ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 27 Φλεβάρη 1998
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μέσα μας οι γραμμές των συνόρων...

"Μιρουπάφσιμ θα πει: Καλή αντάμωση"

Αυτό που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα για την ταινία που έφτιαξαν ο Χρήστος Βούπουρας και ο Γιώργος Κόρρας είναι ότι απέφυγαν τις εύκολες λύσεις, στις οποίες θα μπορούσε να τους οδηγήσει το θέμα τους. Γιατί ξεκινώντας κάποιος να ασχοληθεί με τους "Αλβανούς στην Ελλάδα", δεν είναι δύσκολο να παρασυρθεί σε μια γραφή συναισθηματική, να ακολουθήσει ένα δρόμο, που θέλει, ίσως, να αναφέρεται σε μια νεορεαλιστική παράδοση, αλλά, τελικά, δεν παύει να συσκοτίζει με έναν τρόπο το αντικείμενο, να συντηρεί μια επικρατούσα άγνοια για ό,τι είναι, έτσι κι αλλιώς, "ξένο". Και υπακούοντας σε μια επιταγή ηθική, ανθρωπιστική, ιδεολογική (αλλά και σε μια ευκολία: μπορεί να μην γνωρίζω το θέμα μου, γνωρίζω όμως την πρόθεσή μου), μπορεί κάποιος στη θέση του ρατσισμού και της εκμετάλλευσης, που υφίστανται οι Αλβανοί στην Ελλάδα, να αντιπαραθέσει μια μορφή καταγγελίας ή αποκάλυψης (για κάτι άγνωστο, υποτίθεται), ένα κάλεσμα αλληλεγγύης: Από ποιον σε ποιον, όμως; Ισως και ο ήρωας της ταινίας, ο Χρήστος (Ακης Σακελλαρίου), μέσα από μια τέτοια λογική, ξεκίνησε στην αρχή τη γνωριμία του με μια παρέα Αλβανών λαθρομεταναστών από την Αυλώνα. Σαραντάρης, αριστερός με έντονα πολιτικοποιημένο, όπως φαίνεται, παρελθόν - φορέας της οπτικής των δημιουργών της ταινίας, μοιάζει να εξυπηρετεί σαν κινηματογραφικός χαρακτήρας ένα διαφορετικό, διπλό δραματικό στόχο: Από τη μια, μέσα από την ιδεολογική του συγκρότηση, αναζητεί δρόμους προσωπικής προσέγγισης με ό,τι μπορεί να εκφράζει το πιο καταπιεσμένο, εκμεταλλευόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Από την άλλη, σαν διανοούμενος, κρατά πάντα μια απόσταση από τα πράγματα. Ο συναισθηματισμός, η ιδεολογία του επιτρέπουν και τον ωθούν στην προσέγγιση. Αλλά η προσωπική θέση, το "προνόμιο" να βλέπει σε κάθε στιγμή τα πράγματα "απ' έξω", δεν αφήνει την προσέγγιση να μετατραπεί σε ταύτιση. Κι αυτή η μοίρα που ακολουθεί τον ήρωα σε όλο του το ταξίδι, είναι και η μοίρα της ταινίας, που συνεχώς πλησιάζει κοντά στους ανθρώπους, στις πράξεις τους, δεν αρνείται να συμπάσχει, αλλά δεν παύει να παρατηρεί, να ερμηνεύει, να κρίνει.

Ενα τυχαίο περιστατικό, λοιπόν, μια απλή περιέργεια, αλλά και μια αντίδραση σε ένα είδος απαρτχάιντ που υποβόσκει στην ελληνική κοινωνία, ωθεί αρχικά τον Χρήστο να γνωριστεί με μια παρέα Αλβανών, να τους ανοίξει την πόρτα του, να ζήσει κοντά τους. (Ισως, όμως, και ένας κρυφός δονκιχωτισμός που ενέχει μια μορφή ιδιοτέλειας, έστω και ηθικής). Κι όμως, καθώς η γνωριμία γίνεται πιο στενή, καθώς το ένα βήμα διαδέχεται το άλλο, από την Ελλάδα στα χωριά και τις πόλεις της Αλβανίας, η περιέργεια, το παραξένεμα, τα ερωτήματα, αντί να διαλύονται, μοιάζουν να σωρεύονται στο δρόμο. Και στο δρόμο αυτό, ο Χρήστος θα συναντήσει πολλά ακόμα απαρτχάιντ, που μια ιστορία αιώνων τα έχει κάνει να ριζώσουν στα μυαλά των ανθρώπων. Διαχωρισμοί που οργανώνουν και συντηρούν ένα σύστημα, στο οποίο είναι ο καθένας έτοιμος άλλοτε να γίνεται ο δυνάστης κι άλλοτε να αποδέχεται το ρόλο και τη μάσκα του καταπιεσμένου. Αυτή η πλευρά της ταινίας είναι τελικά και η πιο ενδιαφέρουσα, η πιο ουσιαστική, καθώς αφαιρεί από το βλέμμα, τόσο του ήρωα, όσο και του θεατή, κάθε είδος συναισθηματικής ή ιδεολογικής παραμόρφωσης. Βέβαια, όλη αυτή η διαδικασία καθρεφτίζεται άμεσα και κάποτε σκληρά στο συνειδησιακό κόσμο του ήρωα, τον φέρνει αντιμέτωπο με τις δικές του παραδοχές, τις δικές του αντιλήψεις, τη δική του "τυποποίηση". (Οσο κι αν εδώ διαφαίνεται μια υποψία σκιαγράφησής του εκ των προτέρων, ξένης προς το σώμα της ταινίας, που επιμένει συνεχώς να ανακαλύπτει το επόμενο βήμα της καρέ - καρέ). Κι αν ο Χρήστος γνωρίζει μέσα από αυτή τη διαδρομή μια προσωπική διάψευση, έχει σαν κέρδος την ηρεμία μιας γνώσης πιο βαθιάς, πιο δυνατής από μια οργισμένη κραυγή ή από ένα δάκρυ συμπόνιας. Μιας γνώσης που υπαγορεύει το μέτρο στις ερμηνείες των Ελλήνων και στη βιωμένη παρουσία των Αλβανών ηθοποιών (του Μουζαφέρ Ζίφλα και του Αρμάντο Νταούτι στους βασικούς ρόλους). Το μέτρο στους διαλόγους και στη δόμηση ενός δουλεμένου, γήινου σεναρίου. Στο στήσιμο των σκηνών που καταφέρνει να υπονομεύει τις δραματικές εντάσεις, διοχετεύοντας το διφορούμενο στοιχείο της ωμότητας και της ελαφρότητας, όπως συγκρούεται στο αναπόφευκτο και το απρόσμενο της πραγματικής ζωής.

(ΑΣΤΥ, ΠΑΛΑΣ, ΟΡΦΕΥΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΟ 2, ΟΝΕΙΡΟ)

"Καυτή σάρκα"

Μια ιστορία ερωτικού πάθους αφηγείται ο Πέδρο Αλμοδοβάρ και στη νέα του ταινία. Ερωτικού πάθους, που, όπως συνήθως στις ταινίες του Ισπανού σκηνοθέτη, τείνει να ταυτίζεται με το πάθος για την ίδια τη ζωή, γίνεται η κινητήρια δύναμη των ηρώων του, ο λόγος που υποφέρουν, που χαίρονται, που επιμένουν. 20 χρόνια στη φυλακή, εξαιτίας μιας άδικης καταδίκης είναι αρκετά για τον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Βίκτορ, για να συντηρήσουν και να θρέψουν μέσα του μια μανία εκδίκησης για όσους ευθύνονται για την κακή μοίρα του. Και, βέβαια, για την κακή μοίρα ενός άντρα, υπεύθυνη δεν μπορεί να είναι παρά κάποια γυναίκα. Μια γυναίκα, την οποία ο Βίκτορ θα συναντήσει τυχαία, βγαίνοντας από τη φυλακή, για να βάλει σε εφαρμογή το εκδικητικό σχέδιό του. Σκοπός του είναι να την κατακτήσει ερωτικά και να την εγκαταλείψει την ίδια στιγμή. Ομως, η μοίρα θέλει να παίζει παράξενα παιχνίδια, και ό,τι φαίνεται απλό το κάνει σκοτεινό και περίπλοκο. Κι ο Βικτόρ θα αναγκαστεί να λοξοδρομήσει από τα σχέδιά του, να τα εγκαταλείψει, να ξεχάσει την ιδέα της εκδίκησης. Μιας εκδίκησης που με έναν τρόπο θα πραγματοποιηθεί μόνη της σε μια ιστορία, που είναι αυτό που λένε "βγαλμένη μέσα από τη ζωή". Οπως οι ιστορίες που αγαπάει ο Αλμοδοβάρ να κάνει ταινίες στο ίδιο πάντα προσωπικό ύφος.

(ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, ΟΠΕΡΑ 1, ΔΑΝΑΟΣ, ΚΑΛΥΨΩ, ΠΤΙ ΠΑΛΑΙ)

"Ο βροχοποιός"

Βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Τζον Γκρίσαμ,ο οποίος ειδικεύεται σε δικαστικά δράματα (που συχνά μεταφέρονται από το Χόλιγουντ στην κινηματογραφική οθόνη), η ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα αφηγείται τα πρώτα βήματα ενός νέου δικηγόρου στο επάγγελμα. Και ταυτόχρονα προσφέρει ένα πανόραμα του τρόπου λειτουργίας της αμερικανικής δικαιοσύνης - από το ψάρεμα πελατών, θύματα ατυχημάτων και των ασφαλιστικών εταιριών, στα κρεβάτια των νοσοκομείων, μέχρι τα παζάρια στα παρασκήνια των δικαστικών αιθουσών. Η τύχη το φέρνει η πρώτη υπόθεση, που αναλαμβάνει ο ήρωας της ταινίας, να στρέφεται εναντίον μιας ασφαλιστικής εταιρίας που αρνείται να πληρώσει τη θεραπεία του πελάτη της, με συνέπεια το θάνατό του. Ο άμαθος νεαρός θα πρέπει να συγκρουστεί με συμφέροντα εκατομμυρίων δολαρίων, αρνούμενος διάφορους συμβιβασμούς χάρη σε μια βαθιά πίστη σε ό,τι μπορεί να λέγεται δικαιοσύνη. Με ένα σενάριο ευρηματικό σε χιούμορ και κορυφώσεις, με ερμηνείες από καλούς ηθοποιούς (Ματ Ντέιμον, Ντάνι Ντε Βίτο, Γιον Βόιτ, Μίκι Ρουρκ), η ταινία διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον, χωρίς όμως να ξεφεύγει από τα αναμενόμενα κλισέ του αμερικανικού κινηματογράφου.

(ΑΣΤΟΡ, ΑΝΕΣΙΣ, ΑΕΛΛΩ, ΜΑΡΟΥΣΙ 2, ΕΤΟΥΑΛ, ΓΛΥΦΑΔΑ, ΒΙΛΑΤΖ, ΝΑΝΑ, ΖΕΑ)

"Βρώμικες υποθέσεις στο Μανχάταν"

Δικαστικό δράμα είναι και η ταινία αυτή, την οποία υπογράφει ένα άλλο σημαντικό όνομα του αμερικανικού σινεμά, ο Σίντνεϊ Λιούμετ.Εδώ ο τόνος της αφήγησης "σκοτεινιάζει", η ταινία αρνείται να τοποθετήσει σε αδρά σχήματα την εικόνα του καλού και του κακού, αναζητάει αυτές τις διαχωριστικές γραμμές, όχι τόσο στην πραγματικότητα, όσο στη συνείδηση των ανθρώπων και με αυτόν τον τρόπο πλησιάζει περισσότερο στο είδος του φιλμ νουάρ. Ο βασικός ήρωας (Αντι Γκαρσία), ένας νεαρός βοηθός εισαγγελέα, θα γνωρίσει μια ραγδαία άνοδο στην καριέρα του, όταν θα αναλάβει τη δίκη ενός εμπόρου ναρκωτικών που πυροβόλησε και τραυμάτισε τον αστυνομικό - πατέρα του (Ιαν Χολμ).Στη δίκη μοιάζει να θριαμβεύει η δικαιοσύνη, όμως η υπόθεση αυτή θα αποκαλύψει μια αλυσίδα διαφθοράς στην αστυνομία της Νέας Υόρκης. Το δίκαιο και το άδικο ξαφνικά γίνονται έννοιες σχετικές και η εξουσία στα χέρια του δικαστή γίνεται όπλο στραμμένο σε τυφλό στόχο...

(ΕΛΛΗ, ΑΣΤΡΟΝ, ΑΘΗΝΑ, ΑΓΟΡΑ, ΜΕΤΑΛΛΙΟΝ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛ., ΣΠΟΡΤΙΓΚ, ΑΙΓΛΗ)

Αγης ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ