ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 28 Αυγούστου 1998
Σελ. /32
ΚΕΝΗ
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Στο Μακρονήσι

5ο ΜΕΡΟΣ

Στις 27 Γενάρη 1950, ύστερ' από 'να επικίνδυνο ταξίδι αποβιβάστηκαν οι εξόριστες στον κρανίου τόπο. Στη θέα του γερόβραχου, ένας κόμπος δένεται στο λαιμό τους κι η καρδιά τους σφίγγεται. Ωστόσο, παίρνουν βαθιά ανάσα, ανασυντάσσονται. Σύντομα, ύστερα από διαταγή των αξιωματικών που τις περίμεναν στην αποβάθρα αναπτύσσεται κιόλας η φάλαγγά τους σε πεντάδες. Με τα πράγματά τους η καθεμιά. 1.200 εξόριστες περιμένουν. Γριούλες, μωρομάνες με τα παιδιά τους, νέες κοπέλες.

Και μ' όλη την κακοπάθειά τους όλες είναι ξαναζωντανεμένες, ζωηρές, καλοχτενισμένες, ολοκάθαρες, πειθαρχημένες. Ολες στητές, περήφανες. Λες και πάνε σε παρέλαση...

Ο Βασιλόπουλος που έφτασε κείνη τη στιγμή έδωσε εντολές, ο λοχαγός του Α2, διέταξε το ξεκίνημα της φάλαγγας. Δεξιά τους απλώνονταν η θάλασσα φουρτουνιασμένη. Αριστερά τους αγκαθωτά συρματοπλέγματα, αντίσκηνα και τάξη στρατιωτική.

Πίσω από το συρματόπλεγμα του ΑΕΤΟ (Α Ειδικόν Τάγμα Οπλιτών) στέκονταν κολλημένοι στ' αγκάθια του, ακίνητοι και τρομαγμένοι, χιλιάδες άνδρες. Ηταν "δηλωσίες". Περνούσαν το στάδιο του "αποχρωματισμού", για να γίνουν "γνήσιοι Ελληνες" και να πάρουν το απολυτήριο... Τα μάτια τους, ξεπλυμένα από τη φρίκη και τον τρόμο κρεμαστήκανε πάνω στη γυναικεία πομπή και την πάγωσαν! Μητέρα! Αννούλα! Μαρία!... Καμιά από τις γυναίκες δε γνώρισε τον άνθρωπό της, απέναντι.

Αυτή ήταν η πρώτη πικρή γεύση που έπαιρναν οι γυναίκες από το έγκλημα του συντελούνταν στο Μακρονήσι.

Προχωρώντας προς το υπαίθριο "θέατρο" συνάντησαν την κατασκήνωση που προοριζόταν γι' αυτές. Το όνομά της ήταν: ΑΕΤΟ ΕΣΑΓ που σήμαινε: Α Τάγμα Οπλιτών Ειδική Σχολή Αναμορφώσεων Γυναικών.

Οι εξόριστες μπήκαν στις άδειες σκηνές κι άρχισαν να τακτοποιούν με βιάση τα πράγματά τους. Κατέφθασε όμως μια διαταγή που έλεγε: Δε θα μείνετε σ' όλες τις σκηνές, αλλά μόνο στις τέσσερις, πρώτη σειρά. Τα ράντζα απαγορεύονται, θα τα παραδώσετε. Στριμώχτηκαν 30 - 35 γυναίκες σε κάθε σκηνή, βόλεψαν τα στρωσίδια καταγής και τα συμπράγκαλά τους. Εξω δεν επιτρεπόταν να μείνει τίποτα, ούτε μαντιλάκι. Ξαφνικά, με σφυρίχτρες και ουρλιαχτά οι αλφαμίτες δίνουν νέα διαταγή: διατάσσουν κι άλλη μετακίνηση. Και στη συνέχεια κι άλλη... Οι άσκοπες μετακινήσεις από σκηνή σε σκηνή, μαζί με όλα τα πράγματά τους είναι ένα καψώνι χωρίς τέλος. Νέα σφυρίγματα και ουρλιαχτά σημαίνουν συσσίτιο.

Στις 28 Γενάρη 1950 γίνεται η πρώτη συγκέντρωση στο "θέατρο" με ομιλητή τον Παπαγιαννόπουλο, αξιωματικό του Α2.

Ο Παπαγιαννόπουλος δηλώνει στις εξόριστες: Η σεβαστή διοίκηση σας δίνει τρεις μέρες διορία να "τακτοποιήσετε" τη θέση σας. Με τη λήξη της προθεσμίας, δε θα υπάρξει κανένας οίκτος για σας. Ο νόμος που κυβερνά τη Μακρόνησο είναι ένας: Οποιος δε μετανοεί, πεθαίνει! Κι ο νόμος ισχύει για όλους. Ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Και προβάλλει ο διοικητής του κάτεργου Βασιλόπουλος. Ο Παπαγιαννόπουλος προστάζει: σηκωθείτε όλες όρθιες και φωνάξτε: "Ζήτω ο Βασιλόπουλος". Οι γυναίκες μένουν όλες βουβές.

Ο Βασιλόπουλος παίρνει το μικρόφωνο. Κι ανάμεσα στ' άλλα δίνει επίσημα τρεις μέρες διορία, για την "τακτοποίησή τους". Η "τακτοποίηση" φυσικά σημαίνει δήλωση μετανοίας.

Στις 29 Γενάρη πραγματοποιείται - κατασκευάζεται - θα ήταν το σωστό - ένα επισκεπτήριο ανάμεσα στις εξόριστες και στους δικούς τους, άντρες τους, αδέλφια τους, συγγενείς τους που κρατούνται στο κολαστήριο. Ολοι τους έχουν κάνει δηλώσεις και βρίσκονται στο στάδιο του "αποχρωματισμού" πολίτες και φαντάροι. Τα μεγάφωνα και οι αλφαμίτες που κινούνται ανάμεσά τους ουρλιάζουν:

"Φαντάροι και ιδιώτες δείξτε στις γυναίκες σας τον τίμιο δρόμο της μετάνοιας. Βοηθήστε τες να ανανήψουν"!

Αυτό είναι το επισκεπτήριο της ψυχολογικής βίας! Οι βιαστές της Μακρονήσου περιμένουν πολλά από την ψυχολογική βία που θ' ασκηθεί στην καρδιά και τη συνείδηση των εξόριστων γυναικών. Οι αφηγήσεις των δικών τους για τα βασανιστήρια και τα δράματα που δοκίμασαν εκείνοι, ώσπου να φτάσουν στην υπογραφή, θα τις επηρεάσουν.

Οι γυναίκες αναμετρούν την κόλαση που τους διηγήθηκαν οι δικοί τους, μα μένουν ορθές. Λιγοστές είναι οι απώλειες.

30 του Γενάρη 1950. Αξημέρωτα ακόμα τις ξυπνούν τα σφυρίγματα και τα ουρλιαχτά των αλφαμιτών που ζώνουν τις σκηνές τους. "Ολες έξω"! Ουρλιάζουν, βρίζουν και βλαστημούν. "Εμπρός για το θέατρο". Ολες έξω. Σπρώχνουν, κλοτσάνε, όποια τύχει μπροστά τους. Αγουροξυπνημένο το κυνηγημένο ανθρώπινο κοπάδι φτάνει στο υπαίθριο θέατρο και σωριάζεται κατάχαμα στην παγωμένη γη. Γριούλες, μωρομάνες με τα παιδάκια τους, νέες κοπέλες.

Τα μεγάφωνα ξερνούσαν τις διαταγές του Παπαγιαννόπουλου και του Ιωαννίδη. "Φαρμακερές έχιδνες! Η μέρα που σας έταξα έφτασε", ούρλιαζε ο Παπαγιαννόπουλος. "Σήμερα, αν δεν υπογράψετε θα κλείσετε τα μάτια σας για πάντα! Χίλια γύναια δεν μπορούν να ντροπιάζουν την Ελλάδα. Σήμερα θα υπογράψετε! Είτε το θέλετε, είτε δεν το θέλετε. Ακόμα και στο φορείο. Κι αν υπάρχει φορείο για σας"...

Ο Ιωαννίδης γάβγιζε! "Εμείς δεν είμαστε ανθρωπιστές. Είμαστε κτήνη και θα σας εξοντώσουμε με όλα τα μέσα...".

Οι ένοπλοι αλφαμίτες που τις είχαν κυκλώσει ολόγυρα περιμένουν τις διαταγές του Παπαγιαννόπουλου, για να δράσουν.

"Πιστά παιδιά της Ελλάδας" - είπε ο Παπαγιαννόπουλος προς τους αλφαμίτες. "Σας τις παραδίνω. Κανονίστε τες, σύμφωνα με τις γνωστές διαταγές. Εχουμε χιλιάδες νεκρούς. Χιλιάδες θύματα. Αυτές φταίνε. Ετοιμοι να εκτελέσετε τις διαταγές χωρίς οίκτο".

Καμιά γυναίκα δε σάλεψε από τη θέση της, για να υπογράψει μια δεκάλεπτη διορία για ν' αποφασίσουν οι γυναίκες να υπογράψουν "δήλωση". Τότε σηκώθηκαν οι 120 αιχμάλωτες αντάρτισσες που είχαν ακολουθήσει το στρατόπεδο από το Τρίκκερι. Οι κοπέλες αυτές, όπως είπαμε, είχαν υπογράψει δήλωση από τη Λάρισα ακόμη, μα δεν τους έδωσαν απολυτήριο. Διάλεξαν για λόγους ψυχολογικούς τούτη τη στιγμή. Για να επηρεαστούν από την ομαδική φυγή τους οι εξόριστες και να τις μιμηθούν. Ομως, καμιά γυναίκα δεν τις ακολουθεί. Ο Παπαγιαννόπουλος αφρίζει από τη λύσσα του. Αλλη φοβερή διαταγή βγαίνει από το στόμα του "Ο εθνικός στρατός παίρνει τα παιδιά από τις ανάξιες μάνες τους".

Μάνες και παιδιά σφιχταγκαλιάζονται. Παλεύουν οι αλφαμίτες που ξεχύθηκαν στο θέατρο, να ξεριζώσουν τα παιδιά από τις μανάδες τους. Τ' αρπάζουν και τρέχουν αντίπερα να τα παραδώσουν στις αντάρτισσες. "Μαμά μου! Μαμά μου! " σπαράζουν τα παιδάκια στις αγκαλιές τους, μα κείνοι τρέχουν. Ο σπαραγμός των παιδιών διαπερνάει τις καρδιές των γυναικών. Οι μανάδες τους όμως μένουν κολλημένες στο παγωμένο χώμα. Φυλάγουν κι αυτές "Θερμοπύλες". Καμιά δε σηκώθηκε να υπογράψει. Ομως μερικές θέσεις αραιώνουν... Οι γριούλες ανταρτομάνες που βρίσκονται ανάμεσά τους κατουριούνται στις θέσεις τους...

Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση! 15, 14, 13, 10, 7, 5, 4, 3, 2, 1,

Αμα θα 'λεγε μηδέν, θα 'φτανε το τέλος! Οι αλφαμίτες χιμούσαν ανάμεσα στις γυναίκες, τις τραβολογούσαν, τις άρπαζαν απ' τα μαλλιά και τις έσερναν με τη βία να υπογράψουν στο Α2. Ο Παπαγιαννόπουλος καλεί δύο εξόριστες: "Καθοδηγήτριες" τις έλεγε: Τη Βαγγελιώ Σιάντου, τη Μαρία Καραγιώργη και τις οδηγούν στην απομόνωση.

"Η προθεσμία τελείωσε", δήλωσε στις γυναίκες ο Παπαγιαννόπουλος και συνέχισε, απευθυνόμενος στους αλφαμίτες: "Προσοχή! Προσοχή! Αστυνομία Μονάδος. Στείλτε τα πολυβόλα εδώ γύρω. Ετοιμοι, χωρίς οίκτο. Χωρίς εξαιρέσεις". Οι αλφαμίτες κυκλώνουν ολόγυρα τις γυναίκες. Οπλισμένοι όπως είναι, ουρλιάζοντας, τις διατάζουν: "παραταχτείτε σε πεντάδες, ακολουθήστε μας". Ετοιμάζονται οι εξόριστες. Τις σπρώχνουν μέσα σε κάτι άδειες σκηνές, από 40 σε κάθε σκηνή. Ορθιες, στριμωγμένες, καρτερούν το μοιραίο...

Κι αρχίζει το μαρτύριο... Αλφαμίτες οπλισμένοι με βούνευρα, μπαμπού, μαστίγια, συρματόσχοινα, ορμούν σε κάθε σκηνή, αρπάζουν μια γυναίκα, την τραβούν στο κέντρο της σκηνής και ρωτούν: "Θα κάνεις δήλωση": "Οχι", απαντά η κοπέλα. Τότε αρχίζει ο βασανισμός. Ο χασισωμένος αλφαμίτης χτυπά με λύσσα, όπου τύχει. Κραυγές πόνου ακούγονται ωσπου, ύστερα από λίγο, η κοπέλα σωριάζεται λιπόθυμη. Συνεργείο των πρώτων βοηθειών έρχεται, παραλαβαίνει την κοπέλα και την οδηγεί στην σκηνή "αναρρωτήριο". Οι βασανιστές προτιμούν να βασανίζουν νέες κοπέλες. Τα νιάτα θέλουν να εξοντώσουν.

Σκηνές βαρβαρότητας και αγωνιστικού μεγαλείου εναλλάσσονται σε κάθε σκηνή. Η Βαγγελίτσα Σκευοφύλακα, μια 17χρονη κοπέλα κραυγάζει από τη σκηνή της, σακατεμένη, όπως είναι από τον αλφαμίτη Κατσιμίχα: "Βαράτε φασίστες, βαράτε σκυλιά. Δεν αποκηρύσσω το αίμα του αδελφού μου".

Η Μυρσίνη, μόλις ο αλφαμίτης παράτησε λιπόθυμη τη χτυπημένη συντρόφισσά της Χρυσούλα, και πετάχτηκε έξω να πάρει καινούρια δύναμη, έτρεξε κοντά της, έσκυψε πάνω της, έτριβε τα παγωμένα χέρια της και την παρακαλούσε: "Ανοιξε τα μάτια σου Χρυσούλα μου!. Ξύπνα Χρυσουλάκι μου!"...

Ξαναμπαίνοντας μέσα ο δήμιος, απλώνει τη χερούκλα του, την αρπάζει από τα μαλλιά, τη σηκώνει ορθή και τη σέρνει στη μέση της σκηνής: "Μπρος, 'τοιμάσου τώρα να τις φας εσύ, για να μάθεις να παρηγορείς". (Το συνεργείο το πρώτων βοηθειών είχε πάρει τη Χρυσούλα). Τέντωσε το κορμί της η Μυρσίνη, τίναξε πίσω το ωραίο της κεφάλι με τα κατάμαυρα κυματιστά μαλλιά και τα πελώρια έντρομα μάτια. Στάθηκε αγνάντια του αυστηρή, επιβλητική, αγέρωχη σαν Νέμεση και τον βομβάρδισε με τη λεβεντιά της: "Χτύπα, βρε, χτύπα! Ολα τα 'χασα... Δεν έχω τίποτα πια. Τρεις λεβέντες, τ' αδέλφια μου, μου τα σκοτώσατε! Χτύπα!" Και με τα χέρια της ξεκούμπωσε το παλτό της κι έδειξε λεύτερο το στέρνο της. "Χτύπα λοιπόν!", ξανάπε με περιφρόνηση και οργή. Ο δήμιος κατέβασε το κεφάλι και χάθηκε από τη σκηνή.

Οι λιγοστές γριούλες που βρίσκονταν σε κάθε σκηνή, οι ανταρτομάνες δεν άντεχαν να βλέπουν τις κοπέλες να βασανίζονται και να σακατεύονται. Κι ακούστε τι σοφίστηκαν: Σήκωναν τις φαρδιές φούστες τους και τις έκρυβαν από κάτω τους.... το φως αντιμάχονταν το σκοτάδι κείνη τη νύχτα στο Μακρονήσι. Πολλές οι σακατεμένες εξόριστες, οι βασανισμένες, οι τρελές. Γέμισε η σκηνή - αναρρωτήριο. Μα δήλωση δεν κάνει καμιά. Οι βασανιστές τότε αναγκάζονται να επιβάλουν και νέο υποχρεωτικό επισκεπτήριο. Στις 4 το απόγευμα καλούν πάλι τους αναμορφωμένους για μεγαλύτερη κι αποτελεσματικότερη πίεση πάνω στις γυναίκες. Μα και τούτο δε φέρνει τ' αποτελέσματα που περιμένανε.

Ερχεται η νύχτα, τα μεγάφωνα ουρλιάζουν. Πρέπει να σκεπάσουν τα βογκητά και τις οιμωγές των βασανισμένων. Η νύχτα είναι μεγάλη, παγερή, ατελείωτη, γεμάτη πόνο, βογκητά και μαρτύριο.

Ξημερώνει η 31η Γενάρη 1950. Η μέρα είναι συννεφιασμένη, παγερή. Κάθε σκηνή αγνοεί το τι συμβαίνει. Πόσες είναι οι χτυπημένες, οι ανάπηρες, οι τρελές. Πόσες απόμειναν όρθιες;

Πρωί - πρωί τις καλούν με τις σφυρίχτρες τους σε προσκλητήριο και μετά ρόφημα. Και βγαίνουν από τις σκηνές τους οι όρθιες να παραταχθούν στη γραμμή, όπως διατάσσονταν. Η γραμμή απλώνεται σε μάκρος... 600. Είναι οι νικήτριες της μακρονησιώτικης κόλασης. Τα διδάγματα της Ηλέκτρας, της Σταθοπούλου, της Ηρώς, της Ξανθούλας, της Ισμήνης, της Λεβέντη κι όλων των άλλων επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών - μαρτύρων, ζουν ολοζώντανα στο νου και την καρδιά τους.

Αύριο το 6ο μέρος

Μακρόνησος 1950: Από τις ελάχιστες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν κρυφά κ

Μακρόνησος 1950: Από τις ελάχιστες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν κρυφά και διασώθηκαν

Διόρθωση

Στο χτεσινό μέρος του αφιερώματος "Στρατόπεδα γυναικών", εκ παραδρομής το όνομα του "διαφωτιστή της διοίκησης" αναφέρεται ως Πούλου, ενώ το σωστό είναι Πούλος. Ο διοικητής, ταγματάρχης Μαγκριώτης, αναφέρεται ως Ριμινέτης ενώ το σωστό είναι Ριμινίτης, δηλαδή απο την ταξιαρχία Ρίνινι. Ο επικεφαλής της επιτροπής του ΟΑΜ Αναγνωστόπουλος αναφέρεται ως ταγματάρχης, ενώ ήταν συνταγματάρχης.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ