ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Γενάρη 2007
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ιατρική της Εργασίας για ποιον;..

Από πρόσφατη κινητοποίηση εργαζομένων για την αντιμετώπιση των εργατικών ατυχημάτων
Από πρόσφατη κινητοποίηση εργαζομένων για την αντιμετώπιση των εργατικών ατυχημάτων
Από το 1985 έχει θεσπιστεί νομοθετικά η εργοδοτική υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών Υγείας και Ασφάλειας της Εργασίας (ΥΑΕ) στους εργαζόμενους. Σε αυτές τις υπηρεσίες, κεντρικός είναι ο ρόλος του ιατρού Εργασίας (ΙΕ), που καλείται να παρακολουθεί την υγεία των εργαζόμενων, να εντοπίζει τους παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος που συνιστούν κίνδυνο για την υγεία τους και να συμβάλει στην αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου. Είναι ο κρίκος που συμβάλλει στην αναγνώριση του επαγγελματικού χαρακτήρα μιας ασθένειας, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματική πρόληψή της.

Το θέμα της ΥΑΕ είναι σοβαρό πεδίο σύγκρουσης ταξικών συμφερόντων, που επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για την πολιτική των κομμάτων και τη στάση των συνδικαλιστικών δυνάμεων. Κι εδώ φαίνεται καθαρά ότι η πολιτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, πότε από τη θέση της κυβέρνησης, πότε από τη θέση της αντιπολίτευσης, αντιμετωπίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων με βάση το κριτήριο του κέρδους των επιχειρηματιών και όχι με κριτήριο την ουσιαστική πρόληψη και προστασία.

Εδώ και δυο δεκαετίες η Ιατρική της Εργασίας στη χώρα μας διανύει μία διαρκή «μεταβατική περίοδο». Οι ειδικοί ΙΕ είναι ελάχιστοι -λιγότεροι από 100- οι θέσεις για ειδικότητα μόλις 22 για όλη τη χώρα, με αποτέλεσμα να ειδικεύονται περίπου 4-5 νέοι ΙΕ κάθε χρόνο και η αναμονή για την έναρξη της ειδικότητας να ξεπερνάει τα 12 με 15 χρόνια. Οι υπηρεσίες Ιατρικής της Εργασίας είτε είναι ανύπαρκτες στους χώρους εργασίας, είτε περιορίζονται σε ένα ασθενικό πρωτοβάθμιο επίπεδο. Η καταγραφή και αναγνώριση των επαγγελματικών ασθενειών στη χώρα μας είναι μηδενική. Ταυτόχρονα, η εμπορευματοποίηση της υγείας προχωρά και σε αυτόν τον τομέα, αφού οι υπηρεσίες ΥΑΕ έχουν παραδοθεί στις ΕΞΥΠΠ (Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης). Δηλαδή, ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες με βασικό κριτήριο την κερδοφορία τους, μέσα από την τυπική κάλυψη και μείωση του κόστους των υπηρεσιών ΥΑΕ του εργοδότη με τον οποίο συμβάλλονται. Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, όπου μέσω μιας ΕΞΥΠΠ μοιράζονταν ερωτηματολόγια σε εργαζόμενους για να συμπληρώσουν οι ίδιοι!! το ιατρικό ιστορικό τους. Ζήτημα το οποίο αφορά την καταπάτηση του ιατρικού απορρήτου των εργαζόμενων -η συλλογή των ερωτηματολογίων «ιατρικών ιστορικών» γινόταν από τους προϊστάμενους των εργαζομένων-, την πλήρη υποβάθμιση των υπηρεσιών Ιατρικής της Εργασίας, αλλά και την προώθηση της λογικής της ατομικής ευθύνης του εργαζόμενου ακόμα και για τη συμπλήρωση του ατομικού φακέλου υγείας. Παράλληλα, «χρέη» Ιατρού Εργασίας ασκούν ανειδίκευτοι ιατροί ή ιατροί άλλων ειδικοτήτων (γυναικολόγοι, παιδοχειρουργοί ή στην καλύτερη περίπτωση παθολόγοι και πνευμονολόγοι), υποβαθμίζοντας σε μέγιστο βαθμό την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας και το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών στην εργατική τάξη. Αυτή η κατάσταση αποτελεί θλιβερή πρωτοτυπία, αφού σε καμία άλλη περίπτωση δεν μπορεί γιατρός να ασκεί δύο ειδικότητες και πολύ περισσότερο δεν μπορεί ιατρός μιας ειδικότητας να ασκεί ιατρικές πράξεις μιας άλλης ειδικότητας.

Το 2003 ψηφίστηκε νόμος (3144/2003), σύμφωνα με τον οποίο ορίστηκε μεταβατική περίοδος μέχρι το 2008, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ιατροί που «ασκούν χρέη» ΙΕ, κατέχοντας άλλη ειδικότητα, καλούνται να λάβουν συμπληρωματική εκπαίδευση ώστε να αποκτήσουν τον τίτλο του ειδικού ΙΕ και να ασκούν αυτή και μόνο αυτή την ιατρική ειδικότητα.

Η προσπάθεια για μη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης φάνηκε αμέσως μετά την ψήφισή της, γεγονός που αναδεικνύει και την κρατική ευθύνη για τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης. Η εκπαίδευση των ιατρών που θα επιθυμούσαν να λάβουν τον τίτλο του ειδικού ΙΕ παραιτούμενοι από την άλλη τους ειδικότητα, δεν έχει αρχίσει με ευθύνη της σημερινής, αλλά και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων! Παράλληλα, δεν έγινε καμία αύξηση των θέσεων για ειδικότητα ΙΕ.

Ταυτόχρονα και όχι τυχαία φυσικά, πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν είτε την παράταση (μέχρι πότε;) της μεταβατικής περιόδου, είτε την κατάργηση της μεταβατικής διάταξης και τη διαιώνιση της απαράδεκτης σημερινής πρακτικής, να ασκείται δηλαδή η Ιατρική της Εργασίας από ανειδίκευτους ιατρούς ή και ιατρούς άλλων ειδικοτήτων.

Επιπλέον, αντί να δημιουργούνται δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες δομές Ιατρικής Εργασίας στα δημόσια νοσοκομεία, προωθείται η «συνεργασία των «δημόσιων» νοσοκομείων με ΕΞΥΓΙΠ (π.χ. στο «Ασκληπιείο» της Βούλας). Με αυτό τον τρόπο η Ιατρική της Εργασίας καθηλώνεται μόνιμα σε παροχή πρωτοβάθμιων υπηρεσιών, οι ιδιωτικοποιήσεις στα «δημόσια» νοσοκομεία επεκτείνονται και σε ιατρικές υπηρεσίες (εκτός της καθαριότητας, τροφοδοσίας, συντήρησης κλπ) και η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζόμενων στα νοσοκομεία περιορίζεται στις ψευδεπίγραφες υπηρεσίες που παρέχουν οι ΕΞΥΠΠ.

Ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται από αυτή την κατάσταση;

Καταρχήν πρέπει να αναφερθεί ότι τα πρώτα συμπτώματα πολλών επαγγελματικών ασθενειών εμφανίζονται πολλά χρόνια μετά την έκθεση του εργαζόμενου στον βλαπτικό παράγοντα του εργασιακού περιβάλλοντος, ακόμα και μετά τη συνταξιοδότηση του εργαζόμενου. Παράλληλα οι επαγγελματικές ασθένειες στη χώρα μας παρουσιάζονται με την ταμπέλα «κοινή νόσος» (δηλαδή ασθένεια που οφείλεται σε διάφορους αιτιολογικούς παράγοντες και πάντως ΔΕ σχετίζεται με το περιβάλλον εργασίας). Κατά συνέπεια το κόστος των επαγγελματικών ασθενειών δεν το χρεώνεται ο εργοδότης, όπως θα γινόταν αν αυτές οι ασθένειες αναγνωρίζονταν ως επαγγελματικές, αλλά ο εργάτης - ασθενής, η οικογένειά του και το ασφαλιστικό του ταμείο, που πάλι ο ίδιος έχει πληρώσει. Αντίθετα, τα προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου και τον περιορισμό της επαγγελματικής νοσηρότητας βαραίνουν αποκλειστικά τον εργοδότη. Με στόχο λοιπόν την παραπέρα αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης κρίνεται απαραίτητη -για τις ανάγκες της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς- η μείωση των δαπανών για την πρόληψη της επαγγελματικής νοσηρότητας. Η διαιώνιση της σημερινής απουσίας της Ιατρικής της Εργασίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω επιδιώξεων.

Εξάλλου οι ανειδίκευτοι ιατροί και οι ιατροί που παράλληλα με την κύρια ειδικότητά τους θα «ασκούν και χρέη» ιατρού Εργασίας αποτελούν μια «φτηνή» επιλογή για τις διάφορες ΕΞΥΠΠ. Αυτές οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (ΕΞΥΠΠ) λειτουργώντας με βάση τους νόμους της αγοράς και στη λογική της συμπίεσης του κόστους δεν επιθυμούν να απασχολούν αποκλειστικά και μόνο ειδικούς ιατρούς Εργασίας, δεν επιθυμούν δηλαδή να αυξήσουν το κόστος πληρώνοντας γι' αυτή την εξειδικευμένη γνώση. Πολύ δε περισσότερο που σκοπός τους δεν είναι η παροχή ουσιαστικών υπηρεσιών Υγείας και Ασφάλειας της Εργασίας, αλλά ψευδεπίγραφων υπηρεσιών, που θα εξαντλούνται στη νομική κάλυψη των συμβεβλημένων επιχειρήσεων.

Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των μισθωτών επιστημόνων που εργάζονται στο χώρο της προστασίας της ΥΑΕ (ιατροί Εργασίας, τεχνικοί Ασφαλείας, νοσηλευτές Επαγγελματικής Υγείας κλπ.). Οι πρώτοι βιώνουν με τη φθορά της υγείας τους την απουσία των ιατρών Εργασίας και των υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης του Επαγγελματικού Κινδύνου και την ελλιπή εφαρμογή των μέτρων ΥΑΕ γενικότερα, τη στιγμή μάλιστα που εντείνονται οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Η επέκταση της μερικής και προσωρινής απασχόλησης, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η κατάργηση του οκτάωρου, η εντατικοποίηση της εργασίας, η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (ΒΑΕ), αναμένεται να επιφέρουν επιδείνωση των όρων εργασίας και χειροτέρευση των συνθηκών ΥΑΕ. Οι δεύτεροι καλούνται να προσφέρουν τις γνώσεις και υπηρεσίες τους υπό καθεστώς ομηρίας και διπλής εκμετάλλευσης από δύο εργοδότες (την ΕΞΥΠΠ που τους έχει προσλάβει και την επιχείρηση με την οποία αυτή συνεργάζεται), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εργασιακά τους δικαιώματα αλλά και την αποτελεσματική συμβολή τους στην πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου. Το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή (π.χ. οικονομική εξάρτηση του ΙΕ και τεχνικού Ασφαλείας (ΤΑ) από τον εργοδότη, ο ελάχιστος χρόνος απασχόλησης των ΙΕ και ΤΑ που προβλέπεται ανά επιχείρηση δεν είναι αρκετός για να καλυφθούν ούτε οι βασικές ανάγκες και ορίζεται με κριτήριο μόνο τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και όχι την ουσιαστική εκτίμηση της επικινδυνότητας, δεν έχουν θεσμοθετηθεί αποδεκτές μεθοδολογίες εκτίμησης της επικινδυνότητας κ.ά.).

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση για τη διεκδίκηση υψηλού επιπέδου υπηρεσιών Ιατρικής της Εργασίας και ΥΑΕ συνολικότερα, αλλά και για τη βελτίωση των όρων και των συνθηκών εργασίας των επαγγελματιών - επιστημόνων που εργάζονται στον τομέα της ΥΑΕ, απαιτούνται συντονισμένες αγωνιστικές πρωτοβουλίες των ιατρών Εργασίας, των τεχνικών Ασφαλείας, των νοσηλευτών Επαγγελματικής Υγείας μαζί με το ταξικό εργατικό κίνημα, για τη δημιουργία αποκλειστικά κρατικού σώματος αυτών των ειδικοτήτων (ΤΑ, ΙΕ κλπ.), ενταγμένων στα Κέντρα Υγείας τόσο για την προστασία και πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, όσο και για τον έλεγχο αυτής της δραστηριότητας. Παράλληλα με τη λειτουργία σε πρωτοβάθμιο επίπεδο απαιτείται η ανάπτυξη υπηρεσιών Ιατρικής της Εργασίας και σε δευτεροβάθμιο - τριτοβάθμιο επίπεδο, με εξειδικευμένα εργαστήρια και κέντρα αναφοράς και μελέτης της επαγγελματικής νοσηρότητας, ενταγμένες στο Δημόσιο Δωρεάν Σύστημα Υγείας. Η χρηματοδότηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και από το ασφάλιστρο επαγγελματικού κινδύνου κατά επιχείρηση και κλάδο. Στην ίδια κατεύθυνση απαιτείται αγώνας ενάντια στην εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών ΥΑΕ και κατάργηση των ιδιωτικών ΕΞΥΠΠ. Τέλος, είναι αναγκαία η υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, που να καλύπτουν ουσιαστικά τους ΙΕ, ΤΑ, νοσηλευτές Επαγγελματικής Υγείας, να αυξηθεί ο υποχρεωτικός χρόνος απασχόλησης, όπως και ο αριθμός θέσεων για την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας και να μη δοθεί καμία παράταση της μεταβατικής περιόδου για την εκπαίδευση των ιατρών που δήλωσαν ότι επιθυμούν να λάβουν τον τίτλο του ΙΕ και να ασκούν αυτή και μόνο την ειδικότητα.

Ωστόσο, για την ανατροπή της σημερινής αρνητικής κατάστασης θα πρέπει οι εργαζόμενοι να παλέψουν για την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των δυνάμεων της εργασίας για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, με κοινωνικοποιημένα τα βασικά μέσα παραγωγής και τους τομείς στρατηγικής σημασίας και κοινωνικής πολιτικής, με κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και εργατικό - κοινωνικό έλεγχο, όπου το κριτήριο δε θα είναι η κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά οι λαϊκές ανάγκες.


Του
Χρήστου ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ*
*O Χρήστος Παπάζογλου είναι ειδικευόμενος ιατρός Εργασίας, μέλος της Γενικής Γραμματείας ΟΕΝΓΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ