ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Μάη 1999
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ... γυάλινη αριθμοφοβία και ο δικομματικός εμπαιγμός
  • Ακόμα και τα επίσημα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η οικονομική πολιτική που εναλλάξ εφαρμόζουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ οδηγεί σε ανακύκλωση της κρίσης που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία
  • Μόνο χάρη στην μεγάλη αύξηση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, των παρασιτικών δοσοληψιών και των τεράστιων υπερκερδών, εμφανίζεται η στατιστική αύξηση του ΑΕΠ

Ο ένας έχει αριθμοφοβία. Ο άλλος τον κατηγορεί ότι ζει στον γυάλινο κόσμο του. Και οι δυο μαζί παίζουν αδίσταχτα το δικομματικό τους παιχνίδι στην πλάτη του λαού και της χώρας. Με όπλο τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων - ψηφοφόρων και τη συσκότιση των επιπτώσεων που επιφέρουν οι επιλογές τους, επιδίδονται όλες αυτές τις μέρες σ' έναν αγώνα αθλιότητας για το ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα. Ποιος θα μπορέσει μέσα από την απροκάλυπτη κοροϊδία να υφαρπάξει ψήφους, ώστε με το τρόπαιο της εκλογικής επιτυχίας να προχωρήσει ακάθεκτος στα αντιλαϊκά του σχέδια από την επομένη των ευρωεκλογών.

Βέβαια, όπως κι αν αναλυθούν τα επίσημα στοιχεία για την πορεία της χώρας, όποιες στατιστικές αλχημείες κι αν επιστρατεύει είτε το ΠΑΣΟΚ, είτε η ΝΔ, μόνο αν κάποιος είναι τυφλός δε βλέπει το αποτέλεσμα: Και οι δύο πόλοι του δικομματισμού ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται κάθε φορά στην κυβερνητική εξουσία, υπηρετούν με απαράμιλλη πιστότητα την πολιτική εκείνη που οδηγεί την ελληνική οικονομία όλο και πιο βαθιά στο φαύλο κύκλο της κρίσης και της εξάρτησης από το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, στη συνεχή χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, στην περιθωριοποίηση ολόκληρων κλάδων της παραγωγής, στην παράδοση πλουτοπαραγωγικών εφεδρειών της χώρας στις πολυεθνικές, στον προοδευτικά μεγαλύτερο πλουτισμό μιας χούφτας εκπροσώπων της ντόπιας άρχουσας τάξης.

Για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η ιστορία αυτής της χώρας φαίνεται να ξεκινά το 1990 και χωρίζεται στο διάστημα από το 1990 μέχρι το 1993 (που στην κυβερνητική εξουσία ήταν η ΝΔ) και στα χρόνια που ακολούθησαν (από τον Οκτώβρη του 1993 μέχρι σήμερα που στην εξουσία επανήλθε το ΠΑΣΟΚ). Οι Λαλιώτηδες του "εκσυγχρονισμού" φαντάστηκαν ότι είναι εύκολο να διαγραφεί από τη μνήμη του λαού το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ - με τις διάφορες παραλλαγές των συνθημάτων του - βρίσκεται στην εξουσία από το 1981. Θέλει να ξεχαστεί ότι η - μετά την ένταξη στην ΕΟΚ - τομή στη μεταπολιτευτική οικονομική πολιτική επιχειρήθηκε από την άρχουσα τάξη το 1985, όταν μετά από τις εκλογές εκείνου του χρόνου, ο σημερινός πρωθυπουργός εφάρμοσε, ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας, το περιβόητο "σταθεροποιητικό πρόγραμμα". Ενα πρόγραμμα που για πρώτη φορά στα χρονικά απαγόρευε διά νόμου την εξέλιξη των μισθών, οδήγησε στη μεγάλη υποτίμηση της δραχμής, κατάργησε με δικαστικές αποφάσεις τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και... συσπείρωσε γύρω της μόνο τον ΣΕΒ και τους μεγαλεμπόρους.

Πασιφανή ψεύδη...

Ολα αυτά βέβαια δεν εμποδίζουν το κυβερνών κόμμα να υποστηρίζει στα διαφημιστικά του φυλλάδια ότι, "με τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έγινε πραγματικότητα η μεγάλη και θετική αλλαγή σ' όλους τους δείκτες της οικονομίας, σε όλα τα μεγέθη και τους αριθμούς (...), στην απασχόληση, την ανάπτυξη, τις κοινωνικές δαπάνες".

Στις τρεις συγκεκριμένες αναφορές υπάρχουν τρία πασιφανή ψεύδη.Καμιά απολύτως βελτίωση δεν υπάρχει ούτε στον τομέα της ανάπτυξης, ούτε στην απασχόληση, ούτε στις κοινωνικές δαπάνες. Το αντίθετο μάλιστα. Τα επίσημα στοιχεία βεβαιώνουν πως υπάρχει προοδευτικά τέτοια χειροτέρευση, που από σήμερα κιόλας - και στο βαθμό που δεν αλλάζει ριζικά η εφαρμοζόμενη πολιτική - είναι προδιαγεγραμμένη η παραπέρα αρνητική πορεία για την ελληνική οικονομία και για τους εργαζόμενους της χώρας.

Ενας από τους δείκτες που κατά κόρον αξιοποιούν οι κυβερνώντες για να δείξουν την υποτιθέμενη ανάπτυξη από την οποία σφίζει η χώρα, είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.Την εξέλιξη του ΑΕΠ, τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι υπόλοιποι απολογητές του συστήματος την παρουσιάζουν ως αποδεικτικό της εξέλιξης της οικονομίας, των προοπτικών που έχει και της εικόνας του βιοτικού επιπέδου. Η αλήθεια βέβαια είναι διαφορετική, αφού ο συνολικός δείκτης του ΑΕΠ απαρτίζεται από επιμέρους δείκτες που αλλοιώνουν την εικόνα της πραγματικής οικονομίας.Επιπρόσθετα, ακόμα και η βελτίωση αυτών των επιμέρους δεικτών δε σημαίνει σώνει και καλά βελτίωση των παραγόντων που συμβάλλουν στην ουσιαστική ανάπτυξη της οικονομίας, αφού λόγος γίνεται για τομείς οικονομικής δραστηριότητας που ενδέχεται να έρχονται και σε αντίθεση με την υπόθεση της ανάπτυξης. Για παράδειγμα στο ΑΕΠ, συνυπολογίζονται και αθροίζονται από κοινού: Η παραγωγή στις βιομηχανικές μονάδες της χώρας, αλλά και τα εισοδήματα που εισπράττουν διάφοροι μεγαλοϊδιοκτήτες από την ακίνητη περιουσία. Το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων στον αγροτικό τομέα, αλλά και τα κέρδη των τραπεζιτών, που θησαυρίζουν απομυζώντας τις λαϊκές καταθέσεις κοκ. Με δυο λόγια στον δείκτη ΑΕΠ συνυπάρχουν και η παραγωγή αγαθών και τα εισοδήματα από διάφορες παρασιτικές και κερδοσκοπικές δραστηριότητες.

Πέρα από όλα αυτά ακόμα και η αύξηση του ΑΕΠ, δε σημαίνει, κατ' ανάγκη, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.Το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων δεν εξαρτάται απο τις μεταβολές του κατα κεφαλήν ΑΕΠ. Αυτός είναι ένας στατιστικός δείκτης που αποτελεί ένα μέσο όρο,ο οποίος κρύβει, εξαφανίζει τις τεράστιες ταξικές διαφορές και ανισότητες που υπάρχουν, στην κατανομή των εισοδημάτων. Σημασία για τους εργαζόμενους έχει το πώς διανέμονται τα εισοδήματα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και πως εξελίσεται το κομμάτι που αφορά τις απολαβές τους.

...τα περι ανάπτυξης...

Εχοντας υπόψη μας αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, αν παρακολουθήσει κανείς τα επίσημα στοιχεία (πίνακας 1) για την εξέλιξη του ΑΕΠ, προκύπτει ότι:

  • Οι ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ της χώρας έχουν σαφή φθίνουσα πορεία.Είναι χαρακτηριστικό ότι (σε σταθερές τιμές του 1970) το ΑΕΠ του 1980 ήταν αυξημένο κατά 61,8% συγκριτικά με το 1970. Ολόκληρη τη δεκαετία του '90 αυξήθηκε κατά 16,9%, ενώ στη δεκαετία που διανύουμε και μέχρι το 1996, αυξήθηκε μόλις 9,9%!
  • Το ακόμα χειρότερο, για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, είναι η ίδια η διάρθρωση του ΑΕΠ.Με την πάροδο του χρόνου τα στοιχεία που συνθέτουν το ΑΕΠ, γέρνουν σταδιακά προς την πλευρά των κλάδων που δεν συνδέονται με τη διαδικασία της παραγωγής, αλλά από διάφορους τομείς των υπηρεσιών. Η πολιτική της ολοένα και μεγαλύτερης πρόσδεσης της χώρας στα πρότυπα που εξυπηρετούν οι ανάγκες των πολυεθνικών της ΕΕ και του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου, είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή, από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, συρρίκνωση των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας.
  • Ενώ το σύνολο της αγροτικής παραγωγής και της παραγωγής της βιομηχανίας της χώρας κάλυπτε το 1980 το 40,7% του ΑΕΠ, το σχετικό ποσοστό το 1996 μειώθηκε στο 34,2%.
  • Οι κλάδοι ειδικά της μεταποίησης - τα προϊόντα της οποίας εκτοπίζονται από τις αθρόες εισαγωγές κοιναγορείτικων εμπορευμάτων - από συμμετοχή 21,3% στο ΑΕΠ, "έπεσαν" στο 16,5%!
  • Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραγωγή όλων των κλάδων της μεταποίησης παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις των αρμοδίων, το 1996 κινούνταν σε χαμηλότερα επίπεδα ακόμα και από το 1980!
  • Οι κλάδοι των υπηρεσιών (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, χρηματιστηριακές πράξεις, επικοινωνίες, εμπόριο κλπ.) ανήλθαν από το 53,1% το 1980, στο 61,2% του ΑΕΠ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη των παραγωγικών υποδομών και τις από εδώ και πέρα προοπτικές.
...και βελτίωσης των λαϊκών εισοδημάτων

Η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος έχει να κάνει με το πώς μοιράζεται αυτό το ΑΕΠ. Τα κομμάτια της "πίτας", ανα κοινωνική ομάδα. Εδώ, αξιοσημείωτο του τρόπου που οι κυβερνώντες "προσαρμόζουν" ακόμα και τη στατιστική επιστήμη στην υπόθεση της συσκότισης της πολιτικής τους, είναι ότι απο το 1995 καταργήθηκε η μέτρηση που αφορούσε τη διανομή του ΑΕΠ στις διάφορες κοινωνικές τάξεις! Σύμφωνα, πάντως, με τα μέχρι τότε στοιχεία:

  • Το μερίδιο των αμοιβών των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και οι συντάξεις αποτελούσαν το 1985 το 51,6% της πίτας του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 47,9% το 1990 και το 1995 ήταν μόλις 36,4%!
  • Το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών ξεκίνησε απο το 36,4% το 1985 και χάρη των πολιτικών που εφαρμόστηκαν διαδοχικά απο τα δύο κόμματα του δικομματισμού έφτασε το 38,2% το 1990 και εκτοξεύθηκε στο 53,5% το 1995!

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει από μόνο του: Η εξέλιξη του ΑΕΠ συνολικά και οι σχετικές μεταβολές που παρατηρούνται σε επιμέρους δείκτες του, μαρτυρούν ότι είναι εντελώς αβάσιμη (στην ουσία αποτελεί χυδαία προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας και αποπροσανατολισμού των ψηφοφόρων) οποιαδήποτε εκτίμηση περί αναπτυξιακής πορείας. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί στην πραγματικότητα να παραδέρνει στις συνθήκες της κρίσης και της στασιμότητας της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ το μόνο αποτέλεσμα που είχαν οι διάφορες εκδοχές της πολιτικής λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων ήταν να αυξηθούν με πρωτοφανείς ρυθμούς τα υπερκέρδη του κεφαλαίου και τα εισοδήματα που νέμεται η ντόπια πλουτοκρατία.

Μία από τις πλέον αποκαλυπτικές και ταυτόχρονα τραγικά γλαφυρές αποδείξεις αυτής της πραγματικότητας είναι ενδεχόμενα τα στοιχεία (πίνακας 2). Σ' αυτόν φαίνονται τα ποσοστά αύξησης των επίσημων καθαρών κερδών των βιομηχάνων, και του βασικού μεροκάματου, απο το 1991 μέχρι και το 1997. Αύξηση 2.556% στα επίσημα καθαρά κέρδη, μόνο 75% στο βασικό μεροκάματο! Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε (χωρίς καν να πάρουμε υπόψη ποιος πληρώνει όλο και περισσοτερους φόρους, ποια κοινωνική ομάδα πλήττεται απο την ανεργία κοκ) τα αντίστοιχα ποσοστά αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και της Βιομηχανικής Παραγωγής, και ο πλέον αδαής βλέπει: Πρώτον το πόσο "ροκανίστηκαν" οι μισθοί απο τον πληθωρισμό, αφού η αύξηση του μεροκάματου υπολείπεται κατά 43,4 μονάδες απο την άνοδο του επίσημου πληθωρισμού. Δεύτερον, το βαθμό που οι μεγαλοεπιχειρηματίες σ' αυτό το διάστημα τσέπωσαν αστρονομικά κέρδη και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά χάρη στην αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αφού ουσιαστικά δεν υπήρχε αύξηση της παραγωγής.

Στα όρια της απάτης

Η κυβερνητική επιχειρηματολογία για την απασχόληση, ξεπερνά κάθε πρόκληση. Αγγίζει και υπερβαίνει τα όρια της απάτης. Γιατί μόνο απάτη μπορεί να χαρακτηριστεί κάθε αναφορά σε "θετικές αλλαγές" σ' αυτό τον τομέα, σε μια κοινωνία που ήδη μετράει 500.000 ανέργους και το ποσοστό ανεργίας ξεπερνά για πρώτη φορά στην ιστορία της το 13%! Ενδεικτικά από αυτή την άποψη είναι τα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδας (πίνακας 3) για την εξέλιξη της απασχόλησης στο χώρο της μεταποίησης.

Στο διάστημα που μεσολάβησε από το 1989, οι απασχολούμενοι στους είκοσι κλάδους της μεταποίησης μειώθηκαν περίπου κατά 90.000 άτομα ή ποσοστό 23,7%. Μόνο από δυο παραδοσιακούς κλάδους όπως είναι τα υφαντικά είδη και οι κλάδοι παραγωγής ρούχων και παπουτσιών εξαφανίστηκαν περί τις 50.000 θέσεις εργασίας, προς δόξαν της "ελεύθερης αγοράς" και των εισαγωγών κάθε σαβούρας που οι πολυεθνικές παράγουν σε χώρες της Ασίας και εισάγουν στη χώρα μας.

Οπως προκύπτει από τη φετινή Εκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η πορεία μείωσης των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση είναι συνεχής. Ετσι, μόνο μέσα στο 1997 οι απασχολούμενοι στη μεταποίηση μειώθηκαν κατά 10.000 άτομα (ποσοστό - 3,2% σε σχέση με το 1996), ενώ αντίστοιχη είναι και η εικόνα που σημειώθηκε και στο οκτάμηνο Γενάρη - Αυγούστου του 1998.

Η ..."κοινωνική προστασία"

Στο χώρο της λεγόμενης "κοινωνικής πολιτικής", των δημοσίων δηλαδή δαπανών που - όπως συνηθίζεται να λέγεται - έχουν κοινωνικό χαρακτήρα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέχει μια παγκόσμια πρωτοτυπία.Και ο τελευταίος Ελληνας αντιμετωπίζει καθημερινά τη συνεχή υποβάθμιση όλων των παρεχομένων υπηρεσιών, ο τομέας της υγείας νοσεί, η κοινωνική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη, οι συντάξεις μετατρέπονται σταδιακά σε επιδόματα εξαθλίωσης, αλλά η κυβέρνηση υποστηρίζει πως ..."πάμε καλά". Οι σχετικές δαπάνες μειώνονται συνεχώς, σε σχέση με το σύνολο των δημοσίων δαπανών και με το ΑΕΠ, αλλά οι "εκσυγχρονιστές" διατείνονται ακριβώς το αντίθετο. Το πώς γίνεται αυτό το έχει ήδη αποκαλύψει ο "Ρ": Επιτυγχάνεται, στη βάση της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των δαπανών αυτών! Το θέμα βέβαια δεν είναι στατιστικό. Πρόκειται για μια γενικευμένη προσπάθεια ν' αλλάξει συνολικά η αντίληψη που υπήρχε μέχρι σήμερα. Ετσι η έννοια της "κοινωνικής πολιτικής" με την οποία οι πάντες καταλάβαιναν τις δαπάνες του δημοσίου και τα κονδύλια κοινωνικού χαρακτήρα, αντικαθίσταται από τη λεγόμενη "κοινωνική προστασία". Σ' αυτό το δείκτη θα απεικονίζονται στο εξής μαζί με τις δαπάνες του δημοσίου, θα συναθροίζονται και οι αντίστοιχες δαπάνες που γίνονται από τους εργαζόμενους, από τους εργοδότες και από άλλους φορείς. Ετσι, στον κλάδο της κοινωνικής πρόνοιας για παράδειγμα, μπορεί αναλογικά να μειώνονται οι δημόσιες εισφορές, αλλά στο βαθμό που αυξάνονται οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών, ο δείκτης "κοινωνική προστασία" θα εμφανίζει άνοδο.

Απάντηση - χαστούκι στην κυβερνητική προπαγάνδα αποτελούν τα σχετικά στοιχεία για την εξέλιξη των δαπανών... "κοινωνικής προστασίας" (πίνακας 4). Οι αριθμοί τα λένε μόνοι τους όλα!

  • Αρχής γενομένης από το 1990, τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και οι δύο εκδοχές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ πορεύτηκαν με "αυτόματο πιλότο" τη συνεχή μείωση των κοινωνικών δαπανών.
  • Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμμετοχή του δημοσίου από το 33% στις αρχές της δεκαετίας πετσοκόπηκε στο 24,8%, ενώ στο βαθμό που δεν ανατραπεί η εφαρμοζόμενη πολιτική, η κατάσταση θα χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο.
  • Στον αντίποδα, η συμμετοχή των εργαζομένων με τις ασφαλιστικές και άλλες εισφορές από 19,6% το 1990, εκτοξεύτηκε στο 25,9%, μειώνοντας και από αυτή τη σκοπιά το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων.
  • Οριακή άνοδος σημειώθηκε την ίδια περίοδο και στις εργοδοτικές εισφορές.
  • Ενδεικτικό τέλος, για τη λεγόμενη "κοινωνική προστασία", είναι οι ρυθμοί που μεταβλήθηκαν αυτά τα χρόνια οι εισφορές των διαφόρων φορέων. Ετσι ενώ το σύνολο των σχετικών εσόδων αυξήθηκε κατά 271,6%, οι εισφορές των εργαζομένων αυξήθηκαν 358%, των εργοδοτών 276,1% και του δημοσίου μόλις 104,2%!

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ