ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Γενάρη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Βασίλη ΛΙΟΓΚΑΡΗ

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στη λαίλαπα του πολέμου και της Κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε Θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ' αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία και εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Στο έργο του διακρίνει κανείς την πυκνότητα των γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς φλυαρίες, με γραφή πλούσια σε περιγραφικότητα, λαμπερή, παρ' όλα αυτά άμεση, καθημερινή και προσιτή στο ευρύ κοινό. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εργα του: «Συνοικισμός Χαροκόπου», «Η μάνα του καλοκαιριού», «Τι θα γίνει επιτέλους με τη μαμά;», «Το μεγάλο δίλημμα», «Αναζητώντας το χαμένο γάτο» (μυθιστορήματα).


Κάτι παιδιά «παλιόπαιδα»

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στη μεγάλη προσφυγική αυλή, με τον φαγωμένο πολυκαιρίτικο μαντρότοιχο και τις κεραμοσκέπαστες ξεφτισμένες κόκκινες στέγες, το πηγάδι στη μέση με τον ντενεκέ τον βασιλικό στο βίντζι, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να μαζευόμαστε στη σκιά του μοναδικού δέντρου, μια γέρικη ακακία, ιδίως τα ζεστά απομεσήμερα του καλοκαιριού, όταν όλη η αυλή παραδινότανε στον ύπνο του δικαίου. Σπαταλούσαμε τον καιρό μας και σιγανοκουβεντιάζοντας, θρέφαμε αναμνήσεις για το μέλλον.

Ξυπόλυτοι, με ξεχειλωμένα κοντοβράκια, ξεφτισμένες φανελίτσες και τη γόπα κομμένη στα δύο, καλαφατίζαμε χάρτινες βαρκούλες, σκαρώναμε σαΐτες, σχεδιάζαμε φιγούρες του καραγκιόζη ή πολύχρωμους αετούς για τις αποκριές. Κάναμε μεγαλόσχημες διακηρύξεις και πικρόχολα σχόλια για τον κόσμο, τους πολιτικούς, τους κατακτητές και τους εθνοπροδότες.

Στιγμές στιγμές την πανουργία και δολιότητα των λόγων μας, αντικαθιστούσε η φλυαρία της σιωπής, η κοφτή ανάσα, τα ξεφλουδισμένα όνειρα στο στασίδι του φεγγαριού. Ακόμα δεν είχε τρυπώσει ο έρωτας στο μεδούλι μας και οι φαντασιώσεις μάς πηγαίνανε σ' άλλα πράγματα, πιο πρακτικά. Σε μια φραντζόλα άσπρο προπολεμικό ψωμί και μια γαβάθα μπιζέλια με ρίγανη και μπόλικο λάδι.

Παγιδευμένα όνειρα κι ελπίδες ξέγνοιαστων παιχνιδιών σε φαράγγια και καταράχια μέσα από κελαηδίσματα πουλιών και χλιμιντρίσματα αλόγων. Ασήκωτα λιθάρια πλήγωναν την καρδιά, τις ατέλειωτες αυτές ώρες της ανίας, με το φόβο του κατακτητή και το βλοσυρό βλέμμα του καταδότη που κάθε λίγο και λιγάκι έσουρνε τα σκυθρωπά του βήματα, έξω από την πορτάρα.

Συχνά κοιτάζαμε πέρα προς τη θάλασσα τις μακρινές γραμμές των οριζόντων και θαυμάζαμε το ηλιοβασίλεμα που βυθιζότανε στην κορυφή του Σαρωνικού σαν λυγερόκορμη πορφυρογέννητη αναδυόμενη Αφροδίτη στον αφρό. Κι ονειρευόμαστε να γίνουμε διάσημοι μια μέρα, άλλοι παίζοντας τόπι κι άλλοι τρανοί και ξακουστοί καλλιτέχνες.

***

Ο δρόμος έξω από την αυλή δεν είχε άσφαλτο. Σκόνη να σε πνίγει το καλοκαίρι και λασπουριά να σε βασανίζει τον χειμώνα. Αργά και που περνούσανε οι σακαράκες που κουβαλούσανε πέτρες απ' το νταμάρι κι ο κουρνιαχτός μεγάλωνε και τρίζανε τα τζάμια των παραθυριών.

Τζίριζε ο τζίτζικας πάνω απ' τα κεφάλια μας, ακριβώς πλάι στο κλαρί που κρεμότανε το παγούρι με το πάνινο περιτύλιγμα του πατέρα, με την ελπίδα μήπως πετάξει πιτσίλες δροσιάς στα πλαϊνά του, μέχρι το σούρουπο που γυρνώντας από τη δουλιά, ακουμπούσε στο τοίχωμα του πηγαδιού το καραφάκι με το ούζο, την ελιά, το κοτσάνι του μαρουλιού, το κλωναράκι το βασιλικό στ' αυτί και τη φλούδα απ' το δροσερό αγγούρι στο μέτωπο, χωρίς ψωμί, ψίχουλα μόνο από την μπομπότα που είχανε απομείνει στο μερτικό του.

Ο Κακλάναγας ήταν που είχε τη φαεινή ιδέα να ρίξει αλάτι στο παγούρι και όλη η παρέα επιδοκίμασε. Μάλιστα μερικοί πρότειναν να κρυφτούμε μέσα στο κοτέτσι της Νενές κι από κει αθέατοι να απολαμβάναμε το θέαμα της αντίδρασης του πατέρα, όταν θα δοκίμαζε να ξεδιψάσει με το δροσερό νερό του παγουριού. Φοβηθήκαμε όμως τον κοκκινολαίμη κόκορα που δε θα δεχότανε καμιά εισβολή στο βασίλειό του.

Ο Μπιτζίας στραβομουτσούνιασε και είπε πως όλη ετούτη η ιστορία είναι μια σαχλαμάρα κι ότι η παρέα έπρεπε να κάνει κάτι πιο εντυπωσιακό αν θέλαμε να σκοτώσουμε την πλήξη μας και περάσει πιο ευχάριστα η ώρα.

Ο Σανσάκιας πρότεινε πως πρέπει να κάνουμε επιδρομή στα καλαμπόκια των χωραφιών της Αγια-Λεούσας, να δούμε αν έχουνε κιτρινίσει και κοντεύουν να ξεραθούν οι φούντες τους, όπου νάναι μπαίνει ο Σεπτέμβρης, θ' ανοίξουν τα σχολειά και εκείνες οι υπέροχες θεόζεστες ώρες της ρέμβης και της τεμπελιάς, κάτω από την πυκνή σκιά της ακακίας, θα πάψουν να υπάρχουν.

Ο Αυτιάς είπε πως αυτό δεν ήτανε κακή ιδέα, γιατί θα μας δινότανε η ευκαιρία να κάναμε και το καθιερωμένο ντου στ' αμπέλι του Μπάρμπα - Αντρέα κάτω εκεί στα περιβόλια, που έφτιαχνε με καλάμια τα σπασμένα χέρια και πόδια των παιδιών.

Ο Ταμπανιάν είπε πως ο Μπάρμπα - Αντρέας είχε κάτι χήνες που χαλούσανε τον κόσμο, αν αντιλαμβάνονταν ύποπτες κινήσεις στ' αμπέλι και ότι είχε ένα παμπάλαιο γκρα για να πυροβολεί όχι μόνο τα σπουργίτια και τους κότσυφες που ορμούσαν πάνω στα τσαμπιά, αλλά και στα παλιοπαίδια του συνοικισμού με τις τακτικές τους επισκέψεις.

Ετσι δόθηκε η ευκαιρία στον Μελιτάρη να θυμηθεί τις φορτωμένες συκιές στον καρόδρομο του Ιλισού προς τις Τζιτζιφιές. Ο Τσικνιάς αντιπρότεινε τις συκιές του Ιταλού και του Μπότσαρη που ήτανε πιο κοντά μας.

Πάνω εκεί στις διαφωνίες μας το τι πρέπει να κάνουμε να περάσει η ώρα, υψώνοντας τη φωνή μας σαν πίδακα που εξακοντίζεται στα ουράνια, ακούγεται η αγριοφωνάρα του κυρ-Αναστάση του τραμβαγιέρη... «Σκάστε βρε μεσημεριάτικα κι αφήστε μας να ησυχάσουμε μια στάλα... πριν πάμε στη δουλιά». Τζερτζελέ εμείς, φωνές αυτός! «Σκάστε γιατί θα πάρω τη μαγκούρα...!».

Αλλο που δε θέλαμε εμείς. Αυτό έγινε αφορμή για τον γενικό μας ξεσηκωμό...! «Και τι θα μας κάνεις ρεεέ;», αντιφώνησε στο ίδιο μόρτικο ύφος ο Παράσχος...! «Τώρα και θα δείτε..!».

Και να μπροστά μας ο κυρ-Αναστάσης με τα χασεδένια σώβρακα και τ' άσπρα πιτσιλωτά του μπούτια που σμίγανε στο περπάτημα και κοκκίνιζε από συγκαή το δέρμα, με μια μαγκούρα στο χέρι να μας παίρνει το κατόπι...

Κι εδώ αρχίζει το πανηγύρι. Ουρλιαχτά και φωνές, κρυφτούλι στις γωνιές. Ξύπνησε η αυλή και βγήκανε στο δρόμο οι νοικοκυραίοι... Εσβησε η ώρα του μεσημεριού με την κρυφή γοητεία και τα μεγάλα όνειρα.

***

Προσμέναμε το σούρουπο να πάμε στα θερινά σινεμά της γειτονιάς το Κρυστάλ και τον Απόλλωνα, να φτιάξουμε τις καρέκλες στη σειρά και να δούμε τσάμπα έργο το βράδυ, ή τσάμπα νούμερα, όταν το σινεμά μετατρεπότανε σε βαριετέ για να πάμε κι εμείς ύστερα να τα παραστήσουμε στη γειτονιά.

Πρώτα ο Μπάρμπα - Σταμάτης πότιζε με το λάστιχο τα χαλίκια, τ' αγιόκλημα και την μπουκαμβίλια, που ήταν στις άκρες του σινεμά, να δροσίσει και να μοσκοβολά κι ύστερα εμείς η αλαναρία μαζεύαμε τις πεσμένες σαΐτες, τα άδεια σακουλάκια από τους πασατέμπους και τις σίμισκες κι ό,τι προγράμματα ή παλιόχαρτα ξέπεφταν.

Φαΐ δεν είχαμε χορτάσει, αλλά από κινηματογραφικά έργα είδαμε πολλά και ήμασταν πλήρως ενημερωμένοι για τους πρωταγωνιστές και τους άλλους συντελεστές της ταινίας. Διατηρούσαμε κι άλμπουμ - τετράδια δηλαδή - με φωτογραφίες ηθοποιών από αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων. Σε πρώτη θέση η έξοχη σταρ του Χόλιγουντ Ρίτα Χαίιγουορθ, η Λάνα Τάρνερ, η Αβα Γκάρτνερ, η Λωρήν Μπακώλ, η Μπέτυ Νταίηβις κι άλλες πολλές κι αμέτρητες σταρ της εποχής... `Η ο γόης της οθόνης - τότε εγώ δεν ήξερα τι θα πει οθόνη και νόμιζα πως ήταν κάποιο άλλο Χόλιγουντ - Τάυρον Πάουερ, Ερολ Φλυν, Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ρόμπερτ Ταίηλορ κ.ά. Μιμούμασταν τις κραυγές του Ταρζάν και κάναμε τ' ανάλογα πηδήματα με σχοινιά από κουρέλια στις όχθες του Ιλισού.

Ψωμί δεν είχαμε, μα τρέχαμε στις αλάνες ξυπόλυτοι, μ' ένα πάνινο τόπι από κουρέλια, κλοτσώντας στο ξεραμένο γρασίδι.

Ψωμί δε χορτάσαμε μα κυνηγούσαμε τα σπουργίτια και τα κοτσύφια με τις σφεντόνες παραβγαίνοντας στο σημάδι και σκάμμα κάναμε στου Μπότσαρη για να παραβγαίνουμε στο άλμα και το πήδημα!

***

Ο Γιορίκας της Ροβιάς έπρεπε να φύγει με το ταψί στο κεφάλι, να πουλήσει τις ταχυνόπιτες στη Στοά Φέξη και μας έλεγε πολλά και διάφορα που διαδραματίζονταν σ' αυτή την περιβόητη Στοά με τους κάθε λογής μαυραγορίτες, σαλταδόρους κι απατεώνες κι εμείς μακαρίζαμε την τύχη του και ζηλεύαμε τις εμπειρίες του. Πόσες χαρουπόπιτες θα μπορούσε να φάει; Ομως εκείνος σε ώρες πίκρας μας εξομολογήθηκε πως δεν τρώει ούτε μία. Μόνο από τις άκρες του ταψιού γλείφει με το δάκτυλο το σουσάμι. Θάπρεπε να τις χρυσοπληρώσει και τα λεφτά δεν περίσσευαν. Επρεπε να δουλέψει, να ταΐσει τα δυο μικρότερα αδέλφια του τον Κακλάναγα και τον Αχιλίκο που ήτανε κίτρινοι σαν φλουρί με πρησμένες κοιλιές και σιγολιώνανε.

Ο πατέρας του φορούσε έναν μπερέ στο κεφάλι γιομάτο ψείρες. Καθότανε ολημερίς στο κατώφλι κοιτάζοντας τον ήλιο, ψειριζότανε και σιγοτραγουδούσε ποντιακά τραγούδια. Ηθελε ο άνθρωπος να φουμάρει ένα τσιγάρο, να ντουμανιάσει ο τόπος, σέρτικο φτηνό σαν το σεκλέτι του, αλλά πού να το βρει. Πούναι ο καιρός, να μαζωχτούν κι άλλοι γείτονες τώρα που νύχτωνε νωρίς, στη μαύρη καταχνιά, να πιουν ένα κρασί κι ας έρθει η τύχη να τους χαμογελάσει κι ας έρθει κι ο χάροντας. Θα τον καλοδεχτούν και θα τον κεράσουν. Το μαγαζί ξυλείας που δούλευε είχε κλείσει και τώρα το μόνο που του απόμεινε, με θολό από την πείνα μάτι, να μετράει τις ώρες και ν' αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες στις χαμένες πατρίδες. Πιο κει είχε αφήσει το τενεκάκι του για κάθε περίσταση. Λεφτά δεν υπήρχαν, ήταν σχέτα χαρτιά, χωρίς αξία. Μια κουταλιά πλιγούρι ήταν το πιο προσιτό, το πιο αποδεκτό και το πιο ευχάριστο.

Η Ροβιά έψαχνε στ' απομεινάρια των καζανιών του συσσιτίου για λίγο χυλό. Μ' ένα κίτρινο Αχιλίκο στην αγκαλιά, που το μόνο σημείο ζωής, τα δυο ζωηρά μαύρα σαν ελιές μάτια του.

Αρρώστησε με τύφο ο Αχιλίκος και ψηνότανε στον πυρετό. Ετρεξε η αυλή με ματζούνια και βότανα να γιάνει τον Αχιλίκο. Η μάνα είδε κακό όνειρο, πως η Ροβιά είχε τρία αναμμένα κάρβουνα και σιγά σιγά το ένα το πιο μικρό έσβησε. Κακό το όνειρο, μα δε βγήκε αληθινό. Ο Αχιλίκος έζησε, μεγάλωσε κι έγινε παλικάρι.

***

Οταν ο καιρός ήταν βροχερός και φυσούσε άγριος άνεμος απ' τον βοριά και κουδούνιζαν οι φυλλωσιές του μοναδικού ευκάλυπτου της αλάνας, μαζευόμαστε στο λαγούμι που φτιάξανε οι μεγάλοι στα γκρεμισμένα και τόκαναν καταφύγιο. Υγρό και σκοτεινό, το φωτίζαμε με κερί και θάβαμε νυχτερίδες, σαύρες, σπουργίτια, και μια καθώς θυμάμαι, κουκουβάγια, που θαρρείς την ακούω ακόμα να σκούζει για τα χαμένα της κουκουβαγιόπουλα. Φτιάχναμε και ψεύτικους σταυρούς και κάναμε λιτανεία και ρίχναμε από πάνω σαπισμένα φύλλα ευκαλύπτου. Ολα με προσοχή και στην εντέλεια. Παιχνίδια που μας ταίριαζαν πολύ τις δύσκολες εκείνες μέρες. Τις μέρες της μεγάλης πείνας και του μεγάλου τρόμου. Που κοιμόμασταν με το φόβο του βομβαρδισμού και ξυπνούσαμε με τον εφιάλτη της άδειας μας κοιλιάς.

***

Πρώτη από τα κορίτσια της συντροφιάς εμφανιζότανε η περιβόητη Χαρίκλεια, που τη φωνάζαμε Χάρις, γιατί ήταν όμορφη και της άρεσε ιδιαίτερα η παρέα με τα αγόρια. Κρατούσε -συνήθως - μια κανονική φέτα ψωμί με μπελτέ και ρίγανη και ήταν η μόνη που μπορούσε να το κάνει, έτσι προκλητικά και ξεδιάντροπα μια κι ο πατέρας της - λέγανε - δούλευε στους Ιταλούς, έκανε βρώμικες δουλιές και τα κονομούσε.

Απόφευγε το παραλοϊσμένο βλέμμα των πεινασμένων παιδιών, τα κιτρινισμένα σάπια δόντια τους και τις πρησμένες τους κοιλιές με τους κρεμασμένους όρχεις που της ζητούσανε φοκορόκο (στα κορακίστικα σήμαινε φόρο) που έπρεπε να προσφέρει για να γίνει αποδεκτή στην παρέα. Κατά τ' άλλα, ήταν πολύ καταδεκτική και στοργική και δε χαλούσε το χατίρι κανενός μας. Φορούσε πάντα τσόκαρα με ξεβαμμένα κόκκινα νύχια και το ριχτό φόρεμα της μάνας της, ένα πανί ολόγυρα στο στήθος σαν στηθόδεσμο, να φαίνεται μεγάλη.

Της άρεσε να κουμαντάρει το τσούρμο τα κοριτσόπουλα που εκλιπαρούσαν τη φιλία και την αγάπη της, μήπως ευαρεστηθεί και τους προσφέρει μια μπουκιά από το ψωμί της. Ο Κακλάναγας έκανε όνειρα πως θα καταφέρει να την ξεμοναχιάσει, να της κλέψει ένα φιλί. Εκείνη όμως είχε τις προτιμήσεις της. Τον κοκαλιάρη τον Σπάρο, άλλο ζιζάνιο, μαμούνι και σκανδαλιάρη.

Κατάφερε μια μέρα να τον πείσει, να πάνε μαζί στις Τζιτζιφιές που έμενε μια θεία της. Τους χάσανε οι δικοί τους και τρέξανε στην Κομαντατούρ στην Εσπερίδων να ειδοποιήσουνε τους Ιταλούς πως χάθηκαν δυο παιδιά. Τους βρήκανε τελικά την ώρα που τσίτσιδοι βουτούσανε, ξέγνοιαστοι, στη θάλασσα.

Τη Χάρις για τιμωρία τη δέσανε σαν σκυλί έξω από το σπίτι, μη βγάλει άχνα και μην το κουνήσει, ωστόσο το ψωμί με τον μπελτέ και τη ρίγανη φορτωμένο μύγες έστεκε αφάγωτο πλάι της. Τον Σπάρο τον τιμώρησαν να μείνει νηστικός εκείνη τη μέρα. Ετσι κι αλλιώς θα έμενε νηστικός, γιατί στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο.

***

Αναπολούσαμε τη μέρα που θα φεύγαμε κατασκήνωση στην Πεντέλη με τη Φιλική Εταιρία Νέων που διηύθυνε ο αξέχαστος αρχιμανδρίτης Πυρουνάκης. Θα τρώγαμε μπόλικο πιλάφι με κριθάρι, να χορτάσει τ' αντεράκι μας. Σκουπίζαμε με το κομμάτι το ψωμί το ρύζι και το πιάτο γινότανε πεντακάθαρο.

Μας φορτώνανε στην καρότσα μιας σακαράκας γκαζοζέν. Ρίξαμε πρώτα τους μπόγους μας κι από πάνω εμείς τραγουδούσαμε «Μες στης Πεντέλης τα βουνά στα πεύκα τριγυρίζω». Τσάκα τσούκα. Τσάκα - τσούκα, δύο ώρες έκανε να φτάσει. Τότε η Πεντέλη ήτανε πολύ μακριά. Ολόρθοι και στητοί απολαμβάναμε τη διαδρομή ακουμπισμένοι στα τοιχώματα της σακαράκας - όπως ακριβώς κάναμε καβαλώντας στα τραμ - και θαυμάζαμε το τοπίο με τις ελιές και τ' αμπέλια του ακατοίκητου ακόμα αττικού χώρου.

Κωνικές σκηνές, κατάχαμε σαν τους Ινδιάνους, ανάμεσα σε κουκουναριές πεύκα, κουμαριές, σκίνα και βελανίδια. Το βράδυ γύρω-γύρω στη φωτιά κι αναπαράσταση από τις μεγαλύτερες ιστορίες περιηγητών χαμένων στη ζούγκλα που μας ενθουσίαζαν... Ηπι - ήπι και κραυγές μέσα στη νύχτα. Κυνηγοί βοϊδοκεφαλών και ελεφάντων, ταμ-ταμ ιθαγενών και δηλητηριασμένα βέλη.

Πρωί - πρωί στη μικρή πλατεία της κατασκήνωσης για την έπαρση της σημαίας. Αναφορά σκηνής. Οι αρχηγοί, οι παπάδες, οι υπεύθυνοι, μιλάγανε για μας. Για μας που ήμασταν η Νέα Γενιά. Το μέλλον και προκοπή του τόπου. Εμείς θα αναλαμβάναμε τα ηνία του αγώνα για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη. Καμαρώναμε και τραγουδάγαμε στη διαπασών τον Εθνικό μας Υμνο.

Ερχότανε κι ένας άνθρωπος που μας μάθαινε μουσική και τραγούδια... «Στην κατασκήνωση στις εκδρομές παιδιά!». Τον λέγανε Φοίβο Ανωγειανάκη. Αδυνατούλης, χλωμός, μ' ένα μαύρο μουστακάκι. Οι άλλοι γελάγανε. Εγώ τον θαύμαζα, ήξερε πολλά.

Μοναδικές ώρες ομορφιάς, μοναδικές ώρες χαράς. Ο,τι καλύτερο για μας, για τα μίζερα παιδικά μας χρόνια.

***

Τα διηγιόμαστε και τ' αναπολούμε. Τα χρόνια πέρασαν και εμείς η νέα γενιά γίναμε γενιά της ρουτίνας και του κατεστημένου. Αλλοι δεν πρόλαβαν καν να μεγαλώσουν κι άλλοι μπήκανε στο μεροκάματο και τη σκληρή βιοπάλη απ' τα εφηβικά τους χρόνια. Αυτά για κείνα τα παιδιά τα «παλιοπαίδια»... Παιδιά εμείς της κατοχής.


Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ