ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Μάρτη 1998
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αντιλαϊκές δεσμεύσεις

Ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων εξαπολύει η αστική τάξη και τα μονοπωλιακά συμφέροντα που εξυπηρετεί, επιδιώκοντας την πλήρη προσαρμογή της στις κοινοτικές επιλογές. Η υποτίμηση της δραχμής και η ενσωμάτωσή της στα πλαίσια του ευρωπαϊκού συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών αποτελούν τους σηματοδότες για το πέρασμα σε εντονότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, πτώση του βιοτικού επιπέδου και καταπάτηση των εργατικών και εργασιακών δικαιωμάτων.

Οι δύο αυτές κυβερνητικές ενέργειες πρέπει να εκτιμηθούν η κάθε μια ξεχωριστά, γιατί οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους, όπως και στην εθνική οικονομία, είναι διαφορετικές.

Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να εξεταστούν στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής συγκυρίας, της προσπάθειας επιβολής των γενικότερων ιμπεριαλιστικών σχεδίων και του πιο βάρβαρου καπιταλισμού.

Οι μάσκες πέφτουν και τα κόμματα που υποστηρίζουν την προοπτική της πλήρους ενσωμάτωσης της χώρας μας στην ΕΕ, παρουσιάζουν το πραγματικό προσωπείο τους. Εξαφανίζονται ακόμα και δευτερεύουσες διαφορές και ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ, δίνουν όλοι την ίδια εικόνα. Ολοι έχουν την ίδια πολιτική πρόταση. Εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που υπερψήφισαν. Πραγματοποίηση της ΟΝΕ και συμμετοχή της Ελλάδας στο ΕΥΡΩ που υπερψήφισαν. Εφαρμογή της Συνθήκης του Αμστερνταμ και της Ατζέντας 2000, από τις οποίες δε διαφοροποιούνται και υποστηρίζουν. Μόνη διαφοροποίηση, οι δημαγωγικές κορόνες που αφορούν όχι τους πολιτικούς στόχους αλλά τη διαχείρισή τους.

Η υποτίμηση όμως, όπως και η είσοδος της δραχμής στο ευρωπαϊκό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν είναι αποτέλεσμα της διαχείρισης αλλά των πολιτικών επιλογών των μονοπωλίων και του διεθνούς κεφαλαίου που αυτά τα κόμματα αντικειμενικά εξυπηρετούν.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή κατάσταση. Μια υποτίμηση να παρουσιάζεται σαν ευεργετικό μέτρο που δεν έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις ενώ η αξία του πλούτου της χώρας μειώνεται, κατά το ποσοστό της υποτίμησης, και τη διαφορά την εισπράττει το μεγάλο κεφάλαιο. Γίνεται σε όλους αντιληπτό ότι η υποτίμηση αυτή θα προκαλέσει άνοδο των τιμών, την οποία θα κληθούν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι με τη μείωση του συνολικού τους τζίρου, γεγονός που θα οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες στην αγοραστική τους δύναμη. Η υποτίμηση αγγίζει τη μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτικών προϊόντων γιατί θα έχει άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα αλλά και στα προϊόντα που χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή τους. Είναι φανερό επίσης πως θα προκληθεί άνοδος του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει στο τέλος του χρόνου στο 2,5%, αλλά σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις θα ξεπεράσει το 5%. Στη μία και την άλλη περίπτωση όμως, η ουσία παραμένει η ίδια. Πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων, λήψη πρόσθετων αντιλαϊκών μέτρων για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Οι αγρότες θα χτυπηθούν ακόμα περισσότερο γιατί εκτός από την άνοδο των τιμών καταναλωτή θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και μια καθαρή μείωση εισοδήματος από την παραγωγή που θα υπερβαίνει το 1% λόγω της αύξησης των εισαγόμενων εφοδίων που έχουν μεγαλύτερο βάρος στο αγροτικό εισόδημα από τις ενισχύσεις σε ecu.

Η κυβέρνηση δημαγωγεί ότι η αποδοχή της υποτίμησης από τους "εταίρους" μας στην ΕΕ δηλώνει την αποδοχή της ορθότητας της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Τα εύσημα προς την ελληνική κυβέρνηση, δίνονται πράγματι από τα μονοπώλια σαν επιβράβευση της αντιλαϊκής πολιτικής της. Η υποτίμηση, τέτοιου μάλιστα μεγέθους, εκτός από το ότι επιβεβαιώνει την άσχημη κατάσταση της οικονομίας, αποτελεί και προειδοποίηση για ακόμα περισσότερα και αυστηρότερα αντιλαϊκά μέτρα, γιατί επιδρά αρνητικά στους δείκτες ονομαστικής σύγκλισης - έλλειμμα, εξωτερικό χρέος, πληθωρισμός - που επιβάλλει η Οικονομική και Νομισματική Ενωση.

Η προβλεπόμενη αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και πολύ περισσότερο του βιοτικού επιπέδου. Η μέχρι σήμερα εμπειρία, μας έχει αποδείξει ότι το ενδιαφέρον του ξένου κεφαλαίου εντοπίζεται στην εξαγορά επιχειρήσεων, που συνήθως συνδυάζεται με περιορισμό της απασχόλησης και στην εκτέλεση τεχνικών έργων με σίγουρο και γρήγορο κέρδος ενώ είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, εργασιοβόρες ή μη, οι νέες επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Η κυβερνητική πολιτική, με την υποστήριξη και των άλλων κομμάτων υποστηρικτών της ΟΝΕ και του Μάαστριχτ, ωφέλησε διπλά το κεφάλαιο. Εκμεταλλεύτηκε, ή επέβαλλε, τα υψηλά επιτόκια στήριξης της πολιτικής της σκληρής δραχμής και τη συρρίκνωση της βιομηχανίας της χώρας μας που επιβάρυναν με ένα υψηλότατο κόστος τον Ελληνα εργαζόμενο με την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας και με το κόστος στήριξης αυτής της πολιτικής που ανέρχεται σε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. Σήμερα η υποτίμηση δίνει τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να αγοράσει σε ακόμα πιο συμφέρουσες τιμές το "φιλέτο" των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι κερδοφόρες και βρίσκονται ακόμα κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου.

Η υποτίμηση της δραχμής, που επιβλήθηκε, για να γίνει δεκτή για να εισαχθεί το εθνικό μας νόμισμα στο ευρωπαϊκό σύστημα, είναι πρωτοφανής. Καμιά άλλη χώρα δεν υποτίμησε το νόμισμά της μπαίνοντας στο σύστημα αυτό. Η κυβέρνηση έθεσε άμεσα το νόμισμα και την οικονομία μας στη διάθεση των Ευρωπαίων τραπεζιτών για να αποφασίσουν αυτοί στη θέση της. Ζήσαμε έτσι το πρωτοφανές διήμερο τσίρκο του "θα υποτιμηθούμε σήμερα, θα σας πούμε το πόσο αύριο".

Η ΕΕ, σαν ΕΟΚ πριν, έχει πάρει πολλές αποφάσεις και έχει δημιουργήσει συστήματα και μηχανισμούς για να θέσει υπό έλεγχο τη νομισματική και κατά συνέπεια την οικονομική πολιτική των κρατών μελών. Το νομισματικό φίδι, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και το σημερινό σύστημα δίνουν όλο και περισσότερο τη δυνατότητα στο ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο να ελέγχει τις όποιες υποτιμήσεις αλλά και ανατιμήσεις και να επιβάλλει τις θέσεις του, κύρια στα πιο αδύνατα νομίσματα και οικονομίες.

Το ευρωπαϊκό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν αποτελεί εγγύηση για να μην υπάρξουν υποτιμήσεις στο μέλλον όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση. Αντίθετα μπορεί να επιβάλει υποτιμήσεις αν το κρίνει απαραίτητο. Αυτό άλλωστε έγινε και με άλλα νομίσματα όπως το εσκούδο και η πεσέτα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγγλία όπως και άλλες χώρες αρνούνται να βάλουν το νόμισμά τους σε αυτό το σύστημα για να μην το θέσουν υπό τον έλεγχο του γερμανικού μάρκου.

Η συμμετοχή της δραχμής στο σύστημα αυτό δεν αποτελεί εγγύηση για την είσοδο της δραχμής στο ΕΥΡΩ, όπως υποστηρίζουν οι υποστηρικτές της ΟΝΕ, που διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από τον ίδιο τον πρόεδρο της Επιτροπής της ΕΕ κ. Σαντέρ. Αντίθετα δημιουργεί νέες δεσμεύσεις για τη νομισματική και οικονομική πολιτική της Ελλάδας σε βάρος των εργαζομένων και της ανεξαρτησίας της χώρας μας, ανεξάρτητα από το αν θα μπει ή όχι στο ΕΥΡΩ με τη δεύτερη ταχύτητα το 2001.

Είναι όμως μια νέα αφετηρία για να επιταχυνθούν οι ρυθμοί, να σκληρύνουν τα μέτρα, να σφίξουν περισσότερο τα δεσμά που επιβάλλει το μονοπωλιακό κεφάλαιο, με την υποστήριξη των κομμάτων που υποστηρίζουν το Μάαστριχτ και την ΟΝΕ, για τη συμμετοχή στο σύστημα αυτό, παρουσιάζοντας σαν δέλεαρ τη συμμετοχή το 2001 στο ΕΥΡΩ και αποκρύπτοντας, όπως και στο παρελθόν, ότι αν αυτό πραγματοποιηθεί οι συνέπειες για τους εργαζόμενους θα είναι ακόμα χειρότερες.

Οι δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης αναφέρονται ρητά στην ανακοίνωση της Νομισματικής Επιτροπής της ΕΕ. Η επιτροπή της ΕΕ απειλεί μάλιστα την ελληνική κυβέρνηση, ότι αν δεν εφαρμόσει τα μέτρα "με αποφασιστικότητα", θα την αφήσει έξω από το ενιαίο νόμισμα, το ΕΥΡΩ, και στη δεύτερη ταχύτητα, την καλεί μάλιστα "να επιμείνει" σε αυτή την αντιλαϊκή πολιτική. Τα κυριότερα από τα μέτρα αυτά είναι:

- "Σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών". Δηλαδή αύξηση των εσόδων του κράτους μέσω αύξησης της φορολογίας και μείωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή συρρίκνωση των υπηρεσιών υγείας, παιδείας κλπ.

- "Ιδιωτικοποίηση". Δηλαδή ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων, ΟΤΕ, ΔΕΗ, τραπεζών κλπ. σε τιμή ευκαιρίας, και αλλαγή των εργασιακών σχέσεων σε αυτές τις επιχειρήσεις.

- "Αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα". Δηλαδή περιορισμό του δημόσιου τομέα και αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των δημοσίων υπαλλήλων.

- "Μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας". Δηλαδή κατάργηση του σημερινού εργατικού κεκτημένου, και κατάργηση δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως το ημερήσιο, εβδομαδιαίο και ετήσιο ωράριο, γενίκευση της μερικής και πρόσκαιρης εργασίας και ελαχιστοποίηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης.

- "Μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης". Δηλαδή τη ριζική αναδιαμόρφωση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων με την κατάργηση κεκτημένων στην περίθαλψη, στη σύνταξη και στα επιδόματα κλπ.

Τα μέτρα αυτά δεν είναι βέβαια καινούρια. Είναι τα μέτρα που επιβάλλει το Μάαστριχτ, η Λευκή Βίβλος για την Απασχόληση, η Ατζέντα 2000, η ΟΝΕ. Το ΚΚΕ είχε εκφράσει από την πρώτη στιγμή την αντίθεσή του σ' αυτές τις αποφάσεις και είχε καλέσει τους εργαζόμενους να παλέψουν ενάντια σε αυτές τις κατευθύνσεις που υποστηρίζονται από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, και ΣΥΝ παρά το γεγονός ότι τους είναι πολύ γνωστές οι αρνητικές συνέπειές τους για τη χώρα μας, την οικονομία μας, και τους εργαζόμενους. Η επικρότηση της κυβερνητικής πολιτικής από το πολυεθνικό κεφάλαιο, τους βιομήχανους και την ΕΕ, που συνοδεύεται από απαιτήσεις για ακόμα σκληρότερα μέτρα δίνει το στίγμα για το ποιοι θα είναι αυτοί που θα επωφεληθούν από αυτή την πολιτική.

Η αντιμετώπιση αυτής της πολιτικής, της επίθεσης του μεγάλου κεφαλαίου, στα δικαιώματα των εργαζομένων και του λαού μας απαιτεί να ενισχυθεί το Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό Μέτωπο που θα βάλει φρένο στις επιλογές των μονοπωλίων, θα αναχαιτίσει τη λαίλαπα των αντιλαϊκών οικονομικών μέτρων και θα ανοίξει το δρόμο για μια άλλη ανάπτυξη της χώρας προς όφελος των εργαζομένων, για μια άλλη Ευρώπη προς όφελος των λαών.

Κράτης ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Τμήμα Ευρωβουλής

της ΚΕ του ΚΚΕ

Η υποτίμηση της δραχμής, που επιβλήθηκε, για να γίνει δεκτή για να εισαχθεί το εθνικό μας νόμισμα στο ευρωπαϊκό σύστημα, είναι πρωτοφανής. Καμιά άλλη χώρα δεν υποτίμησε το νόμισμά της μπαίνοντας στο σύστημα αυτό. Η κυβέρνηση έθεσε άμεσα το νόμισμα και την οικονομία μας στη διάθεση των Ευρωπαίων τραπεζιτών για να αποφασίσουν αυτοί στη θέση της. Ζήσαμε έτσι το πρωτοφανές διήμερο τσίρκο του "θα υποτιμηθούμε σήμερα, θα σας πούμε το πόσο αύριο".


Οι δύο δρόμοι

Ηταν ηλίου φαεινότερον πως τα γεγονότα και οι εξελίξεις που ακολούθησαν την υποτίμηση της δραχμής, με την ένταξή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, το πακέτο μέτρων που εξάγγειλε η κυβέρνηση σαν το αναγκαίο συνοδευτικό βήμα της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής, θα δημιουργούσαν, αντικειμενικά, αναταραχή και όξυνση σ' όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Δε θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει διαφορετικά. Οι κυβερνητικές αποφάσεις πάρθηκαν σε αγαστή σύμπνοια με την Ευρωπαϊκή Ενωση, γιατί αυτό απαιτεί η προσαρμογή της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας στην πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ). Είναι μια συγκεκριμένη πολιτική και, ταυτόχρονα, μια συγκεκριμένη μορφή διαχείρισης, που θέλει να υπηρετήσει την οικονομία του διεθνοποιημένου ελληνικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων.Αποκάλυψε δε σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια ότι ήταν ένα βήμα, ή, καλύτερα, ο βατήρας για ένα άλμα, αποφασιστικό για την άρχουσα τάξη στην ευόδωση των στρατηγικών της επιλογών.

Οταν αναφερόμαστε σε στρατηγικές επιλογές, πρέπει να τις κατανοούμε σαν τη δημιουργία όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων, ώστε να μπορεί να δρα απρόσκοπτα και αποτελεσματικά το κεφάλαιο, να αυξάνει συνεχώς και όσο γίνεται απεριόριστα η μάζα των κερδών του, να μπορεί να αναπαράγεται ανεμπόδιστα, γιατί αυτή είναι η ανάπτυξη, η ισχυρή οικονομία, για την οποία γίνεται λόγος από την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς διαχειριστές του συστήματός της. Είναι επίσης μια συνεχής προσπάθεια της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματός της, που οδηγούν στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, αλλά και τις αναπόφευκτες κρίσεις. Αυτές οι σταθερές επιδιώξεις των καπιταλιστών δεν μπορούν να ικανοποιούνται χωρίς την εφαρμογή πολιτικής, που να εντείνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών μαζών. Είναι νόμος στον καπιταλισμό.Βεβαίως, η προσέγγιση, η ερμηνεία, αλλά και η τοποθέτηση, για το χαρακτήρα, την επίδραση και τις συνέπειες των μέτρων, πρέπει να γίνονται, με αφετηρία αυτές τις επιδιώξεις, που έρχονται σε ευθεία αντίθεση και αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των εργαζομένων, σε συνθήκες που η ένταση της διεθνοποίησης, αλλά και του ανταγωνισμού, αντιμετωπίζονται με την τάση της καπιταλιστικής ενοποίησης και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ).

Υπό τη στρατηγική των τεσσάρων ελευθεριών

Η υποτίμηση της δραχμής είναι σαν μέτρο, ένας μηχανισμός, μια τακτική του διεθνοποιημένου ελληνικού κεφαλαίου για να πετύχει στη στρατηγική του επιλογή, δηλαδή στη συμμετοχή στην ΟΝΕ. Το κύριο στην προκειμένη περίπτωση είναι η στρατηγική επιλογή και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Μόνο που οι μηχανισμοί προσαρμογής, οι τακτικές, δεν καθορίζονται αποκλειστικά από το κεφάλαιο στην Ελλάδα, αλλά από τη διαπλοκή του, την οργανική του σύνδεση με το πολυεθνικό κεφάλαιο και, πιο συγκεκριμένα, με βάση τις διακρατικές συνθήκες και τους όρους που συγκροτούν την ΕΕ.Μια διαφορετική στρατηγική επιλογή του, έξω από τέτοιες διαδικασίες και συμμετοχές, δε θα ικανοποιούσε τα συμφέροντά του αποτελεσματικά και ας συμμετέχει από υποδεέστερη θέση σ' αυτές. Εχει επιλέξει, λοιπόν, αυτή τη διαπλοκή και δεν κάνει ούτε μπορεί να κάνει πίσω απ' αυτό. Ο πυρήνας της δράσης της ΕΕ είναι οι τέσσερις ελευθερίες (της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικής δύναμης), που αντικειμενικά επιβάλλουν την άκρατη επιθετικότητα του κεφαλαίου στην εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες γενικότερα. Επιθετικότητα, που δεν εκφράζεται μόνο με την υποτίμηση στη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά κυρίως με το πακέτο μέτρων που εξάγγειλε η κυβέρνηση και την επιτακτικότητα της εφαρμογής τους. Τα "διαρθρωτικά μέτρα", επίσης, έχουν στρατηγικό χαρακτήρα και είναι άμεση συνέπεια της απαιτητικότητας του κεφαλαίου.

Απάτη οι συνέπειες για το σύνολο

Η υποτίμηση της δραχμής εμφανίστηκε από την κυβέρνηση σαν μέτρο με συνέπειες για όλους, δηλαδή και για την άρχουσα τάξη και για τις λαϊκές μάζες, που, στο μέλλον και επειδή θα ενταχθεί η καπιταλιστική Ελλάδα στην ΟΝΕ, όχι μόνο θα εξαλειφθούν, αλλά θα υπάρξει όφελος για όλους. Είναι η μεγαλύτερη απάτη που έχει προπαγανδιστεί. Γιατί η υποτίμηση μπορεί να έχει συνέπειες και σ' ένα μέρος των επιχειρηματιών, οι οποίες όμως μπορούν να αντιμετωπιστούν και να ξεπεραστούν από την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Βεβαίως και κάποιοι επιχειρηματίες μπορεί να καταστραφούν, αλλά και αυτό είναι μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας και δράσης του συστήματος και προς όφελος συνολικά του κεφαλαίου. Θα συγκεντρωθεί η οικονομία και η παραγωγή σε λιγότερα χέρια. Αυτό, έτσι και αλλιώς, γίνεται στα πλαίσια του ανταγωνισμού, των κρίσεων και, επομένως, όλα τα μέτρα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση τέτοιων εξελίξεων, αλλά στην προοπτική της συσσώρευσης του πλούτου σε λιγότερα χέρια. Χαμένοι άμεσα από την υποτίμηση είναι η εργατική τάξη, αφού μειώθηκε το εισόδημά της, η φτωχή και μεσαία αγροτιά που μειώθηκε η αγοραστική της δύναμη και αυξήθηκαν τα καλλιεργητικά μέσα, τα μεσαία στρώματα της πόλης, γιατί μειώνεται ο τζίρος τους από την πτώση των λαϊκών εισοδημάτων, ενώ αυξάνονται οι τιμές στα εισαγώγιμα εμπορεύματα. Επομένως, η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας που ευαγγελίζονται οι θιασώτες της ΕΕ και της ΟΝΕ, σημαίνει ανάπτυξη των κερδών και καταστροφή των λαϊκών μαζών.

Στην αγριότητα της αχόρταγης ολιγαρχίας

Τα μέτρα που συνοδεύουν την υποτίμηση δημιουργούν όλο εκείνο το πλαίσιο έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων. Ο περιορισμός των αυξήσεων κάτω και από τον πληθωρισμό (2,5%), τα αντιασφαλιστικά μέτρα, η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου, εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και η ελαστικοποίησή του που οδηγεί στην αύξηση του εργάσιμου χρόνου, άρα και στην αύξηση της εκμετάλλευσης, η μερική απασχόληση, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων είναι μερικά από τα μέτρα που αυξάνουν τα κέρδη των επιχειρηματιών. Τα μέτρα συγχωνεύσεων στο δημόσιο τομέα, οι περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό, θα αποβούν σε βάρος της παροχής δημοσίων υπηρεσιών προς τους εργαζόμενους και κυρίως της εκπαίδευσης, της υγείας και της πρόνοιας, ενώ ταυτόχρονα θα επιβληθεί και θα επιβάλλεται ακόμη πιο βαριά φορολογία στις λαϊκές μάζες, ώστε να συσσωρεύονται έσοδα και να αναδιανέμονται προς όφελος της πλουτοκρατίας. Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων επίσης, που γίνονται κάτω από πιο απεχθείς όρους, ξεπούλημα στη φτήνια λόγω υποτίμησης, αλλά και σκλαβοπάζαρο για τους εργαζόμενους, αφού καταργούνται ακόμη και στοιχειώδη δικαιώματά τους, γίνεται για να προσελκυστεί το πολυεθνικό κεφάλαιο σε "τζάμπα" επενδύσεις, με όρους άκρατης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, αφαιρείται η όποια δυνατότητα, μελλοντικά, ενός στρατηγικού μοχλού ανάπτυξης από τις λαϊκές δυνάμεις, δηλαδή δυσκολεύεται πιο πολύ η ταξική πάλη, όταν οι λαϊκές δυνάμεις πάρουν την εξουσία. Και ενώ πλήρωσε ακριβά ο λαός αυτές τις επιχειρήσεις, θα πουληθούν φτηνά, μαζί με όποιο εργατικό δυναμικό απομείνει και με όρους "καταναγκαστικών έργων". Οι εξελίξεις στην "Ολυμπιακή Αεροπορία" είναι αποκαλυπτικές για το "τι μέλλει γενέσθαι".

Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα προσδοκά ότι, μέσω αυτής της πολιτικής που ενισχύει τη διασύνδεσή της με τις πολυεθνικές και αξιοποιώντας τις τέσσερις διαβόητες ελευθερίες, μπορεί να πάρει μέρος στη μοιρασιά με την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων του Ευξείνου και της Μέσης Ανατολής. Να πραγματοποιεί κέρδη από την εκμετάλλευση και γειτονικών λαών.

Διαχειριστικές αψιμαχίες

Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις πασχίζουν να αντιπαρατεθούν στην κυβέρνηση από τη σκοπιά της στήριξης των στρατηγικών επιλογών για τη συμμετοχή στην ΟΝΕ, αφού βεβαίως συμφωνούν με την ενσωμάτωση στην ΕΕ. Αντικειμενικά λοιπόν, αντιμετωπίζουν την κυβερνητική πολιτική και τα συγκεκριμένα μέτρα από τη σκοπιά της ίδιας στρατηγικής του κεφαλαίου με διαφορετική τακτική.Η ΝΔ επιμένει πως άργησε η κυβέρνηση, τα μέτρα δε θα αποδώσουν και απαιτεί την όσο γίνεται πιο επιταχυνόμενη εφαρμογή τους χωρίς "έλεος". Ο ΣΥΝ αντέτεινε ότι τα μέτρα δεν οδηγούν στην "πραγματική σύγκλιση", σαν να μπορεί να υπάρξει τέτοια στα πλαίσια της καπιταλιστικής ΕΕ, ενώ το ΔΗΚΚΙ πρότεινε διολίσθηση της δραχμής και λειτουργία του δημόσιου τομέα με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όρους αγοράς, λες και τώρα λειτουργούσαν διαφορετικά. Το κεφάλαιο απαιτεί το ξεπούλημα των δημόσιων οργανισμών, γιατί είναι κερδοφόροι και στρατηγικής σημασίας, γι' αυτό τους θέλει το ίδιο στα χέρια του. Ολες λοιπόν αυτές οι δυνάμεις ασκούν κριτική από τη σκοπιά των διαβόητων "κριτηρίων σύγκλισης", δηλαδή της στρατηγικής, αφού εξέφρασαν και φόβους για άνοδο του πληθωρισμού, των δημοσίων ελλειμμάτων, του εξωτερικού χρέους, αλλά ταυτόχρονα η επιστράτευση αστών αναλυτών για τη στήριξή τους, η επίκληση της ανταπόκρισης των αγορών και της ανόδου του Χρηματιστηρίου, αλλά και η αμέριστη υποστήριξη από τον ΣΕΒ, συμπληρώνουν την εικόνα, που αναδεικνύει ότι υπάρχει ουσιαστική συστράτευση για την ευόδωση των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Ελλάδας.

Με ποιον να πας και ποιον να αφήσεις

Αυτή είναι η μια όψη της εικόνας, του ζητήματος της ανάπτυξης αυτών που κερδίζουν και επιδιώκουν να συνεχίζουν να κερδίζουν. Η άλλη όψη του είναι η εντελώς αντίθετη, αυτή της εργατικής τάξης, των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, που έχασαν και θα συνεχίσουν να χάνουν από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής και για τους οποίους ανάπτυξη σημαίνει η ολόπλευρη ικανοποίηση των αναγκών τους.

Τα μέτρα ισχυροποίησης της οικονομίας και προσαρμογής της στην ΟΝΕ στόχο έχουν την άγρια εκμετάλλευση. Ταξικά αντιμετωπίζεται το ζήτημα. Αν μερικά χρόνια πριν, η εργατική τάξη, με το κίνημά της, κατέκτησε δικαιώματα που κάτω από άλλο ταξικό συσχετισμό δυνάμεων αναγκαζόταν το κεφάλαιο να παραχωρεί για να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να απομακρύνει τον κίνδυνο ανατροπής της εξουσίας του, σήμερα κάτω και από το δυσμενή συσχετισμό τα απαιτεί όλα και καταργεί τις κατακτήσεις.

Εδώ δυο δρόμοι ανοίγονται: Ο ένας είναι η συμφωνία με τη στρατηγική των μονοπωλίων, που, ανεξάρτητα από τη "σκληρή" ή τη "μαλακή" δραχμή, την υποτίμηση ή την υπερτίμησή της, δηλαδή ένα εργαλείο προσαρμογής, μια τακτική, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, στην εξαθλίωση των λαϊκών μαζών. Ο άλλος είναι η αντίσταση, η αντιμονοπωλιακή πάλη, η ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, σ' ένα ρωμαλέο λαϊκό μέτωπο, ενάντια στις συνέπειες, στις αιτίες και την πολιτική που υπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Αυτή είναι η πολιτική γραμμή αντιπαράθεσης, ως την ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Αποδείχνεται, για άλλη μια φορά, ότι λύση μέσα στο σύστημα προς όφελος των εργαζομένων δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως η γραμμή της σύγκρουσης, της ρήξης.Οι αντιθέσεις μπορεί να οξύνονται και απότομα. Η κρίση και η διαχείρισή της θα τις κάνει ακόμη πιο απειλητικές για το σύστημα. Η άμεση οργάνωση της πάλης του εργατικού κινήματος ενάντια στις συνέπειες, η αντίσταση στις επιλογές των μονοπωλίων, η υπεράσπιση των κεκτημένων και η διεύρυνσή τους, μπορεί και πρέπει να ανοίγουν το δρόμο στην προοπτική της ανατροπής.

Σ. Κ.

Εδώ δυο δρόμοι ανοίγονται: Ο ένας είναι η συμφωνία με τη στρατηγική των μονοπωλίων, που, ανεξάρτητα από τη "σκληρή", ή τη "μαλακή" δραχμή, την υποτίμηση ή την υπερτίμησή της, δηλαδή ένα εργαλείο προσαρμογής, μια τακτική, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, στην εξαθλίωση των λαϊκών μαζών. Ο άλλος είναι η αντίσταση, η αντιμονοπωλιακή πάλη, η ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, σ' ένα ρωμαλέο λαϊκό μέτωπο, ενάντια στις συνέπειες, στις αιτίες και την πολιτική που υπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Αυτή είναι η πολιτική γραμμή αντιπαράθεσης, ως την ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Αποδείχνεται, για άλλη μια φορά, ότι λύση μέσα στο σύστημα προς όφελος των εργαζομένων δεν υπάρχει



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ