ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Φλεβάρη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η βροχή και το τραγούδι

Παπαγεωργίου Βασίλης

Από νωρίς το απόγευμα, τα σύννεφα πύκνωσαν τόσο πολύ που η ατμόσφαιρα πήρε ένα σκούρο γκρι χρώμα. Ο ήλιος, που άλλοτε ήταν κυρίαρχος τ' ουρανού, τώρα παρόλη τη δύναμή του δεν μπόρεσε να τα διαλύσει. Το κρύο δυνάμωνε κι εγώ τυλίχτηκα καλά στην πλεχτή ζακέτα που φορούσα. Μου άρεσε να χαζεύω στις βιτρίνες με τα ωραία ρούχα. Η ματιά μου στάθηκε σ' ένα ολοκόκκινο φόρεμα. Δεν τόλμησα να περάσω στο κατάστημα, γιατί η τιμή του ήταν απλησίαστη για μένα. Μια σταγόνα από ψηλά με προειδοποίησε για τη βροχή που θα έρθει. Σκέφτηκα να γυρίσω και τάχυνα το βήμα μου. Κατά βάθος δε φοβήθηκα τη βροχή, γιατί τη γνώριζα από τα παλιά. Αφησα το δρόμο με τα φώτα και έστριψα σ' ένα όχι και τόσο φωτισμένο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι μου. Περπατούσα και πετούσα, ενώ ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά μου. Στα 14, το βάδισμα είναι ελαφίσιο κι ας είναι τα ρούχα παλιά. «Αργησες, κορίτσι μου, και ανησύχησα», είπε η μητέρα μου. Απλωσε τα χέρια της και με τις παλάμες σκούπισε τα βρεγμένα μου μαλλιά, που έφταναν μέχρι τη μέση μου. Με καμάρωσε και η ματιά της μ' αγκάλιασε με αγάπη. «Ελάτε, κορίτσια, να φάμε. Ετοιμο το φαΐ». Εμείς βολευτήκαμε όπως όπως. Μικρό ήταν το δωμάτιο, η αγάπη της μητέρας μου απέραντη. Είχαμε και δυο κρεβάτια. Καλά ήτανε. «Αντε τώρα, ξαπλώστε και μην ακούσω τσιμουδιά», μας είπε κάπως αυστηρά. Μας καληνύχτισε. Οταν είχαμε πρωινή βάρδια, ξυπνούσαμε πέντε και μισή. Ευτυχώς το εργοστάσιο ήταν πολύ κοντά. Ετσι προλάβαινα ανοιχτή την τεράστια σιδερένια πόρτα, γιατί έξι παρά δύο λεπτά έκλεινε και έχανα το μεροκάματο. Δε με έπαιρνε ο ύπνος. Οι δικοί μου είχαν κοιμηθεί βαθιά. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει και εγώ την άκουγα πάνω από τις λαμαρίνες. Παράξενο το τραγούδι της. Σα να 'θελε να μου πει κάτι, μα δεν καταλάβαινα τα λόγια της. Ο θόρυβος πάνω από τη σκεπή όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Οι στάλες ήταν τόσο χοντρές, που ακούγονταν σαν πέτρες. Κάτι δε μου άρεσε. Ενιωθα έναν ύπουλο εχθρό να παραμονεύει. Μέσα στο δωμάτιο, μια παράξενη σιωπή. Δίψασα. Απλωσα το χέρι μου να πιάσω την κανάτα, μα το χέρι μου βούτηξε στα νερά. Τρόμαξα και πετάχτηκα πάνω. Τώρα τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. Τα πόδια μου στα νερά. «Μαμά - μαμά, ξύπνα». Η μητέρα μου, τρομαγμένη, πετάχτηκε πάνω. Το ίδιο και οι αδερφές μου. Ανάψαμε το φως. Εβλεπα πως γεμίζαμε νερά με απίστευτη γρηγοράδα. Η αλουμινένια κατσαρόλα, το μπρίκι και διάφορα αντικείμενα έπλεαν και πήγαιναν πέρα - δώθε. Το νερό είχε φτάσει πια στη μέση μας. Η απόλυτη απομόνωση από τον άλλο κόσμο, καθώς η βροχή και ο αέρας σκέπαζαν τα ουρλιαχτά της Σοφίας. Εγώ κράτησα την ψυχραιμία μου και της έδινα κουράγιο. «Μη φοβάσαι - μη φοβάσαι» και την αγκάλιαζα σφιχτά. Τέσσερις ψυχούλες, παγιδευμένες σ' ένα δωμάτιο χωρίς διέξοδο. Με τρόμο κοίταξα την πόρτα. Οι μεγάλες χαραμάδες που περνούσε το νερό φανέρωναν πόσο ψηλή ήταν η στάθμη της αγριεμένης λίμνης που μαζεύτηκε απ' έξω στο στενό. Συνειδητοποίησα τον κίνδυνο, που ήταν μεγάλος. Η λάμπα, μοναδική μας συντροφιά, μας αποχαιρέτησε με ένα μπαμ, πετώντας μια πράσινη σπίθα. Πυκνό σκοτάδι μάς τύλιξε. Το μαύρο στοιχειό διασκέδαζε με τη δική μας αγωνία, ενώ με χάιδευε θανάσιμα στο λαιμό. Δεν ξέρω αν πέρασε ένα λεπτό ή ένας αιώνας σ' αυτή την κατάσταση. Ξαφνικά το νερό άρχισε να υποχωρεί. Η ελπίδα στις καρδιές μας. Μια αντρική φωνή απ' έξω: «Είστε ζωντανοί; Μη φοβάστε». Δίνει μια σπρωξιά στην πόρτα και την άνοιξε. Αυτό το παλικάρι, με υπεράνθρωπες προσπάθειες, πριν από λίγο έσπασε με έναν γκασμά τον τοίχο από την κάτω μεριά. Ετσι, τα νερά έφυγαν βιαστικά προς το ρέμα. Τα χέρια του μια αγκαλιά για μας και η χαρά στο πρόσωπό του. Βέβαια, σ' αυτό το στενό που μετατράπηκε σε παγίδα θανάτου έμεναν άλλες τρεις οικογένειες, που πέρασαν τον ίδιο εφιάλτη με εμάς. Η κυρία Ελένη είχε ένα μωρό που δεν περπατούσε ακόμα. Η κυρία Μαρία από τη Μυτιλήνη δυο παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο και η άλλη οικογένεια μαζί και η γιαγιά Γιασεμή από τη Σμύρνη που μου έλεγε ιστορίες και τραγούδια της μακρινής πατρίδας της. Μας περιμάζεψαν οι γείτονες. Μας έδωσαν στεγνά ρούχα και ζεστό τσάι. Η αναμμένη σόμπα μού ζέσταινε το κορμί, μα η αγάπη αυτών των απλών ανθρώπων μού ζέσταινε την ψυχή. Ξημέρωσε. Το κρύο τσουχτερό. Δεκέμβρης. Εξω εκεί στον ανοιχτό χώρο μαζεύτηκαν άνθρωποι απ' τα γύρω σπίτια. Με έκπληξή μου είδα ότι ενδιαφέρονταν για μας. Για το κακό που πάθαμε. Εγώ μέχρι χτες νόμιζα πως σε τούτη την απέραντη και αφιλόξενη πόλη με τα μεγάλα σπίτια κανείς δε μας αγαπά. Πως κανείς δε μας θέλει εμάς που είχαμε έρθει από τα ψηλά βουνά. Η μητέρα μου μιλούσε με κάποιον κύριο. Πλησίασα. Τον άκουσα να λέει πως δεν μπορεί η πολιτεία να αδιαφορεί για το δίκαιο αίτημα της γειτονιάς να γίνει ένα άνοιγμα στον τοίχο του εργοστασίου, ώστε να φεύγουν τα νερά σε περίπτωση βροχής. Και άλλα πολλά έλεγε ο κύριος που φορούσε ρούχα δουλιάς. Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του. Παρατήρησα την έκφραση του προσώπου του, που φανέρωνε οργή για «αυτούς», μα καλοσύνη για μας. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Εγώ κράτησα τα λόγια του μέσα στο μυαλό μου. Οσο για το σπίτι μας, η εικόνα ήταν θλιβερή. Τα νερά είχαν υποχωρήσει, μα η λάσπη είχε μείνει σαν κακός εκδικητής.

Η μητέρα μου, άξια γυναίκα. Δεν το έβαλε κάτω. Επλυνε τις λασπωμένες κουβέρτες και τις άπλωσε. Μάζεψε τις υπόλοιπες λάσπες και σφουγγάρισε. Σε λίγο, όλα ήταν καθαρά. Αναψε το μαγκάλι να στεγνώσει το σπίτι. Ετοιμο και το φαΐ που μοσχομύριζε. Μας συμμάζεψε κοντά της και σα να μη συνέβη τίποτα σέρβιρε να φάμε. Το φαΐ ήταν πολύ νόστιμο και εμείς τα κορίτσια τρώγαμε με όρεξη. Εκείνη μας κοιτούσε. Μια δύναμη ανάβλυζε μέσα από την ψυχή της και έδειχνε ψύχραιμη, μα εγώ την είδα που σκούπισε τα δάκρυα κρυφά από μας. Εκεί στο μεσημέρι ήρθαν οι «ειδικοί» να καταγράψουν τις ζημιές της πλημμύρας. Θα 'τανε πέντε έξι. Τα πρόσωπά τους αδιάφορα, κάτι έγραφαν στα χαρτιά τους. Ούτε μια λέξη συμπόνιας για μας. Η μητέρα μου απευθύνθηκε σε εκείνον που φορούσε γραβάτα και μαύρο κοστούμι. Κάτι του είπε. Αυτός πλησίασε το σπίτι μας. Κοίταξε μέσα με περιφρόνηση. Γύρισε απότομα και μας είπε ξερά: «Μα, δεν πάθατε τίποτα». Το βλέμμα του ήταν πιο παγωμένο και από τη ματιά του φιδιού. Η μητέρα μου βρήκε άλλο σπίτι. Το νοίκι ήταν πιο ακριβό, μα τα καταφέρναμε. Επέστρεψε και ο πατέρας μου από το χωριό. Τώρα όλοι μαζί γρήγορα ξεπεράσαμε ό,τι είχε γίνει και μπήκαμε στον κανονικό ρυθμό της ζωής. Εκεί, στις φτωχογειτονιές της Ν. Ιωνίας με τα πολλά εργοστάσια περπατούσα και τραγουδούσα. Το γήπεδο της ΑΕΚ μού 'ριχνε τη σκιά του. Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Γιώτα Λύδια μού 'δειχναν το δρόμο για το τραγούδι. Ετσι περνούσε ο καιρός, ήσυχα ήσυχα. Μέσα στο σπίτι μας, κανείς δε μιλούσε πολιτικά. Εγώ άκουγα κάτι μισόλογα από δω, κάτι μισόλογα από κει. Κάποτε αγόρασα μια εφημερίδα, που πολλοί άνθρωποι την έκρυβαν στο δρόμο. Δε φοβήθηκα τον αστυνομικό που συνάντησα και προκλητικά πέρασα μπροστά του. Εκείνος με κοίταξε περίεργα. Εξακολουθούσα να δουλεύω στο εργοστάσιο. Είχα εξοικειωθεί με το θόρυβο των αργαλειών. Με καταπληκτική ευκολία, περνούσα τις κλωστές στα μιτάρια και μετά στο χτένι. Εφτιαχνα τη σαΐτα και έβαζα μπρος με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσα τις λεπτές κλωστές. Μου άρεσε να χαζεύω τη σαΐτα που προλάβαινε να περνά μπροστά από το χτένι, ενώ εκείνο χτυπούσε αδιάκοπα το στημόνι και υφαίνονταν το πανί. Ετσι και εγώ ύφαινα τα δικά μου όνειρα. Σ' αυτή την αίθουσα δουλεύαμε τέσσερα κορίτσια. Αναλογούσαν στην κάθε μια από 5-6 αργαλειά. Ενα μεσημέρι τα ουρλιαχτά μιας εργάτριας σκέπασαν τον εκκωφαντικό θόρυβο των αργαλειών. Γύρισα απότομα το κεφάλι μου. Βλέπω την Ελένη να προσπαθεί απεγνωσμένα με όλη της τη δύναμη να βγάλει το φουστάνι της από το γρανάζι. Πετάχτηκα σαν το αγρίμι και σταμάτησα τον αργαλειό. Το όμορφο μελαχρινό κορίτσι είχε κιτρινίσει από το φόβο. Στάθηκε όμως τυχερή, που το λαίμαργο γρανάζι δεν την κατάπιε ολόκληρη. Χειμώνας - καλοκαίρι κι εγώ στα 16. Φουστίτσα κοντή και πουλοβεράκι. Το τακουνάκι μου στο δρόμο πειρασμός στις καρδιές των αγοριών. Ο έρωτας μού γνέφει!!! Στο μοδιστράδικο της κυρίας Μαρίας μάθαινα να ράβω. Μου άρεσε πολύ και το διάβασμα. Μα το τραγούδι βαθύτερη επιθυμία ψυχής. Γράφτηκα στη σχολή του Θόδωρου Δερβενιώτη. Αρχισα μαθήματα. Η μητέρα μου έλεγε: «Βρε κορίτσι μου, πώς τα προλαβαίνεις όλα;», ο πατέρας μου της απαντούσε. «Αστηνε, βρε Αθηνά. Μην τη φοβάσαι. Αυτή μια μέρα θα τα καταφέρει. Ξέρει τι κάνει». Με ραγισμένη φωνή είπε: «Εγώ είμαι φτωχός και δεν μπορώ να της προσφέρω τίποτα». Ενα πρωινό βρέθηκα στο κέντρο. Ακουσα πολλές φωνές. Σαν βουητό από χιλιάδες μέλισσες μου φάνηκε. Εστριψα και βγήκα στο μεγάλο δρόμο. Στάθηκα σαστισμένη. Μπροστά μου περνούσε ένα ποτάμι από ανθρώπους. Μια γλυκιά αύρα με πλημμύρισε. Παρατήρησα πόσο ενωμένοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Τα συνθήματα, μια μελωδία που έφτανε στον ουρανό. Δεν ξέρω γιατί μου 'ρθανε κλάματα. Σαν μαγνήτης με τραβούσαν και τους ακολούθησα. Περπατούσα μαζί τους. Δεν ήταν πια ξένοι. Ολους τους ήξερα από πάντα. Ναι, είχαμε ζήσει μαζί, εκεί στις στοές των ορυχείων, στους κάμπους να θερίζουμε το στάρι για ένα ξεροκόμματο, αλλά και στη γνώση να αλλάξουμε τον κόσμο για μια κοινωνία πιο δίκαιη. Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωσα. Αγάπησα και ρίζωσα σ' αυτήν την πόλη που με τύλιξε στα γρανάζια της. Ποτέ δεν ξέχασα το χωριό μου. Μέσα στην ψυχή μου, κράτησα τη μικρή χωριατοπούλα. Πάλεψα τη ζωή και τη νίκησα. Οπλο μου το τραγούδι. Ποτέ δε φοβήθηκα κανέναν. Δύσκολος ο χώρος του τραγουδιού, μα τα κατάφερα να σταθώ με τους δικούς μου όρους και τις δικές μου επιλογές. Εκείνο το μικρό κορίτσι με τα κατάξανθα μαλλιά απ' τα ψηλά βουνά πάντα με συμβουλεύει να μην ξεχνώ αρχές και αξίες. Το τραγούδι γέφυρα που με ένωσε με το Κόμμα που αγαπούσα ΠΑΝΤΑ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Συνειδητή η αγάπη μου και στήριξη στο παραδοσιακό τραγούδι. Συνειδητά περνώ και φέτος τις πύλες του 32ου Φεστιβάλ ΚΝΕ - ΟΔΗΓΗΤΗ. Εγώ στην εξέδρα πίσω απ' το μικρόφωνο. Η νεολαία της ΚΝΕ απέναντί μου. Χιλιάδες, σαν θάλασσα. Η αδρεναλίνη στο κατακόρυφο. Η καρδιά μου χτυπά τρελά γι' αυτά τα παιδιά. «Καλησπέρα σας. Καλώς ανταμωθήκαμε και τούτη τη χρονιά...».


Της
Σούλας ΒΑΖΟΥΡΑ


Της Σούλας ΒΑΖΟΥΡΑ

Γεννήθηκε σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Στους πρόποδες της Πίνδου, στη Γεωργίτσα. Τώρα πια δεν υπάρχει, αλλά εκεί έζησε τα παιδικά της χρόνια. Οι γονείς της ήταν αγρότες και το 1960 μετανάστευσαν στην Αθήνα. Αργότερα, στα εφηβικά της χρόνια ξεκίνησε μουσικές σπουδές, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κλωστοϋφαντουργίας σ' ένα πρόγραμμα του υπουργείου Εργασίας. Επειτα γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο, κάνοντας φωνητική, κιθάρα και σολφέζ και ξεκίνησε από νεαρή ηλικία να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Τότε γνώρισε τον Αριστείδη Μόσχο. Μαθήτευσε κοντά του και συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ