Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία καθενός. Τελικά όμως υπήρξαν τρεις κατηγορίες: Εκείνοι που ενθουσιάστηκαν, αυτοί που θεώρησαν την απόφασή μου ως το μη χείρον βέλτιστο και αυτοί που την κατέκριναν διότι θεωρούν ότι το ΚΚΕ δεν είναι δυνατό να μετεξελιχθεί στη δύναμη εκείνη, που θα συσπειρώσει και θα αξιοποιήσει δίχως δογματισμούς και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις τις πραγματικές αριστερές δυνάμεις της κοινωνίας μας, η δύναμη εκείνη που θα ανοίξει ένα πραγματικά δημοκρατικό διάλογο για το μέλλον της επαναστατικής Aριστεράς.
Με αυτούς τους τελευταίους θα ασχοληθώ σε τούτο το σημείωμα. Θα δεχτώ λοιπόν, ως υπόθεση εργασίας, την επιχειρηματολογία τους κι ακόμη παραπέρα θα δεχτώ ότι μια μορφή οργάνωσης τύπου ΚΚΕ, είναι νομοτελειακά καταδικασμένη να λειτουργεί ως αυτοσκοπός και όχι ως μέσο χειραφέτησης.
Τέλος, θα δεχτώ ότι το ΚΚΕ δέχτηκε να δημοσιοποιήσει το ίδιο και μάλιστα με τον πλέον επίσημο τρόπο και επανειλημμένα, δίχως να υπάρχει καμιά τέτοια μεταξύ μας συμφωνία, τις κριτικές θέσεις μου, όχι στα πλαίσια ενός ειλικρινούς ανοίγματος, αλλά μόνο και μόνο από προεκλογικό καιροσκοπισμό.
Δε θα τους προτρέψω να μου αντιπροτείνουν κάποια άλλη έστω μακροπρόθεσμη προοπτική, γιατί δεν είναι υποχρεωμένοι να την έχουν διαμορφώσει, έστω θεωρητικά και η αδυναμία τους αυτή, κάθε άλλο μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα, που να ανατρέπει το σκεπτικό τους.
Τέλος, θα θεωρήσω ως δεδομένη την κοινή μας εκτίμηση, για το δεξιό χαρακτήρα του πασοκικού κατεστημένου και τη μη σαφή τοποθέτηση απέναντί του, καθώς και απέναντι στη νέα τάξη συνολικότερα, του ΔΗΚΚΙ και του Συνασπισμού, και τέλος την εκτίμηση για τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ως μικρογραφίες, με τις ίδιες αδυναμίες, του ΚΚΕ.
Γιατί επιμένω να το επαναλαμβάνω, δεν πάει άλλο και αύριο ίσως να είναι πολύ αργά όχι μόνο για τα όνειρα τα μεγάλα αλλά για τα πιο απλά.
Συλλογιστείτε και πράξτε πριν να είναι πολύ αργά.
Με κάθε ειλικρίνεια και άλλη τόση αγωνία.
(Το λεύκωμα του ΚΜΙΕΑ)
Του Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΙΑΤΙΚΕΣ μέρες. Με δοξασμένες μνήμες του λαού μας, που πάλευε για λευτεριά. Με του Εικοσιένα τον πρώτο ροδαμό. Και της Εθνικής μας Αντίστασης τον ξεσηκωμό ενάντια στους χιτλεροφασίστες κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Τέσσερα χρόνια εξοντωτικής σκλαβιάς στάθηκαν το αποκορύφωμα της γιγάντιας πάλης του λαού μας για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
ΕΝΑ συγκλονιστικό λεύκωμα, που δουλεύτηκε με αγωνιστική ευθύνη και πάθος, φέρνει στα μάτια και στην καρδιά μας τα μνημεία, τα οποία έχουν ανεγείρει οι επιζώντες αγωνιστές, συγγενείς και φίλοι, κοινότητες, δήμοι, σύλλογοι και άλλοι φορείς. Είναι το «Κέντρο Μελέτης Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης (ΚΜΙΕΑ)» που μας προσφέρει αυτή τη σημαντική έκδοση με την επιμέλεια και τα προλογικά και εισαγωγικά σημειώματα από το σ. Δημήτρη Κάιλα.
ΕΙΝΑΙ η αιμάτινη σπονδή, που έδωσε ο λαός μας, το ΕΑΜικό Αντιστασιακό Κίνημα, που διατρέχει όλη τη γη μας, που έχει βάψει με ποτάμια αίματα από τη Θράκη ως στα ακρότατα σημεία της χώρας. Είναι μια καταγραφή που ξεπετιέται πάνω από τα χώματα. Κι έχει φωνή κι έχει αλήθεια.
Ο ΛΑΟΣ μας πάντα από τα πανάρχαια χρόνια, έχει ένα σεβασμό βαθύ για το θάνατο. Φτώχεια και σκλαβιά τον έχουν εξοικειώσει μαζί του. Τον προσωποποιεί. Και τον τραγουδάει. Παλεύει μαζί του στα μαρμαρένια αλώνια. Κι όταν η χιτλερική ορδή πάτησε τη γη μας και τα κορμιά των σκοτωμένων έμεναν εδώ κι εκεί πάνω στο χώμα, ο λαός μας κράτησε την ίδια ιερή αξιοπρέπεια μπροστά στο θάνατο, στο σκοτωμένο.
ΚΙ ΟΤΑΝ οι φασίστες, ξένοι ή ντόπιοι έφευγαν αφήνοντας καταγής τους σκοτωμένους, πάντα βρισκότανε το χέρι μιας γυναίκας για να κλείσει τα μάτια, για να πλύνει το πρόσωπο και σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιες άνοιγαν και τους τάφους αφού τους άντρες τούς είχαν εκτελέσει.
ΕΙΝΑΙ οι αμέτρητοι πρόχειροι τάφοι, που βρήκε νιόσκαφτους η Απελευθέρωση και που πάνω τους μπήκαν ξύλινοι σταυροί, μερικές φορές ονόματα κι άλλα στοιχεία. Αναψαν καντήλια και συχνά τα στόλισαν με αγριολούλουδα. Τα χρόνια, που ακολούθησαν, χρόνια φοβερής δοκιμασίας του κόσμου της Αντίστασης, χρόνια που άνοιξαν και νέους τάφους καθώς διά πυρός και σιδήρου γύρεψαν να σβήσουν από την ψυχή του λαού την Εθνική Αντίσταση.
ΞΑΝΑΘΥΜΙΖΟΥΜΕ σήμερα όσα για τα μνημεία και τα ηρώα έγραφε ο αξέχαστος σύντροφος δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργης Λαμπρινός εδώ και 55 χρόνια με αναφορά σε Ολοκαυτώματα, που καρτερούσαν τότε τα μνημεία: «... Καισαριανή, Καλάβρυτα, Χαϊδάρι, Δίστομο και τόσοι άλλοι...». Δεν επιτρέπεται σήμερα να μην έχει τιμηθεί η Καισαριανή, τόπος που η χλόη του βλασταίνει με το αίμα χιλιάδων ηρώων... Και η Καισαριανή - το Θυσιαστήριο της Λευτεριάς - περιμένει ακόμη και σήμερα το μεγαλόπρεπο μνημείο αυτό, που πρέπει.
ΜΕ ΟΡΓΗ στο ίδιο γραφτό του σημείωνε, πως είναι απαράδεκτο να μην έχει τιμηθεί δημόσια, πανηγυρικά, η μεγάλη μορφή του Δημήτρη Γληνού. Είναι η σπουδαιότερη πνευματική φυσιογνωμία, που γέννησε η νεότερη Ελλάδα. Η προτομή του έπρεπε να 'χε στηθεί σε μια από τις κεντρικότερες πλατείες της Αθήνας, ίσως εκεί μπροστά στο Πανεπιστήμιο, ίσως εκεί καταμεσής στην πλατεία Κλαυθμώνος με την αλλαγή της πανάθλιας ονομασίας της. Μπροστά στο Πανεπιστήμιο φιγουράρει πάντα ο αποικιοκράτης Γλάδστων, όχι όμως η προτομή του Δ. Γληνού.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ της αρετής και της θυσίας, που την έχουν κεντημένη πάνω στη γη μας λεβέντες και λεβέντισσες, που πάλεψαν σαν θεριά στα μαρμαρένια αλώνια. Και σήμερα είναι πάντα γύρω μας πρωτοπανηγυριώτες. Το Λεύκωμα των Μνημείων της Εθνικής Αντίστασης, είναι διαρθρωμένο κατά περιοχές και με τα χρονολογικά όρια της μεγάλης εποποιίας από την ώρα της εισβολής.
ΔΕΝ είναι εύκολα τέτοια εγχειρήματα. Χρειάζεται έρευνα και επιμονή όταν μάλιστα έχουν περάσει τόσα χρόνια μέσα σε κατατρεγμούς και κυνηγητά, με στόχο να εξαφανίσουν και τους τάφους των νεκρών, που συχνά κυνήγησαν κι έσβησαν και τα καντήλια κι έσπασαν τους σταυρούς.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ και τα ηρώα παρουσιάζονται στο λεύκωμα καθένα με τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του. Μας δίνει το ιστορικό και τα άλλα αφιερωματικά τους στοιχεία και φυσικά αυτούς, που φρόντισαν για την ανέγερσή τους καθώς και άλλα σχετικά ιστορικά στοιχεία.
ΞΑΝΑΠΛΑΘΟΥΝ στον επισκέπτη, στο νεαρό μαθητή μια ολόκληρη εποχή το κάθε μνημείο, συχνά με εκατοντάδες ονόματα χαραγμένα πάνω στο μάρμαρο και στο γρανίτη. Και βοηθάνε συχνά για να μάθουν τα παιδιά που ίσως ποτέ δεν έχουν μάθει ούτε κι ακούσει για της Αντίστασης την επική ώρα. Και τις μεγάλες θυσίες.
ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ της έκδοσης, το ΚΜΙΕΑ, ξέρουν πως στο Λεύκωμα παρ' όλες τις προσπάθειες και τις αναζητήσεις, που έγιναν, δεν έχουν εντοπιστεί όλα τα μνημεία, που έχουν ανεγερθεί, ακόμη και σ' αυτά, που παρουσιάζονται, υπάρχουν πιθανώς διορθωτικά και συμπληρωματικά στοιχεία. Γι' αυτό και η έκκληση να σταλεί στο ΚΜΙΕΑ κάθε σχετικό στοιχείο ώστε να συμπεριληφθεί στη νέα πιο ολοκληρωμένη έκδοση, που θα γίνει. Κι η βοήθεια αυτή πρέπει να δοθεί για να γίνει πληρέστερη η σημαντική αυτή έκδοση.
ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ του ΚΜΙΕΑ ανοίγει με του αξέχαστου ποιητή, του Βασίλη Ρώτα το λόγο, που παραγγέλνει: Ξένε μου όπου πας και περπατάς/ τη γη μας να πατάς σεμνά/ και ν' αλαφροδιαβαίνεις./ Τι είν' ο τόπος μας αιματοποτισμένος/ Κάθε δρασκελιά κι από 'νας σκοτωμένος/ Ενας σύντροφος, που 'πεσε πολεμώντας/ για το δίκιο μας και για τη Λευτεριά μας.
«ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ - έγραφε το 1945 ο Γ. Λαμπρινός - είναι ανάγκη της ματωμένης ψυχής μας. Ανάγκη ηθικού και ιστορικού χρέους, ανάγκη του πολιτισμού μας. Δε θέλουμε να μας θυμίζουν ότι πέρασε κάποτε ο βάρβαρος από 'δω. Μα θέλουμε να μας θυμίζουν και να μαρτυράνε την πίστη μας στις ανώτερες ηθικές αξίες του ανθρώπου - και πάνω απ' όλες στη Λευτεριά, που την άγιασε για μια και οριστική φορά το αίμα μας...».