Το νέο σχολικό βιβλίο, στην πεπατημένη που ακολουθούσαν και τα αντίστοιχα προηγούμενα, δεν μπαίνει στη διαδικασία να εξετάσει την κοινωνική εξέλιξη από το ένα στο άλλο στάδιο, να κάνει τους μαθητές να κατανοήσουν την πραγματική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, τις αντιθέσεις και την πάλη των τάξεων. Χαρακτηρίζεται από μια αντίληψη ότι η ιστορία είναι υποκειμενική - τοπική κλπ. και δεν είναι αντικειμενική, αλλά θέμα οπτικής γωνίας. «Στόχος μας εδώ δεν είναι να δικαιώσουμε κάποιες από τις μνήμες και να περιθωριοποιήσουμε κάποιες άλλες. Είναι να λειτουργήσουμε εισαγωγικά στα ιστορικά θέματα που έχουν διχαστική δυναμική, δίνοντας μια εικόνα που δεν είναι πολωτική». Ετσι περιγράφουν στο βιβλίο εκπαιδευτικού (σελ. 13) οι συγγραφείς το στρογγύλεμα των γεγονότων και την απόκρυψη της πραγματικής ιστορίας.
Μία πρώτη ανάγνωση του βιβλίου δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτό που τελικά επιτυγχάνεται είναι το ξαναγράψιμο της ιστορίας προς όφελος όσων δεν επιθυμούν τις λαϊκές διεκδικήσεις, η ιδεολογική χειραγώγηση και η σύγχυση στα μυαλά των μαθητών.
Η επιλογή λοιπόν να παρουσιαστεί με αυτόν τον τρόπο το θέμα, έρχεται να δείξει την εχθρότητα με την οποία το περιεχόμενο του σχολείου αντιμετωπίζει τις επαναστάσεις και διεκδικήσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, σε ό,τι αφορά την ελληνική επανάσταση του 1821, συνοπτικά αναφέρονται διάφορα γεγονότα και μία παράθεση πηγών (πίνακες, επιστολές, διηγήσεις) χωρίς ο μαθητής να μαθαίνει τελικά βασικές πλευρές αυτού του κομματιού της ιστορίας, που χαρακτηρίζεται από προοδευτικές πλευρές της δράσης του λαού, την αντίσταση και βοηθά στην κατανόηση της έννοιας του δίκαιου πολέμου ενάντια στους κατακτητές.
Ετσι, η αναφορά σε μορφές όπως ο Κουντουριώτης, o Παπαφλέσσας κλπ. καταλαμβάνει μισή μόλις σελίδα, ενώ στο πνεύμα της απάλειψης των πολιτικών εκείνων στοιχείων που μπορεί - σύμφωνα με όσα διατείνονται οι συγγραφείς - να προκαλέσουν εχθρότητες, παρατηρείται μια προσπάθεια οι αναφορές σε ιστορικά γεγονότα να αντικατασταθούν από μία στροφή προς την περιγραφή της καθημερινότητας: Τη στιγμή, λοιπόν, που η αναφορά στον Θ. Κολοκοτρώνη καταλαμβάνει μια κειμενολεζάντα που με τη βία φτάνει τις 40 λέξεις, μία σελίδα αφιερώνεται αφειδώς στα «αθηναϊκά καφενεία κατά το 19ο αιώνα» (σελ. 84) ή - σε άλλο σημείο - παρατίθεται αναλυτικά το τι έφτιαχναν οι φούρνοι στην Κωνσταντινούπολη: «Τσουρέκια, καταΐφια, γαλέτες, παξιμάδια, πίτες, καρβέλια, φραντζόλες, μπουρέκια και πίτες του Χαλεπιού και της Δαμασκού, πλακούντια, φρέσκους τραγανιστούς λουκουμάδες» (σελ. 31).
Παρά τα παραπάνω, οι υπεύθυνοι για τη συγγραφή των νέων βιβλίων επιμένουν ότι στόχος του νέου βιβλίου και των διαφόρων νέων απόψεων, για την ιστορία που υπηρετεί, είναι η ανάπτυξη ιστορικής κρίσης από το μαθητή, ο οποίος στην πρώτη του επαφή με αυτή την περίοδο της ιστορίας, στην ηλικία των 12 χρόνων, γίνεται δέκτης ενός βομβαρδισμού πηγών χωρίς να έχει γνωρίσει τα γεγονότα της ιστορίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα στο οποίο αποφεύγεται η αναφορά στις έννοιες της αντίστασης και της διεκδίκησης της ελευθερίας, έρχεται στη σελίδα 106 η αναφορά στην άνοδο των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και την Ελλάδα στην εποχή του Μεσοπολέμου.
«Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει και την κοινωνία. Μεγάλος αριθμός εργατών και υπαλλήλων μένει άνεργος και οι περισσότεροι πολίτες αντιδρούν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες. Πολλά δημοκρατικά πολιτεύματα, κάτω απ' αυτήν την πίεση, σταδιακά καταρρέουν. Τα διαδέχονται δικτατορίες».
Στην Ελλάδα, η αντίστοιχη περίοδος περιγράφεται ως εξής: «Οι συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι δύσκολες. Η ανεργία, τα χαμηλά ημερομίσθια, οι ανυπόφορες συνθήκες εργασίας και η έλλειψη ασφάλισης έχουν ως αποτέλεσμα απεργιακές κινητοποιήσεις από τους εργαζόμενους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ξεσπούν κυβερνητικές κρίσεις και εκδηλώνονται στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς καταλύει το Σύνταγμα και επιβάλλει δικτατορία».
Τελικά, δηλαδή, η εντύπωση που σχηματίζεται στο μαθητή είναι ότι οι διαδηλώσεις και οι διεκδικήσεις του δίκιου των εργατών είναι που φέρνουν τις δικτατορίες και η άρχουσα τάξη, όταν δυσκολεύεται να κυβερνά κοινοβουλευτικά. Και το μήνυμα που λαμβάνει τελικά είναι να προσέξουν να μη διαδηλώνουν γιατί η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να γίνει φασισμός. Καμία αναφορά στο γεγονός ότι και τα δύο είναι μορφές πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης. Σ' αυτή τη γραμμή πλεύσης στη σελίδα που αφορά την ιστορία του εργατικού κινήματος εξαφανίζεται παντελώς το ΚΚΕ, όταν η ίδια η αστική ιστοριογραφία καταγράφει, έστω και με αρνητική κριτική, την ίδρυσή του ως σημαντικό ιστορικό γεγονός.
Αντίθετα στο πλαίσιο μιας νέας προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία ιστορία είναι και αυτό που συνέβη μόλις χτες, στο κεφάλαιο αθλητισμός (σελ. 130) ιδιαίτερη θέση κατέχουν μέσα από τις εικόνες οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 στην Αθήνα, με το όλο θέμα να προσεγγίζεται πληροφοριακά.
Μετά την εξάλειψη κάθε μορφής αντίστασης, της ισοπέδωσης των γεγονότων της ιστορίας και της σύγχυσης που δημιουργεί ο αχταρμάς που προηγήθηκε σε όλο το βιβλίο, οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στην ΕΕ. «Οι χώρες μέλη της ΕΕ προσπαθούν να χαράξουν ενιαία εξωτερική πολιτική και να λειτουργούν συλλογικά σε μια σειρά θέματα όπως η Ειρήνη, ο Πολιτισμός, το περιβάλλον» αναφέρεται στη σελ. 124 του βιβλίου, χωρίς περαιτέρω αναφορές στον οικονομικό και πολιτικό της ρόλο. Προηγουμένως έχει αξιοποιηθεί κάθε επικοινωνιακό - σημειολογικό τέχνασμα για τον εγκλωβισμό της σκέψης των μαθητών να αποδεχτούν σαν αναγκαιότητα την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση.
Το βιβλίο της Στ' Δημοτικού, λόγω και του ότι αναφέρεται σε ζητήματα νεότερης Ιστορίας, δηλαδή σχετικά πρόσφατα, έχει προκαλέσει αντιδράσεις για το περιεχόμενό του, ενώ ζήτημα έχει δημιουργήσει και η μεθοδολογική προσέγγιση της διδασκαλίας της κυρίως μέσα από πηγές, καθώς ο εκπαιδευτικός και τελικά ο γονιός καλείται να καλύψει τα κενά.
Με τις δυο πλευρές της αστικής σκέψης (κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου από τη μία, εθνικισμός από την άλλη) για την ιστορία να αλληλοσυμπληρώνονται, η αντίληψη που εκφράζουν οι κομμουνιστές δε χαρίζει τον πατριωτισμό σε κανέναν, αλλά αντίθετα πρεσβεύει την άποψη ότι τα παιδιά πρέπει να μάθουν την πραγματική ιστορία των λαών, την ταξική πάλη που κινεί την ιστορία, αναδεικνύει την ουσία των πολέμων και έτσι συνδέει διαλεκτικά τον προλεταριακό διεθνισμό με τον πατριωτισμό.
Το να μη μαθαίνουν τα παιδιά ιστορία, η απόκρυψη γεγονότων που σχετίζονται με την αντίσταση στην αδικία, δεν οδηγεί στην καλλιέργεια της φιλίας μεταξύ των λαών. Αντίθετα, η διδασκαλία της πραγματικής ιστορίας, η αναζήτηση των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, η ανάδειξη του ρόλου της δύναμης που πραγματικά κινεί την ιστορία, η προσέγγιση της γνώσης με επιστημονικό τρόπο αποτελεί όρο για την ανάπτυξη προσωπικοτήτων ικανών να κρίνουν και να βγάζουν σωστά συμπεράσματα.
Αλλωστε, η στρεβλή αντιεπιστημονική «μόρφωση» ή καλύτερα το να «μορφώνουν» μαθητές δηλητηριάζοντάς τους με την αντιδραστική ιδεολογία αποτελεί το καλύτερο υπέδαφος για την καλλιέργεια του μίσους, της χειραγώγησης και της εκμετάλλευσης, που είναι και ο υπέρτατος στόχος του συστήματος για τους σημερινούς μαθητές και αυριανούς απασχολήσιμους.