Για την πραγματοποίηση της έκθεσης, αρκετά έργα έφτασαν στην Αθήνα από τα Μουσεία της Τήνου, από συλλέκτες και ιδιώτες. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ξαναστηθεί μια τέτοια σύνθετη έκθεση, αφού, πέρα από τις δυσκολίες μεταφοράς, παρουσίασης και φωτισμού, περίπου πενήντα έργα και όλα τα σχέδια ανήκουν σε κληρονόμους, που είναι σε προχωρημένη ηλικία και θεωρείται πιθανό ν' αλλάξουν χέρια τα επόμενα χρόνια. Για την καλύτερη πρόσληψη της ιδιαίτερης γλυπτικής του Χαλεπά (οι συνθέσεις του είναι κλειστές και αναπτύσσονται γύρω από ένα στερεομετρικό πυρήνα) τα έργα έχουν τοποθετηθεί σε βάθρα ώστε να είναι περίοπτα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα διπλής όψης σχέδια του δημιουργού, είναι τοποθετημένα σε πλεξιγκλάς, ώστε να βοηθούν στην προσέγγιση προβλημάτων, που συνδέονται με τη γλυπτική του.
Το 1876 ο Γ. Χαλεπάς αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο στην πλατεία Συντάγματος. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο το «Σάτυρο που παίζει με τον Ερωτα», και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την «Κοιμωμένη» για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα τη μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης. Πρόκειται για το πιο διάσημο έργο της νεοελληνικής γλυπτικής, το οποίο του έφερε τη γενική αναγνώριση.
Την εποχή αυτή (1877-1878) εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας του, που κορυφώθηκαν όταν κατέστρεψε ο ίδιος το έργο του «Μήδεια». Την επόμενη δεκαετία (ως το 1888) φαίνεται ότι έζησε στην Τήνο. Η κατάστασή του συνεχώς χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί ως «πάσχων από άνοιαν» στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Εκεί, ο Γ. Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με το σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς τότε: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942. Από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, βγήκε το 1902, δύο χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του.
ICON |
Η παραγωγή του σιγά σιγά αυξήθηκε, ενώ ο αθηναϊκός Τύπος άρχισε να ενδιαφέρεται γι' αυτόν όλο και περισσότερο. Ηδη, το 1904 τον είχε επισκεφτεί στην Τήνο ο Λ. Σώχος, που τον βρήκε να βόσκει πρόβατα. Αργότερα τον επισκέφτηκε ο Α. Σώχος και άλλοι λόγιοι της εποχής, που θεωρούσαν υποχρέωσή τους να συναντήσουν τον απόμακρο καλλιτέχνη της Τήνου. Το 1922 έφτασε στο νησί ο Θ. Θωμόπουλος, ο οποίος πέρασε στο γύψο ορισμένα έργα του Χαλεπά που ήταν σε πηλό. Με αυτά τα έργα έγινε το 1925 έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία δύο χρόνια αργότερα, του απένειμε το Αριστείο των Τεχνών. Στις 24 Αυγούστου 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του (πέθανε το 1938) σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, δουλεύοντας με άνεση και έχοντας κερδίσει τη γενική αναγνώριση.
Σημειώνουμε ότι την έκθεση στην Εθνική Γλυπτοθήκη στο Γουδή επιμελήθηκε η καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, Αλεξάνδρα Γουλάκη - Βουτυρά, με βοηθό την επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Αρτεμη Ζερβού. Διάρκεια έως 30/6.