα, τη μαζική συμπαράσταση των εργαζομένων, αλλά και το ξεσκέπασμα της αντιλαϊκής και αυταρχικής πολιτικής της κυβέρνησης κατανοούν αυτή την αναγκαιότητα. Κι εδώ φαίνεται η ορθότητα της πολιτικής του ΚΚΕ για τη δημιουργία του κοινού λαϊκού μετώπου πάλης ενάντια στα μονοπώλια και την ιμπεριαλισμό".

"Να συστρατευτούμε"

Αχιλλέας Βουτυρέας από την Κρινίτσα Τρικάλων: "Σήμερα όλος ο κόσμος έχει προβλήματα που είναι κοινά και τα γεννάει η πολιτική της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των πολυεθνικών. Πρέπει όλοι να συστρατευτούν και να παλέψουν σταθερά και δυνατά ενάντια σε αυτή την αντιλαϊκή πολιτική και σε κάθε κυβέρνηση που την εφαρμόζει. Να αγωνιστούμε σαν μια "μάζα", για να είναι νικηφόρος ο αγώνας. Γιατί μόνοι οι αγρότες δε θα τα καταφέρουν να αλλάξουν αυτή την πολιτική, όσο καλή συμπαράσταση κι αν έχουν, το πολύ πολύ να καταφέρουμε να κερδίσουμε μερικά από τα αιτήματά μας. Ομως η πολιτική της φτώχειας, του ξεκληρίσματος των αγροτών και της ανεργίας των εργατών θα παραμείνει. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, πρέπει να δέσει το ατσάλι".

"Χρειάζεται η δουλιά του κομμουνιστή"

Βασίλης Παπαδημητρίου από τα Σερβωτά Τρικάλων: "Οι περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν θα λυθούν μόνο με κοινό αγώνα. Μόνο αντίσταση διαρκείας στα καταστροφικά μέτρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της κυβέρνησης. Δεν μπορεί να αποφασίζουν ό,τι θέλουν οι Βρυξέλλες και ο Σημίτης, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν και μεις να μην μπορούμε να ζήσουμε. Ομως όλα τα κόμματα, πλην του ΚΚΕ, στηρίζουν είτε φανερά είτε πλαγίως αυτήν την πολιτική, δηλαδή το Μάαστριχτ, την ΟΝΕ, την ΓΚΑΤΤ, την ΚΑΠ και όλα αυτά που θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή και την ανεργία. Ο κόσμος σιγά σιγά τα καταλαβαίνει όλα αυτά στην πράξη και αρχίζει να αγανακτεί και να αντιδρά. Εδώ χρειάζεται να προστεθεί η δουλιά του κάθε κομμουνιστή για να βρει πλατιά απήχηση η πρόταση για τη ενδυνάμωση του ενιαίου μετώπου πάλης. Ηδη φαίνονται τα πρώτα θετικά σημάδια για αυτό, από τη συμπαράταξη και συμπαράσταση των εργαζομένων και των άλλων επαγγελματικών στρωμάτων και από τα κοινά συλλαλητήρια και συσκέψεις με τους αγρότες. Στα Τρίκαλα, για παράδειγμα, με αφορμή τα προβλήματα και τον αγώνα των αγροτών, έγινε πριν λίγες μέρες μια πολύ μεγάλη παλλαϊκή συγκέντρωση, για τα δεδομένα της πόλης και θα ακολουθήσουν ακόμα μεγαλύτερες".

"Τα πρώτα σημάδια"

Θωμάς Κυρίτσης απόΓοργοβίτες Καρδίτσας: "Ο κοινός αγώνας θα αποφέρει τις λύσεις των προβλημάτων. Ολες οι τάξεις οι μικρομεσαίες, κι εμείς είμαστε μικρομεσαίοι αγρότες, οι αστυνομικοί για παράδειγμα είναι μικρομεσαίοι μισθωτοί, δεν μπορούν πλέον να ζήσουν. Το ίδιο ισχύει και για τους εμπόρους τους επαγγελματίες και όλους τους εργαζόμενους. Αν όλες αυτές οι τάξεις δε συσπειρωθούν γύρω από τα κοινά προβλήματα δε θα υπάρξει κανένα αποτέλεσμα. Εκεί είναι όλο το νόημα. Αυτό που λέει ο Βαγγέλης Μπούτας "μέτωπο αγώνα". Πρέπει όλες οι φτωχομεσαίες τάξεις να κατέβουν στο πεζοδρόμιο, για να λυθούν τα προβλήματα και τα σταματήσουν το παιχνίδι που παίζει σε βάρος τους η κυβέρνηση που ακολουθεί πιστά την καταστροφική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μάλιστα, για εμάς τους αγρότες η κυβέρνηση έχει γίνει χειρότερη και από την Ευρωπαϊκή Ενωση και εφαρμόζει ακόμα πιο σκληρά μέτρα. Ηδη φαίνονται τα πρώτα σημάδια του κοινού αγώνα, αφού οι μαθητές, τα παιδιά μας είναι εδώ μαζί μας, εργαζόμενοι από την Καρδίτσα και την Αθήνα έρχονται εδώ να μας συμπαρασταθούν, δήμοι και κοινότητες μας συμπαραστέκονται. Στην Καρδίτσα το συλλαλητήριο συμπαράστασης που έγινε τις προάλλες ήταν το μεγαλύτερο των τελευταίων χρόνων. Ακόμα και οι αστυνομικοί ήρθαν και έφεραν ψήφισμα συμπαράστασης. Οπως και εμείς στείλαμε μήνυμα συμπαράστασης στο δικό τους συλλαλητήριο στη Λάρισα. Μαζί, επίσης, αγωνιζόμαστε με τους εργαζομένους της Ενωσης Καρδίτσας που τους ρίχνουν στην ανεργία".

"Μόνο έτσι θα υπάρξει αποτέλεσμα"

Χαράλαμπος Τζιουβάρας από το Αγναντερό Καρδίτσας: "Ολα αυτά τα χρόνια που αγωνιζόμαστε βλέπουμε πως για να λυθούν τα προβλήματα ο αγώνας πρέπει να είναι κοινός. Στην Καρδίτσα αυτό φαίνεται περισσότερο, γιατί ο νομός είναι καθαρά αγροτικός και η οικονομία του στηρίζεται στους αγρότες. Αν δεν πάνε καλά οι αγρότες δεν πάνε καλά και οι υπόλοιποι, οι έμποροι, οι επαγγελματίες, οι οικοδόμοι, οι εργάτες. Και αυτή την περίοδο οι αγρότες δεν πάνε καλά και οι επιπτώσεις φαίνονται σε ολόκληρο το νομό. Φτώχεια παντού. Για παράδειγμα, τη χρονιά που πέρασε έκλεισαν 260 μαγαζιά στην Καρδίτσα. Για να αλλάξει η κατάσταση, πρέπει όλοι οι μικρομεσαίοι αγρότες και επαγγελματοβιοτέχνες, οι εργαζόμενοι να παλέψουν μαζί. Μόνο έτσι θα υπάρξει αποτέλεσμα και θα αλλάξει η πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δε γίνεται αλλιώς, γιατί οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Μόνο το κεφάλαιο βλέπουμε να ευνοείται. Θέλω να πιστεύω ότι με τον κοινό αγώνα θα "σπάσουμε" αυτή την πολιτική. Ενας κοινός αγώνας που θα ξεκινήσει σε επίπεδο νομού, μετά θα πάρει πανελλαδική διάσταση και στη συνέχεια πανευρωπαϊκή. Κάτι μου λέει ότι η αλλαγή πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση θα ξεκινήσει από την Ελλάδα".

Ξέρουν τι σημαίνει να είσαι αγρότης

Οι ίδιοι οι γονείς τους, τους προτρέπουν να φύγουν απ' τα χωριά για να μην αναγκαστούν να μισήσουν τη γη που τους μεγάλωσε

Βρίσκονται αυτή τη στιγμή μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι. Σε λίγους μήνες λήγει η "περίοδος χάριτος", καθώς πλησιάζει το τέλος της σχολικής τους ζωής. Και πρέπει ν' αποφασίσουν. Παιδιά αγροτών, που έχουν μάθει ν' αγαπούν τον τόπο τους, νιώθουν όμως έντονα την απειλή, πως σ' αυτόν τον τόπο - τον τόσο γόνιμο - τα όνειρά τους δε θα μπορέσουν ν' ανθίσουν...

Ο Νίκος,η Μαργαρίτα,η Σταυρούλα,η Χρύσα,ο Αντώνης,η Σοφία,η Κατερίνα,η Δέσποινα... Τους συναντήσαμε στο Λύκειο της Αγιάς Λάρισας. Εκεί, που κάθε πρωί ανταλλάσσουν τις ανησυχίες τους και δίνουν τη δική τους μάχη, για να "χτίσουν" το μέλλον, που δυστυχώς βρίσκεται κάπου μακριά από το χωριό τους.

"Η Ελλάδα δε θα είναι για πολύ ακόμα αγροτική χώρα",λένε. Και αυτή τους η αντίληψη γίνεται πεποίθηση, μέρα με τη μέρα, καθώς βλέπουν την κούραση - ψυχολογική και σωματική - των γονιών τους που παλεύουν για το ψωμί τους και για το δίκιο τους, βλέπουν το ξεκλήρισμα να είναι προ των πυλών. Βλέπουν τους ίδιους τους εαυτούς τους να απομακρύνονται από την αγροτική παράδοση της οικογένειας. Δεν αντέχουν να περάσουν τα ίδια. Γιατί ξέρουν τι σημαίνει να είσαι αγρότης. Από μικρά παιδιά, πέρασαν πολλά καλοκαίρια κάτω από τον καυτό ήλιο, λουσμένα στον ιδρώτα, ανάμεσα στο βαμβάκι και τα μήλα. Επρεπε να βοηθούν τους γονείς τους.

"Καταλαβαίνω τον αγώνα που κάνει ο πατέρας μου, γι' αυτό πηγαίνω στα χωράφια, όπως πηγαίνουν και τα περισσότερα κορίτσια του χωριού", λέει η Δέσποινα Σίμου,μαθήτρια Γ Γυμνασίου, ενώ ο 17χρονος αδερφός της, ο Νίκος,είναι κατηγορηματικός: "Θα μείνω στα χωράφια, μόνο όταν εξαντλήσω όλα τα περιθώρια".

Η φράση "μένω στα χωράφια" ηχεί στ' αυτιά τους σαν απειλή. Φοβούνται πως αν μείνουν στο χωριό, αν γίνουν αγρότες, το μόνο που θα εξασφαλίσουν στο μέλλον είναι "μια θέση στην άσφαλτο", μια θέση στα μπλόκα του αγώνα. Εκεί που βλέπουν τώρα τους δικούς τους, να δίνουν καθημερινά τη μάχη, για να κερδίσουν το δίκιο τους, για να ζήσουν την οικογένειά τους.

Ταυτόχρονα, όμως, αγαπούν την περιουσία τους, την πονάνε. Η αλήθεια βγήκε αυθόρμητα από το στόμα της Κατερίνας Βασβανά: "Αν μπορούσαμε να κάνουμε και κάποια άλλη δουλιά στο χωριό, δε θα σκεφτόμασταν να εγκαταλείψουμε τα χωράφια μας. Αν είχαμε κάποιο σταθερό μισθό... ". "Οι αγρότες μοχθούν όλη μέρα στα χωράφια χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στο σπίτι δε "φτάνει" τελικά φράγκο", μας λέει με παράπονο η Σοφία Χαϊντούτη,που βιώνει καθημερινά την αγωνία του πατέρα της για την "τύχη" της παραγωγής. "Οι αγρότες έχουν βαμβάκι, ρύζι και μήλα. Εχουν όμως και βροχές και χαλάζι", συμπληρώνει ηΧρύσα Κουτσούκη,"γι' αυτό οργιζόμαστε όταν τους κατηγορούν. Τι ξέρουν αυτοί για τη ζωή του αγρότη;". Και ο Αντώνης Γεροφώτης εξηγεί: "Οι αγρότες δεν έχουν άλλη λύση από τα μπλόκα, από τον αγώνα στο δρόμο".

Στην κατάσταση αυτή, σαν μόνη διέξοδο θεωρούν τις σπουδές, ή έστω μια άλλη οποιαδήποτε δουλιά. Οι ίδιοι οι γονείς τους, τους προτρέπουν να διαβάσουν για να φύγουν. Για να μην αναγκαστούν να μισήσουν τη γη που τους μεγάλωσε. Πόσα, όμως, από αυτά τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να φύγουν; Πόσοι αγρότες γονείς, μπορούν να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους; "Τ' αγόρια είναι καταδικασμένα", λέει η Σοφία, "το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να φτάσουν μέχρι τη Γ Γυμνασίου και μετά να πάνε στα χωράφια". Ομως τα χωράφια δεν τους εξασφαλίζουν τη ζωή που ονειρεύονται...

Ηταν την εποχή με τις μπζίνες

(Το παρακάτω διήγημα γραμμένο το 1976, αλλά πάντα επίκαιρο, ιδιαίτερα τις μέρες αυτές με τις κινητοποιήσεις της αγροτιάς, έστειλε στην εφημερίδα ο Ηλίας Λεφούσης)

Ηταν την εποχή με τις μπζίνες. Γυρίζαμε από Σαλονίκη. Στο μπετζινάδικο, στο Λιτόχωρο, σταματήσαμε, φουλάραμε μπετζίνα και μπήκαμε για καφέ.

"Εσπρέσο", είπαν οι τσιτσιλιάνοι.

"Τι λεν", ρώτησε το παιδί.

"Κάν' τη δουλιά σου!..".

Δύο Ιταλιάνους, δύο τσιτσιλιάνους είχα συντροφιά μου. Πίνουμε τον καφέ μας και κοιτάζουμε τη θάλασσα, που μουγκρίζει από κάτου. Τρεις εμείς, το παιδί και δυο τύποι, που κουβέντιαζαν μπροστά σ' ένα κουμάρι μαύρο κρασί. Ο ένας είχε μια μούρη σαν κατσίκα, ο άλλος μια μούρη σα γελάδα. Στις διπλανές καρέκλες είχαν τις τραγιάσκες αναποδογυρισμένες.

"Να κάνεις αίτεση, έλεγε αυτός που η μούρη του ήταν σαν κατσίκα, κάνω αίτεση, απαντούσε μόνος του, να φέρεις χαρτί απ' το 'ποθηκοφυλάκιο, το φέρνω και το χαρτί, φεύγα τώρα, είπαν, αντάξει!..".

Αυτός μιλούσε, αυτός απαντούσε, ο άλλος άκουγε νυσταγμένα. Φαινόντουσαν ότι είχαν πιει πολύ, τα μάτια τους ήταν θολά.

Υστερα είπε: "Πηγαίνω πάλι νια μέρα, να φέρεις δυο μάρτυρες είπαν, πηγαίνω στο χωριό, παίρνω δυο χασομέρηδες, τους πηγαίνω. Αντάξει, είπαν, φεύγα τώρα και να περιμένεις χαμπέρι. Περνάει ένας μήνας. Στέλνουν ένα χαρτί, σηκώνουμαι πηγαίνω, τι με χαλεύετε, λέω. Να μας φέρεις νια φωτογραφία, λεν, τι φωτογραφία γυρεύετε, λέω, νια φωτογραφία έχω όλη κι όλη, όταν παντρεύτηκα. Το κόβουν στα γέλια. Βρε, λεν, δε θέλουμε τέτοια φωτογραφία, θέλουμε φωτογραφία για το μηχάνημα. Δεν είναι μέσα στα χαρτιά η φωτογραφία; ρώτηξα. Δεν είναι, είπαν. Τραβάω στη Σαλονίκη, βρίσκω τον αντιπρόσωπο, παίρνω νια φωτογραφία, ξαναγυρίζω στην τράπεζα, τη δίνω, φεύγα τώρα, είπαν, και να περιμένεις, εντάξει. Δεν περνάει νια βδομάδα, στέλνουν άλλο ένα χαρτί, σηκώνουμαι, παγαίνω, καλώστον, είπαν αυτοίν, πάρε τη φωτογραφία και τράβα στον αντιπρόσωπο να μεταφράσει αυτά που γράφει από πίσω η φωτογραφία. Σηκώνουμαι, τραβνάω πάλι στον αντιπρόσωπο, το και το λέω. Τι μετάφραση γυρεύουν αυτοίν, είπε αυτός, η μετάφραση είναι στο φάκελο. Σηκώνουμαι, ξαναπηγαίνω. Τη βρήκαμε τη μετάφραση, είπαν μόλις μπήκα. Νάτην. Καλά, λέω, βαράτε τώρα να τελειώνουμε. Φεύγα, είπαν, αυτοίν και τι σε μέλει εσένα. Πέρασε ένα μήνας και δεν πέρασε, στέλνουν άλλο ένα χαρτί, δάνειο, έγραφαν, 'γκρίθηκε, σε χαλεύουμε. Τραβνάω πάλι στην τράπεζα, καλώστον είπαν, τι συνβαίνει. Πήρα το χαρτί, είπα. Ελα δω, λέει ένας αβόδοπος, έλα δω να 'πογράψεις. Φέρνουν μπροστά μου ένα σωρό χαρτιά, τα 'πογράφω, φεύγα τώρα, είπαν, και να περιμένεις. Μπελά πόβανα στο κεφάλι μου. Παίρνω πάλι ένα χαρτί, έλεγε, να φέρεις τα συνβόλαια. Παίρνω τα συνβόλαια, τραβνάω, όχι σήμερα, λέει ένας, την Παρασκευή να έρθεις. Γυρίζω την Παρασκευή, εντάξει, είπαν, μας λείπει τώρα η δασμολογική κλάση, να πας να τη φέρεις. Τι 'ναι αυτό, είπα, και πού να το βρω. Στον αντιπρόσωπο, είπαν. Δεν μπορώ να τον τηλεφωνήσω; ρώτησα. Οχι, είπαν, να πας στο τηλεφωνείο, όξω. Βγαίνω, παίρνω τον αντιπρόσωπο, το και το, λέω, τέλος πάντων δε βλέπουν μπροστά τους αυτοίν, είπε ο αντιπρόσωπος, η δασμολογική κλάση είναι γραμμένη με κόκκινο μολύβι απάνω στα προτιμολόγια. Οντας γύρισα, το βάνουν στα γέλια. Τη βρήκαμε, είπαν, νάτην. Πέρασαν τρεις μήνες, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Τραβνάω πάλι, τι συνβαίνει λέω, ποιο πράγμα, ρώτησαν αυτοί, το δάνειο, είπα. Είναι ένα 'μπόδιο, είπαν, πρέπει να πας στο 'πιμελητήριο, τράβνα, είπαν. Τραβνάω στο 'πιμελητήριο, λέω τι με χαλεύετε. Ποιος είσαι, ρώτηξαν, είμαι ο Στάθης Ρεματίσιος, λέω από πάνω ως κάτου. Για πρόσεξε πώς μιλάς είπε ένας τζίφνας, γιατί εδώ δε μιλούν έτσι, καλά, λέω, με το συμπάθιο. Τι συνβαίνει; Δεν μπορούμε να 'πογράψουμε τα χαρτιά, είπαν, γιατί λείπει ο τιμοκατάλογος. Τι πρέπει να κάνω ρώτηξα, να μας τον φέρεις, είπαν. Λέω, κοιτάξτε μη κι είναι μέσα στα χαρτιά. Αυτός που είναι, είπαν, δεν είναι ο "αυθεντικός", τι 'ναι αυτό λέω, δεν καταλαβαίνω, δεν είναι επίσημος, είπαν αυτοί. Τραβνάω στον αντιπρόσωπο, γυρεύω τον τιμοκατάλογο, ένας είναι ο τιμοκατάλογός μου, λέει, πάρτον, τον παίρνω, τον πηγαίνω, δεν κάνει, μου λέν, γιατί είναι παλιός, εμείς θέλουμε τιμοκατάλογο καινούριον... Μπελά πόβαλα στο κεφάλι μου, λέω. Τραβνάω κι ένα τσάκωμα με το σπίτι, παίρνω νια απόφαση ν' ακυρώσω την παραγγελία, πάω στον αντιπρόσωπο, θέλω το καπάρο πίσω, είπα, γιατί μετάνιωσα. Αυτός λέει, καπάρο δεν επιστρέφεται, δεν το ξέρεις; Πέρασαν έξι μήνες, τα είχα παρατήσει ούλα. Μια μέρα παίρνω ένα χαρτί, έλεγε να 'ρθεις να πλερώσεις την πρώτη δόση... Κάθουμαι και σκέφτουμαι, τι δόση γυρεύουν αυτοίν, μηχάνημα δεν πήρα, δόση γυρεύουν; Τραβνάω, τι συνβαίνει λέω. Τι δόσεις γυρεύετε, ρώτηξα. Τη δόση απ' το τρακτέρι, είπαν αυτοίν, ποιο τρακτέρι, είπα, αφού δεν το πήρα ακόμα, δόσεις με γυρεύετε; Πώς δεν το πήρες, κύριε, εδώ γράφει πως το πήρες. Για κοιτάξτε καλά βρε, λέω, κάποιο λάθος είναι, δε μπορεί. Μαζώνουνται τότες οι τζερεμέδες ένα γύρω, παίρνουν να κουβεντιάξουν το θέμα, μην επιμένεις είπαν πρέπει να πλερώσεις, γιατί στο κεντρικό φαίνεται πως το δάνειο το πήρες. Βρε λάτε στα συγκαλά σας, δάνειο δεν πήρα, δόση θα πλερώσω; Δεν ξέρουμε, είπαν αυτοίν, το ζήτημα είναι 'περεσιακό... Βάνω τις φωνές, μη φωνάζεις, είπαν, έφυγα. Είχα μπαϊλντίσει, είχα αποκάνει. Λέει ο μπατζανάκης μου τι κάθεσαι και βολοδέρνεσαι και δε βάνεις κανένα μέσο. Τι μέσο να βάνω βρε, λέω, δεν έχω ανθρώπους, δε θυμάσαι κανέναν απ' το στρατό, ποιον είχες ταγματάρχη ή λοχαγό, τράβα και βάλτον μέσο. Παίρνω ένα χαρτί, έλεγε έλα δω σε χαλεύουμε, τραβνάω, πάω. Τι συνβαίνει; ρωτάω, πρέπει να φέρεις χαρτί, είπαν, ότι το μηχάνημα δεν κατασκευάζεται στην Ελλάδα, σηκώνουμαι τραβνάω στην Αθήνα, πηγαίνω στο 'πουργείο, κάνω νια αίτηση, τη δίνω και περιμένω. Δυο μήνες απάντηση τίποτες, βάνω ένα δικηγόρο στην Αθήνα, πλερώνω χίλιες δραχμές, τέλος πήρα το χαρτί, το πήγα στην τράπεζα, φεύγα, μου είπαν τώρα. Απάνου στο χρόνο, παίρνω άλλο ένα χαρτί, τραβνάω στην τράπεζα, άκου, είπαν, τα ψέματα σώθηκαν, ερχόμενη Δευτέρα πρωί, νάσαι εδώ να 'πογράψεις τα χαρτιά, να τελειώνουμε. Αλλα χαρτιά πάλι θα 'πογράψω; άλλα είπαν. Καλά λέω κι ο Θεός βοηθός. Προσέξτε, είπαν, γιατί δε μιλούν έτσι. Συγνώμη, Δευτέρω πρωί, τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, νάμαι στην τράπεζα, καλημέρα σας, ήρθα. Ακου, είπαν, δεν έπρεπε νάρθεις σήμερα, κακώς, έπρεπε νάρθεις άλλη μέρα, μα λέω, σήμερα είπατε, ναι, είπαν αυτοίν, αλλά σήμερα λείπει ο αρμόδιος, πήρε την άδειά του. Και πότε θα γυρίσει ρώτηξα ο αρμόδιος, θα γυρίσει ύστερα από είκοσι μέρες, είπαν, αυτός πήγε ταξίδι, και πού πήγε ταξίδι ρώτηξα, πήγε για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα, είπαν... Οταν στο δρόμο, ένιωθα αντράλα, πήγα σε νια άκρη και ξέρασα, όλος ο τόπος γύριζε σφούρλα γύρω μου!..".

Οταν τελείωσε αυτός ο αναπάντεχος μονόλογος, είχα χάσει την επαφή με το περιβάλλον μου, τόσο είχα επηρεαστεί. Αυτός που μίλαγε, είχε σφιχτεί το μούτρο του και τα γένια του είχαν τσιτωθεί σα σκατζόχοιρος, ο άλλος είχε ακουμπημένο το κεφάλι του στην παλάμη του, τα μάτια του νύσταζαν. "Εϊ, είπε στο παιδί, ξαναγιόμωσέ το", κι έδειξε με το δάχτυλο το κουμάρι που στέκονταν θλιμμένο στο τραπέζι...

Τους αφήσαμε εκεί να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Και ποιος ξέρει ποια είναι η συνέχεια του πράγματος.

Βόλος 1976



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ