ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 9 Μάρτη 2000
Σελ. /40
Μύθοι και πραγματικότητα για τη «μετά- ΟΝΕ εποχή»

Οι αριθμοί της  «Ευρωστάτ» αποκαλύπτουν τα ψεύδη της κυβερνητικής προπαγάνδας. Ελλάδα: η φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με τις μικρότερες κοινωνικές δαπάνες.

Παπαγεωργίου Βασίλης

Το σύνθημα της «μετά - ΟΝΕ εποχής» είναι παραπλανητικό για πολλαπλούς λόγους. Κατ' αρχήν η Ελλάδα συμμετείχε πλήρως στο «πρώτο στάδιο» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ (1990 - 1994), και ας ξεχνούν κάποιοι τον «παράδεισο του 1992» εφήρμοσε κατά γράμμα τις σκληρές επιταγές του «δεύτερου» μεταβατικού, «σταδίου» (1994 - 1998), που έσπειρε κοινωνικά συντρίμμια σ' ολόκληρη την ΕΕ, απέτυχε, με ευθύνη των κυβερνώντων, την ένταξη στο «τρίτο στάδιο», που άρχισε την 1/1/1999 και με επιπλέον ανθρωποφαγικό κόστος επανένταξης, επανέρχεται από την 1/1/2001 εξουθενωμένη οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά.

Φτωχή και συνεχώς φτωχότερη

Η Ελλάδα το 1990 δεν ήταν η πιο φτωχή της ΕΕ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Κομισιόν (EUROSTAT), το 1990 με μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο αναφοράς πλούτου, σε ΑΕΠ, το 100, οι τέσσερις πιο φτωχές «χώρες συνοχής» της ΕΕ ήταν η Πορτογαλία (56), η Ελλάδα (63), η Ιρλανδία (68) και η Ισπανία (73) με πιο πλούσιο το Λουξεμβούργο (141), τη Γερμανία (115) και τη Γαλλία (112). Το 1999 η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής: η Ελλάδα είναι το πιο φτωχό κράτος - μέλος της ΕΕ με 67, η Πορτογαλία ανέβηκε στο 75, η Ιρλανδία έκανε τεράστιο άλμα στο 112 και η Ισπανία προχώρησε στο 82. Είναι σαφές, ότι για το πιο βασικό αποδεικτικό στοιχείο ανάπτυξης, αυτό του «εθνικού» ΑΕΠ, η Ελλάδα όχι μόνο είναι η πιο φτωχή χώρα, όχι μόνο φτωχαίνει κάθε μέρα και πιο πολύ, αλλά μεγαλώνει το χάσμα, όχι μόνο σε σχέση με τις πλούσιες χώρες, αλλά και σε σχέση με τις φτωχές «χώρες συνοχής».

Αυτό αναγνώρισε έμμεσα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης στην πρόσφατη επιστολή εν όψει του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας (23/24 Μαρτίου) που θα δώσει το «πράσινο φως» για τη γενικευμένη ταξική επίθεση του κεφαλαίου κατά της μισθωτής εργασίας υπό «σοσιαλφιλελεύθερη» διακυβέρνηση της ΕΕ. Οπως ομολογεί ο Κ. Σημίτης αποτελεί ζητούμενο «πώς μπορούμε να μειώσουμε το χάσμα πλούτου και ευημερίας μεταξύ των περιφερειών της Ενωσης (...) πώς αποτρέπουμε ένα αρνητικό χαρακτηριστικό, που φαίνεται να είναι έντονο στο νέο υπόδειγμα που αναπτύσσεται, δηλαδή την αύξηση των ανισοτήτων, που συνοδεύουν την αύξηση του ΑΕΠ».

Πρόκειται για δύο πρωθυπουργικές ομολογείς που ανατρέπουν, εκ των έσω, την ίδια την κυβερνητική προπαγάνδα αφού (1) αναγνωρίζεται, σαφώς, το «χάσμα ανισότητας» που έχει δημιουργήσει η δεκάχρονη ΟΝΕ του Μάαστριχτ, και (2) αμφισβητείται, σωστά, η (...) καραμέλα του Γ. Παπαντωνίου ότι δήθεν αύξηση του ΑΕΠ θα «μειώσει» τις ανισότητες, ενώ εκφράζονται, σωστά, φόβοι ότι το νέο «υπόδειγμα», η περιβόητη «νέα οικονομία» της «νέας τεχνολογίας», θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση «αυξάνοντας τις ανισότητες». Αλλά, βέβαια, ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός στα προεκλογικά μπαλκόνια, αυτή η διγλωσσία αφορά εκείνον, όχι την πραγματικότητα.

Αλλά ο δεκάχρονος απολογισμός της ΟΝΕ του Μάαστριχτ για την Ελλάδα είναι καταστροφικός και για όλους τους δείκτες σε επιμέρους τομείς. Τα στοιχεία για την καλπάζουσα ανεργία, που χρόνια τώρα δημοσιεύει ο «Ρ», μόνο τον τελευταίο καιρό, έχουν αρχίσει να γίνονται αναγκαστικά αποδεκτά από τον καθεστωτικό Τύπο, αλλά όχι και την κυβερνητική προπαγάνδα.

Ιδού το «κοινωνικό Μάαστριχτ»

Αλλά ας παρουσιάσουμε τα επίσημα στοιχεία της EUROSTAT για το σύνολο των «δαπανών κοινωνικής προστασίας» στην ΕΕ, μετρούμενα σε Μονάδες Αγοραστικής Αξίας (SPA) ανά κάτοικο, δηλαδή για το σύνολο των επιδομάτων, που πρόκειται να θιγούν την επόμενη περίοδο. Το 1990 η Ελλάδα ήταν η τρίτη τελευταία χώρα της ΕΕ σε «κοινωνική προστασία» με 2009, ξεπερνώντας την Ιρλανδία (1995) και την Πορτογαλία (1398). Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της EUROSTAT, για το 1997, η Ελλάδα οπισθοχώρησε ακόμη περισσότερο στην προτελευταία θέση με 2.912 - ελάχιστη αύξηση μέσα σε επτά ολόκληρα χρόνια - ενώ στην τελευταία θέση βρίσκεται, πλέον, μόνο η Πορτογαλία, η οποία, παρά το κόστος ένταξης στην ΟΝΕ από το 1999, υπερδιπλασίασε τις κοινωνικές της δαπάνες σε σχέση με την Ελλάδα, φθάνοντας στα 2868 Spa ανά κάτοικο. Για μια απλή σύγκριση ο μέσος κοινοτικός όρος είναι στα 5.334, ενώ εννιά κράτη - μέλη τον υπερβαίνουν, με αποκορύφωμα το Λουξεμβούργο (8.837) και τη Δανία (6.796).

Αν οι «περικοπές δαπανών» για την «κοινωνική προστασία» στην Ελλάδα ήταν τόσο δραστικές στην πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, μπορεί κανείς να φανταστεί τι πρόκειται να γίνει από δω και πέρα, όταν ο ίδιος ο Κ. Σημίτης και μάλιστα προεκλογικά κάνει λόγο για «ανασχεδιασμό μέτρων που δεν εξυπηρετούν», για «αναποτελεσματικές εξελίξεις σε θέματα μισθών, ασφάλισης και εργασιακών δικαιωμάτων», για «νέες διαστάσεις στο ζήτημα της ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης». Αν αναλογιστούμε ότι η κολασμένη δεκαετία της ΟΝΕ του Μάαστριχτ για τον εργαζόμενο λαό, ξεκίνησε με το σύνθημα «ο παράδεισος του 1992» μπορεί κανείς να δει από τώρα τις μαύρες μέρες που έρχονται, όταν, ήδη πριν την εφαρμογή των μέτρων, Βρυξέλλες και Αθήνα κάνουν λόγο για «ανάγκη μεταρρύθμισης».

Β. Γκ.


Υποψήφιοι «νομάρχες», εντολοδόχοι των Βρυξελλών

Η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ, με στρεβλή παραγωγική ανάπτυξη, με τη μεγαλύτερη φτώχεια στη Δ. Ευρώπη, με τα μεγαλύτερα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και τη μικρότερη εμπορική ισχύ, χαιρετίζεται από τους ντόπιους κυβερνώντες ως επίτευξη «εθνικού στόχου». Αυτό και μόνο το γεγονός θα αρκούσε ως τρανταχτή απόδειξη για τους περιορισμένους στόχους, τις χαμηλές προσδοκίες και τη μιζέρια της ντόπιας αστικής τάξης, που τόσα πολλά είχε επενδύσει στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, το 1981. Αν προσθέσει, κανείς, στην οικονομική παρακμή και τη γεωπολιτική εξασθένηση της χώρας, που τελεί υπό πλήρη αμερικανική εξάρτηση, χωρίς πραγματικούς Ευρωπαίους «συμμάχους», με την πρώτη κυβέρνηση, στη νεότερη ελληνική ιστορία, που συμμετείχε στο βομβαρδισμό του Βελιγραδίου, προσφέροντας «γην και ύδωρ» στην Αγκυρα, τότε η κατάσταση διαγράφεται ζοφερή.

Ο απολογισμός της ένταξης στην ΕΟΚ, το 1981, και ιδιαίτερα της «δεκαετίας Μάαστριχτ», είναι καταστροφικός για τον τόπο. Αλλά οι μέρες που έρχονται θα 'ναι ακόμη χειρότερες. Αν η χώρα δεν κατάφερε να «εκμεταλλευτεί» τις ευκαιρίες της συγκυρίας με τη λήξη του «ψυχρού πολέμου» και τη «δυτική ευδαιμονία», γίνεται φανερό ότι τώρα που τα πράγματα (...) σκουραίνουν, οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα 'ναι ακόμη πιο σκληρές και επικίνδυνες. Στα πλαίσια αυτά το κυρίαρχο προεκλογικό σύνθημα περί δήθεν «μετα-ΟΝΕ» εποχή αποτελεί βασική παραχάραξη της πραγματικότητας και ύπουλη παραπλάνηση του ελληνικού λαού και πρέπει να αποκρουστεί.

Η Ελλάδα συμμετείχε πλήρως στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ, από το 1990, πλήρωσε ακριβά τις συνέπειες της «επιτάχυνσης» και της «αναδιάρθρωσης» του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου, επανέρχεται τελευταία και (...) καταϊδρωμένη στο «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ και έχει ακόμη πιο μειωμένες δυνάμεις απόκρουσης των νέων, σκληρών, αντιλαϊκών επιταγών των Βρυξελλών για την περίοδο που έρχεται. Η χώρα, δε, συμμετείχε στις διαδικασίες «ολοκλήρωσης» του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ο δημόσιος πλούτος ξεπουλήθηκε προς το συμφέρον ολίγων, παρασιτικών ιδιωτικών συμφερόντων, η μικρο-μεσαία οικονομία που στήριζε τη χώρα διαλύθηκε, ο εργαζόμενος λαός τελεί υπό δεκαπενταετή τουλάχιστον συνεχή άγρια λιτότητα. Οι νέες «συνταγές» για το ξεχαρβάλωμα της λεγόμενης ευρωπαϊκής κοινωνικής προστασίας θα πλήξουν ιδιαίτερα τη χώρα μας, αποδεκατίζοντας τα ήδη φτωχά, άνεργα και εξαθλιωμένα στρώματα της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού. Ηδη οι εκλογές ανάδειξης του «διαχειριστή της καθημερινότητας», με την εσκεμμένη απουσία πολιτικού διαλόγου για όλα τα βασικά ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, αποδεικνύουν από μόνες τους ότι ο ελληνικός λαός δε θα αναδείξει κυβέρνηση, αλλά νομάρχες - διαχειριστές ξενόφερτων εντολών.


Βησσαρίων ΓΚΙΝΙΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ