Μήνυμα για υιοθέτηση σκληρότερων μέτρων από την κυβέρνηση στέλνει η "ανεξάρτητη" πλέον Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός σε επίπεδα κάτω του 2% μέχρι το τέλος του 1999. Με την ιδιότητα του θεματοφύλακα της πολιτικής λιτότητας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, διαμήνυσε χθες ότι η πολιτική των υψηλών επιτοκίων θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 1999, προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός σε επίπεδα που θα επιτρέψουν την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα. Στα πλαίσια αυτά προωθούνται ρυθμίσεις για περιορισμό των καταναλωτικών δανείων, η ανεπιθύμητη, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, αύξηση των οποίων επιβαρύνει τον πληθωρισμό. Ο Λ. Παπαδήμος διευκρίνισε ότι η "αυστηρή" νομισματική πολιτική, πρόκειται να συνεχιστεί έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Και το τίμημα της διατήρησης των υψηλών επιτοκίων είναι αρκετά βαρύ, καθώς είναι ο βασικός παράγοντας συντήρησης της κερδοσκοπίας, ενώ δυσμενέστατες είναι οι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που πληρώνουν το ακριβό τραπεζικό χρήμα.
Χτες η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε μικρές μεταβολές σε δύο επιτόκια παρέμβασης στη διατραπεζική αγορά, οι οποίες δεν ξεφεύγουν από τη γενικότερη φιλοσοφία των "αυστηρής" νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, μειώνεται το επιτόκιο στις δημοπρασίες δύο βδομάδων αποδοχής καταθέσεων των τραπεζών για την άντληση ρευστότητας από 13,75% σε 13%. Με την ίδια ανακοίνωση, το επιτόκιο για καταθέσεις μίας ημέρας των εμπορικών τραπεζών στην ΤτΕ, αυξάνεται από 11,5% σε 11,9%.
Η υποτίμηση της δραχμής, τον προηγούμενο Μάρτη, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των υψηλών επιτοκίων, είχε αποτέλεσμα να εισρεύσουν στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του Ιούνη περί τα 12 δισ. δολάρια κερδοσκοπικών κεφαλαίων, τα οποία τοποθετήθηκαν στο Χρηματιστήριο και τους κρατικούς τίτλους, με στόχο την αποκόμιση σίγουρων και μεγάλων κερδών. Σε ό,τι αφορά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ανέρχονται σήμερα σε 19,5 δισ. δολάρια.
Νέα φορολογική επιβάρυνση θα υποστούν οι εργαζόμενοι και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα το 1999, αφού η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να μην επιφέρει καμία φορολογική ελάφρυνση με τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, ενώ την ίδια στιγμή προτίθεται να συρρικνώσει ακόμη περισσότερο τις κρατικές δαπάνες. Αυτό προκύπτει από τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε χτες υπό την προεδρία του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου και με τη συμμετοχή των υφυπουργών Γ. Δρυ και Ν. Χριστοδουλάκη, με αντικείμενο την πορεία εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού και την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 1999.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το πνεύμα που επικράτησε στη χτεσινή σύσκεψη ήταν να μην προωθηθεί καμία φορολογική ελάφρυνση με τον προϋπολογισμό του 1999, πράγμα που σημαίνει ότι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα θα υποστούν πρόσθετη επιβάρυνση, δεδομένης της περαιτέρω συμπίεσης των εισοδημάτων, αλλά και της διατήρησης του αφορολόγητου ορίου στα ίδια απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα.
Πέρα από τα παραπάνω όμως, οι εργαζόμενοι θα υποστούν ένα ακόμη πλήγμα με τον επερχόμενο προϋπολογισμό, αφού το σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού του 1999 θα είναι εκείνο που θα κληθεί να σηκώσει τελικά το μεγαλύτερο βάρος της λεγόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με όσα αποφασίστηκαν στη χτεσινή σύσκεψη οι δαπάνες του προϋπολογισμού του επόμενου έτους - ιδιαίτερα αυτές που επιτελούν κοινωνικό ρόλο - θα υποστούν νέα συρρίκνωση, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για μείωση του ελλείμματος στο 2,1%. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η παραπάνω παράμετρος αναφέρεται και στην εξαμηνιαία έκθεση που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κεφάλαιο της έκθεσης για τις προοπτικές το 1998 και το 1999, "τα μέτρα πολιτικής που συνοδεύουν την προσαρμογή του νομίσματος" είναι:
Εξάλλου, στη χτεσινή σύσκεψη εξετάστηκε η μέχρι στιγμής πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού και εκτιμήθηκε η εφεξής πορεία, δεδομένου που θα προσμετρηθούν για την κατάρτιση του προϋπολογισμού του επόμενου έτους. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στο πρώτο εξάμηνο του 1998 που παρήλθε, διαπιστώθηκε για το σκέλος των δαπανών μία υπέρβαση της τάξης των τριών μονάδων περίπου σε σχέση με τον ετήσιο στόχο που έχει τεθεί. Αυτό αποδόθηκε κυρίως στην εφαρμογή στο παραπάνω διάστημα μιας σειράς μισθολογίων, ενώ εκτιμήθηκε ότι η πορεία αυτή θα ανατραπεί στο δεύτερο εξάμηνο.
Τέλος, χτες δόθηκαν στη δημοσιότητα από το υπουργείο Οικονομικών τα επίσημα στοιχεία για την πορεία των εσόδων στο α εξάμηνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία, στο παραπάνω διάστημα, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 1997 κατά 14,18% έναντι ετήσιου στόχου του προϋπολογισμού 10,85%. Ειδικότερα τα φορολογικά έσοδα παρουσίασαν αύξηση 15%, τα έσοδα των τελωνείων 7,25%, τα έσοδα υπολόγου 40,49%, ενώ τα έσοδα από ΦΠΑ 14,36%.
Μόνο επιτυχίες βλέπει στη μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική της η κυβέρνηση, που με την εξαμηνιαία έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ισχυρίζεται ότι η πραγματική "σύγκλιση" προχωρά...
Το μαύρο άσπρο προσπαθεί να εμφανίσει η κυβέρνηση Σημίτη, για τις εξελίξεις στην οικονομία στην περίοδο 1994 - 1997, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στην περίοδο αυτή, που εφαρμόζεται το ΠΑΣΟΚικό πρόγραμμα "σύγκλισης", σημειώθηκε και... "σύγκλιση" του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων εργαζομένων με το μέσο (υψηλότερο) βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης! Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και όλη η επιχειρηματολογία που προβάλλει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης των "εκσυγχρονιστών", με την εξαμηνιαία έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τις τρέχουσες εξελίξεις στην ελληνική και διεθνή οικονομία, που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα.
Η έκθεση αυτή - που είναι προσαρμοσμένη στις προεκλογικές ανάγκες της κυβέρνησης - προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη, ότι με την οικονομική της πολιτική των τελευταίων 4 ετών (1994 - 1997) η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να έχει "και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο". Ετσι, οι συντάκτες της έκθεσης δε διαπιστώνουν μόνο βελτίωση όλων των βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας (ελλείμματα, πληθωρισμός, δημόσιο χρέος κλπ.), αλλά και ότι στην περίοδο εφαρμογής του αναθεωρημένου προγράμματος "σύγκλισης" (1994 - 1997) "βελτιώθηκε σημαντικά η θέση των εργαζομένων".
Στην ίδια έκθεση επιχειρείται ο εξωραϊσμός της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και γενικότερα της πολιτικής που υπαγορεύει στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, με επιχειρήματα που θυμίζουν τη ρήση "οι αριθμοί ευημερούν - ο λαός υποφέρει".
Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει για τις εξελίξεις βασικών οικονομικών μεγεθών στην περίοδο εφαρμογής του αναθεωρημένου προγράμματος "σύγκλισης" το υπουργείο ΕΘνικής Οικονομίας:
Η αποτυχία και η αναποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, που εφαρμόζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, είναι εμφανής και από το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εντάξει την Ελλάδα στην ΟΝΕ από την 1-1-1999 (παρά τη μέχρι τώρα πολιτική μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος του λαού), με συνέπεια - όπως αναφέρεται και στην έκθεση του υπουργείου ΕΘνικής Οικονομίας - να έχουμε "χρονική επέκταση του προγράμματος σύγκλισης 1994 - '99, μέχρι το 2001"...