Με Επερώτηση που κατέθεσαν 9 βουλευτές του, το ΚΚΕ καταγγέλλει την αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις για μια άλλη οικονομική πολιτική, προς όφελος των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων
Αυστηρή κριτική στην οικονομική πολιτική μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων ασκεί το ΚΚΕ, με σχετική Επερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή 9 βουλευτές του Κόμματος. Οι επερωτώντες βουλευτές του ΚΚΕ, στιγματίζουν το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία και εφαρμόζουν "γαλαζοπράσινες" πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας, σημειώνοντας πως αυτές οι πολιτικές, που αυξάνουν τις παροχές και τα προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο, έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε επιχειρηματικό και φορολογικό παράδεισο γι' αυτούς, ενώ καταγγέλλεται η κυβέρνηση για την εισοδηματική της πολιτική και τη φορομπηχτική της πρακτική σε βάρος των εργαζόμενων και των συνταξιούχων.
Την Επερώτηση, που απευθύνεται στους υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας - Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπογράφουν οι βουλευτές του ΚΚΕ Μήτσος Κωστόπουλος, Μπάμπης Αγγουράκης, Νίκος Γκατζής, Αχιλλέας Κανταρτζής, Στρατής Κόρακας, Μαρία Μπόσκου, Βαγγέλης Μπούτας, Σταύρος Παναγιώτου, Αποστόλης Τασούλας.
Το πλήρες κείμενο της Επερώτησης είναι το ακόλουθο:
Οι κυβερνήσεις της χώρας μας εφευρίσκουν ολοένα και νέους τρόπους για να αυξήσουν τις παροχές προς το μεγάλο κεφάλαιο, για το οποίο έχουν δημιουργήσει έναν επιχειρηματικό και φορολογικό παράδεισο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να πετυχαίνει και νέα ρεκόρ υπερκερδών. Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, προβάλλοντας διάφορα προσχήματα, και τώρα στο όνομα της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και της σύγκλισης των οικονομιών, εφαρμόζουν μια σκληρή εισοδηματική πολιτική λιτότητας, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες στα εισοδήματα των εργαζομένων, των ανέργων και των συνταξιούχων, επιδίδονται σε μια άγρια φορομπηχτική επιδρομή στα ήδη πενιχρά εισοδήματά τους και ταυτόχρονα συμπιέζουν αφόρητα τις κοινωνικές δαπάνες. Μάλιστα, η σημερινή κυβέρνηση Σημίτη εφαρμόζει τη σκληρότερη εισοδηματική - φορολογική πολιτική των τελευταίων χρόνων, ενώ οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες προαναγγέλλουν πρωτοφανείς περικοπές των κοινωνικών δαπανών.
Τα μεγέθη είναι χαρακτηριστικά: Ακόμα και με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς οι απώλειες των εισοδημάτων - έστω και μόνο για την περίοδο από την κατάργηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) μισθών και συντάξεων (1990) μέχρι σήμερα - είναι πελώριες, ενώ οι σχετικοί αριθμοί αποτυπώνουν μια περίπου εφιαλτική κατάσταση:
Στις απώλειες αυτές, οι οποίες υπολογίζονται στους βασικούς μισθούς και συντάξεις, πρέπει να προστεθούν οι απώλειες των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και των επιδομάτων άδειας ή τα υπόλοιπα επιδόματα που καταβάλλονται στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, καθώς και οι αρνητικές συνέπειες στα εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων από την υποτίμηση της δραχμής.
Οι μισθοί των εργαζομένων αντιστοιχούν πραγματικά στους μισθούς του 1982! Ποτέ άλλοτε η εργασία δεν ήταν τόσο φτηνή στη χώρα μας, όσο τα τελευταία χρόνια. Το κόστος εργασίας στη βιομηχανία αντιπροσωπεύει το 17% του κόστους ανά μονάδα προϊόντος, ενώ στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι περίπου 33%. Αποδείχτηκε μύθος ότι η μείωση των μισθών θα κάνει ανταγωνιστική την οικονομία. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης μεγάλωσε. Τεράστια ποσά έχουν συγκεντρωθεί στα χέρια της οικονομικής ολιγαρχίας. Μόνο οι καταθέσεις τους στις τράπεζες του εξωτερικού έχουν ξεπεράσει τα 3,5 τρισ. δρχ., ενώ αμύθητα είναι τα ποσά που διαθέτουν για κερδοσκοπία μέσω των ομολόγων ή του Χρηματιστηρίου, επιτυγχάνοντας έτσι νέα μεγαλύτερα κέρδη κ.ο.κ.
Την ίδια ώρα πάνω από το 20% του λαού "ζει" κάτω από το όριο φτώχειας. Αυτή την κατάσταση την επιβεβαιώνει όχι μόνο η καθημερινή πραγματικότητα, αλλά ακόμα και οι επίσημοι (κατασκευασμένοι) αριθμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτές τις αλήθειες.
Οι συνταξιούχοι υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες που προκαλεί η εφαρμογή των αντιασφαλιστικών νόμων της κυβέρνησης της ΝΔ, με τους οποίους καταργήθηκε η ΑΤΑ και στις συντάξεις, αποσυνδέθηκε η κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ από το κατώτατο μεροκάματο του ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό κάθε φορά οριζόταν από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), ενώ οι όποιες αυξήσεις στις συντάξεις των συνταξιούχων δημόσιων υπαλλήλων κυμαίνονταν πολύ κάτω από τον πληθωρισμό. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, παρά τις περί του αντιθέτου προεκλογικές εξαγγελίες, συνέχισαν ουσιαστικά την πολιτική της ΝΔ. Το επίδομα ελεημοσύνης, το λεγόμενο ΕΚΑΣ, στο οποίο εξαντλείται το "κοινωνικό πρόσωπο" της κυβέρνησης, μόνο οργή και αγανάκτηση προκαλεί στους εκατοντάδες χιλιάδες μικροσυνταξιούχους.
Αλλά και η αντιμετώπιση των ανέργων όλα αυτά τα χρόνια - στη διάρκεια των οποίων η ανεργία ανεβαίνει διαρκώς και βρίσκεται σήμερα σε πρωτοφανή ύψη - είναι απαράδεκτη: Οι προϋποθέσεις και η διάρκεια της επιδότησης, καθώς και το ύψος των επιδομάτων δεν ανταποκρίνονται σε καμιά περίπτωση στην οφειλόμενη κοινωνική αλληλεγγύη και είναι πολύ πιο πίσω από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις που ισχύουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Εξάλλου, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και του αφορολόγητου ποσού από το 1993 μέχρι σήμερα (με εξαίρεση ένα ελάχιστο 5% αύξηση της κλίμακας πέρσι) και η κατά 70% περίπου αύξηση του τιμαρίθμου το ίδιο διάστημα, έχει φορτώσει νέα φορολογικά βάρη, προκαλώντας την αντίστοιχη μείωση του εισοδήματος της μεγάλης πλειοψηφίας των μισθωτών και των συνταξιούχων. Κι όλα αυτά συμβαίνουν όταν η φοροδιαφυγή και η φοροκλοπή κύρια του μεγάλου κεφαλαίου και η θεσμοθετημένη φορολογική ασυδοσία του, τα φαινόμενα του παράνομου πλουτισμού, του παρασιτισμού και της παραοικονομίας έχουν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Αποτελούν βάναυση πρόκληση προς τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και γενικότερα τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα που μόνοι τους καλούνται να σηκώσουν τα βάρη μιας αντιλαϊκής πολιτικής, ενός άδικου φορολογικού συστήματος, που μαζί με όλα τα άλλα διατηρεί μια τρομακτικά μεγάλη (65%) αναλογία έμμεσων φόρων, που κυριολεκτικά ληστεύουν το εισόδημα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι πληρώνουν περισσότερο από το 60% και των άμεσων φόρων.
Τη σχεδόν απελπιστική αυτή κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει η περικοπή των κοινωνικών δαπανών, τα νέα βάρη που όλο και περισσότερο φορτώνει στο λαό η Πρωτοβάθμια και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση κατ' επιταγή της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ακρίβεια σε βασικά είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης κλπ.
Το ΚΚΕ πιστεύει ότι η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο. Πρέπει να χαραχτεί μια διαφορετική οικονομική πολιτική μέσα από τον προϋπολογισμό, που θα ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και συνταξιούχων.
Ωστόσο, αντί γι' αυτό, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, αλλά και δηλώσεις των αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων, η κυβέρνηση σχεδιάζει για το επόμενο έτος μια εισοδηματική πολιτική για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους ακόμα πιο σκληρής λιτότητας, που περιλαμβάνει τη μη καταβολή διορθωτικού ποσού για φέτος (!), τη χορήγηση για ολόκληρο το επόμενο έτος "αυξήσεων" του ύψους του... 2% και μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
Τα μέτρα αυτά, που παίρνονται στο όνομα της ΟΝΕ και κινούνται στα πλαίσια του περιβόητου Προγράμματος Σύγκλισης θα οδηγήσουν σε ακόμα δραματικότερη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων. Οι απώλειες θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τις φημολογούμενες μειώσεις κάποιων φόρων, που η κυβέρνηση προπαγανδίζει αγωνιωδώς, αφ' ενός για να εμφανιστεί "φιλολαϊκή", μετά το ηχηρό ράπισμα που υπέστη στις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές και αφ' ετέρου για να εμφανίσει μείωση του πληθωρισμού και βήματα προσαρμογής στα ονομαστικά κριτήρια του Μάαστριχτ.
Για να προστατευτεί το εισόδημα των εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, όσο και των συνταξιούχων του ΙΚΑ, του Δημοσίου, αλλά και του ΝΑΤ, του ΤΕΒΕ, του ΤΣΑ, το ΚΚΕ προτείνει να παρθούν άμεσα τα παρακάτω μέτρα:
Για την οικονομική ανακούφιση των εργαζομένων και συνταξιούχων απαιτείται:
Παράλληλα, απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων για τη φορολογική ελάφρυνση των μισθωτών και των συνταξιούχων: