"Ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται", λέει πολύ σωστά μια ελληνική παροιμία. Και πραγματικά ο έρωτας μεταξύ του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος της χώρας και του πανίσχυρου καρτέλ της ευρωπαϊκής και διεθνούς αυτοκινητοβιομηχανίας είναι τόσο σφοδρός που είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να κρυφτεί.
Σε στιγμές που η φιλολογία για την έκρηξη, που αναμένεται στην αγορά των ΙΧ, λόγω της κατάργησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, οι προβληματισμοί και οι σκέψεις γύρω από την πορεία, που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα και τις μεθοδεύσεις των κυβερνώντων στο όλο θέμα, αποκτά μια ξεχωριστή σημασία, μάλλον σοβαρότερη από την περιβόητη μείωση των τιμών στα ΙΧ κατά 5%. Μια απόφαση που επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του επόμενου χρόνου, αλλά η παρέμβαση των εισαγωγέων την Πέμπτη το βράδυ και το προβαλλόμενο εκ μέρους τους επιχείρημα ότι σε μια τέτοια περίπτωση η αγορά θα "παγώσει" για δύο τουλάχιστον μήνες, συνέτισε τους κυβερνώντες, οι οποίοι θέτουν σε άμεση εφαρμογή την κατάργηση του Ειδικού Φόρου.
Μόνο κατά τη δεκαετία του '90, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν απ' όλες τις κυβερνήσεις, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των αυτοκινητοβιομηχανιών και του εμπορικού κυκλώματος που δρα στην Ελλάδα, ενέχουν όλα τα στοιχεία του σκανδάλου. Ο ρόλος του αστικού κράτους στη διατήρηση της υψηλής κερδοφορίας των βιομηχανιών αυτοκινήτων, αλλά και των εμπορικών αντιπροσώπων, υπήρξε καταλυτικός. Οι παρεμβάσεις ξεκινούν το 1990(κυβέρνηση Μητσοτάκη και υπουργοί Οικονομικών πρώτα ο Παλαιοκρασσάς και στη συνέχεια ο Μάνος), η οποία εξαγγέλλει και προωθεί σχέδιο απόσυρσης παλιών αυτοκινήτων και αγορά νέων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας με ευνοϊκούς όρους. Στη συνέχεια πάλι ο Στ. Μάνος (ο οποίος, όσο ήταν υπουργός δεν έκρυβε την πολύ μεγάλη του συμπάθεια για το χώρο) προχωρεί δύο φορές, πρώτα, το 1992 και μετά το 1993, σε μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης των επιβατικών αυτοκινήτων. Μετά τους "γαλάζιους" διαχειριστές, έρχεται η σειρά των "πράσινων", οι οποίοι αποδεικνύονται το ίδιο ένθερμοι και πιστοί φίλοι του ιδιωτικού αυτοκινήτου. Ολο το 1997 τα υπουργεία Οικονομικών και ΥΠΕΧΩΔΕ συνεργάζονται, για να προωθήσουν από κοινού νέο σχέδιο απόσυρσης παλαιών αυτοκινήτων, ώστε να τονώσουν κάπως την αγορά που είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημεία κάμψης. Τελικά, τα σχέδια εγκαταλείπονται προσωρινά τουλάχιστον, ελέω... πληθωρισμού. Επειδή, η κυβέρνηση πρέπει να πιάσει τους ονομαστικούς δείκτες του Μάαστριχτ, ώστε να ενσωματωθεί το ελληνικό κεφάλαιο στο στενό πυρήνα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, ορισμένα κυβερνητικά σαϊνια σκέφτηκαν, ότι θα ήταν προτιμότερο να αντικαταστήσουν τις αποσύρσεις αυτοκινήτων, με τη μείωση του ειδικού φόρου των αυτοκινήτων, ώστε να μειωθεί, με τον τρόπο αυτό, ο πληθωρισμός.
Η δεκαετία του '90 ξεκίνησε με την εφαρμογή του περίφημου σχεδίου απόσυρσης των παλιών αυτοκινήτων συμβατικής τεχνολογίας. Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης της ΝΔ, που προώθησε την απόσυρση, ήταν ότι με τον τρόπο αυτό θα γίνει "καθαρή" η Αθήνα και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα. Σήμερα, φυσικά, ξέρουμε ότι τα επιχειρήματα αυτά ήταν μια καλοστημένη απάτη. Η απόσυρση παλιών αυτοκινήτων διάρκεσε τρία χρόνια από το 1991 έως και το 1993. Για κάθε παλιό αυτοκίνητο που αποσυρόταν ο κάτοχός τους έπαιρνε ένα κουπόνι, όπου αναγραφόταν η εκτιμώμενη αξία τού προς απόσυρση αυτοκινήτου. Το κουπόνι αυτό μπορούσε να το συμψηφίσει με την αξία του νέου αυτοκινήτου που θα αγόραζε. Το υπουργείο Οικονομικών, επίσης, έδωσε απαλλαγή για 5 χρόνια στα τέλη κυκλοφορίας. Από έναν πρόχειρο υπολογισμό μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι το μέτρο της απόσυρσης "σήκωσε" την αγορά με 150 χιλ. περίπου νέα αυτοκίνητα πέραν αυτών, που ούτως ή άλλως θα είχαν αγοραστεί κάτω από φυσιολογικές συνθήκες. Από 131,5 χιλ. αυτοκίνητα που πουλήθηκαν το 1990, το 1991, οι πωλήσεις αυξήθηκαν σε 176,2 χιλιάδες το 1992 έχουμε τον αριθμό ρεκόρ 205,5 χιλιάδες αυτοκίνητα και το 1993 152,8 χιλιάδες αυτοκίνητα. Με μέτριους υπολογισμούς οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι εμπορικοί τους αντιπρόσωποι την τριετία 1991 - 1993 μοιράστηκαν έναν επιπλέον τζίρο 500 - 600 δισ. δραχμές, για να κάνουν την Ελλάδα "καθαρή". Τα λεφτά τα πήραν, η Ελλάδα όμως συνέχισε να είναι ακάθαρτη όπως και η πολιτική της τότε κυβέρνησης της ΝΔ, που προώθησε τα συμφέροντα των αυτοκινητοβιομηχάνων.
Το 1993 έχουμε νέα κρατική παρέμβαση στο θέμα του φορολογικού καθεστώτος των αυτοκινήτων από τον... υπερφιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών Σ. Μάνο, ο οποίος κατά τα άλλα είναι ακραιφνής οπαδός του καθαρού ανταγωνισμού που πλήττεται από τον... κρατικό εναγκαλισμό. Με τον ν.2093 προχωρεί σε μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης για αγορά καινούριων αυτοκινήτων που ίσχυαν από το 1976. Οι ειδικοί φόροι μειώνονται δραστικά μέχρι 25 ολόκληρες μονάδες. Ετσι, ο ειδικός φόρος για την αγορά ενός αυτοκινήτου 600 - 900 κ. ε μειώνεται από 30% της εργοστασιακής αξίας σε 10%. Για τα αυτοκίνητα μεταξύ 1.401 - 1.600 η μείωση είναι από 43% στο 25% και για αυτοκίνητα 2001 κ. ε και άνω από 100% σε 75%.
Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο έγιναν οι μειώσεις αυτές είναι αρκετά διασκεδαστικός. Ηταν τέλος Αυγούστου του 1993, όταν τα σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται απειλητικά πάνω από την κυβέρνηση της ΝΔ γεγονός που πυροδοτούσε φυγόκεντρες αντιστάσεις. Ενώ ο τότε υπουργός Στ. Μάνος έλειπε σε ολιγοήμερες διακοπές στην Αλόννησο, βρίσκει ευκαιρία ο "λαϊκιστής" υφυπουργός του Γιατράκος, να έλθει σε επαφή με τους εμπορικούς εκπροσώπους αυτοκινήτων και συζητούσε μαζί τους διεκπεραίωση αιτημάτων του κλάδου. Τον προλαβαίνει όμως στη στροφή ο Μάνος (ο οποίος συνέχισε να βρίσκεται στην Αλόννησο) και δίνει τηλεφωνική εντολή να προωθήσουν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο των μειώσεων του Ειδικού Φόρου. Αυτά γίνονταν τις ημέρες που στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών βρισκόταν ο άνθρωπος, που καταγγέλλει σήμερα σε όλους τους τόνους τις κρατικές παρεμβάσεις. Σε κυβερνητική ανακοίνωση που εξέδωσε τότε την 1η του Σεπτέμβρη έκανε λόγο για "ελαφρύνσεις" τιμών στα αυτοκίνητα μεταξύ 400 χιλ. δραχμών για τα μικρού κυβισμού μέχρι 900 κ.ε. μέχρι 2 εκατομ. δραχμές για αγορά αυτοκινήτων 2001 κ.ε και άνω.
Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, προσέφυγε σε πρόωρες εκλογές τις οποίες και τελικά έχασε. Τώρα, η καταδικασμένη από τις πρόσφατες νομαρχικές και δημοτικές εκλογές κυβέρνηση, προχωρά στη νέα ρύθμιση με τους ειδικούς φόρους στα ΙΧ. Οχι, βέβαια, για να ευνοήσει κατά 200-300 χιλιάδες δραχμές κάποιον που δίνει 4 εκατομμύρια, για να αποκτήσει αυτοκίνητο, αλλά για δύο άλλους λόγους. Πρώτον, προκειμένου να εναρμονιστεί με τις εντολές της ΕΕ που, προκειμένου να ενισχυθούν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, απαγορεύει την επιβολή ειδικών φόρων στα ΙΧ και δεύτερον, προκειμένου να κερδηθούν κάποιοι πόντοι στη στατιστική αντιμετώπιση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡ