ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Μάη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΘΡΑΣΑΚΗ
Το κόκκινο αυτοκίνητο

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ολη τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς δεν έκλεισα μάτι. Ολο σκεφτόμουνα το κόκκινο αυτοκίνητο. Ηταν μια μεγάλη, κατακόκκινη και γυαλιστερή κούρσα, με κάτι προβολείς αστραφτερούς, με ένα σοφέρ πανέξυπνο που κόρναρε στις στροφές και με μια μηχανή αληθινή: Την κούρντιζες και δεν έλεγε να σταματήσει. Το είχα σημαδέψει μόλις φάνηκε στη βιτρίνα. Μόλις το 'βλεπα γαργαλιούνταν τα δάχτυλά μου. Εφαγα τη μάνα μου να την παρακαλώ να μου το πάρει. Στο τέλος την κατάφερα.

- Αν πάρεις όλο δεκάρια το πρώτο τρίμηνο, Θρασάκη, θα πούμε τον Αϊ Βασίλη να σου το φέρει την Πρωτοχρονιά!

Εγώ χαμογέλασα πονηρά. Αυτό σήμαινε πως θα μου το αγόραζε ο μπαμπάς, γιατί εκείνος έκανε τον Αϊ Βασίλη, αυτό δα το 'ξερα! Μα. πότε έρχεται η Πρωτοχρονιά!.. Τέλος, έφτασε κι εκείνη. Το δέντρο στη μέση γεμάτο αστραφτερά στολίδια, γιρλάντες, φαναράκια, κεριά, μαϊμουδίτσες, αρκουδάκια, κουκλίτσες... Μην τα ρωτάτε!

Ηταν το καλύτερο δέντρο που είχαμε φτιάξει και περίμενα και τ' αυτοκίνητο. Τέτοια πρωτοχρονιάτικη χαρά δε μετάκανα. Κάποια ώρα, λοιπόν, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Αϊ Βασίλης. Τρέξαμε κοντά του. Υστερα από τα χαμόγελα και τ' αστεία, άρχισε να μοιράζει. Κάποια στιγμή γυρίζει αργά τα μπαμπακένια γένια του κατά μένα και λέει με μια ψεύτικη βαριά και μαλακή φωνή:

- Ποιος είναι ο Θρασάκης;

-Εγώ!..

- Α, ναι. Ενα πουλάκι μου είπε πως θα γίνεις σοφεράκι και έφερα ένα αυτοκίνητο...

- Κόκκινο; ρωτάω.

- Κόκκινο, μου λέει.

Ορμάω να το πάρω.

- Στάσου, μου λέει. Δε μου είπες πώς πήγες στα μαθήματα.

- Καλά, λέω. Να, θείο Αϊ Βασίλη, κοίτα και τους βαθμούς μου, αν θέλεις.

Κι εγώ, πού κρατούσα ως εκείνη την ώρα τους βαθμούς κρυφούς, του έδωσα με περηφάνια το βιβλιαράκι που είχε όλο δεκάρια και εννιάρια. Εκείνος πήρε τους βαθμούς και εγώ το δέμα. Εκοψα με τα δόντια αμέσως την κόκκινη κλωστή του κουτιού και χοπ! στην αγκαλιά μου το κόκκινο αυτοκίνητο. Μ' έπιασε ζάλη, μα ξαφνικά μ' έκοψε μια φωνή. Ηταν ο Αϊ Βασίλης. Εκείνη η ξένη μαλακιά φωνή του χάθηκε μονομιάς κι ακούστηκε η αυστηρή φωνή του πατέρα.

- Τι είναι αυτό το εφτά;

- Μα, Αϊ Βασίλη μου, λέω πειραχτικά, τι πειράζει ένα εφταράκι μέσα σε τόσα δεκάρια και εννιάρια;

- Τι πειράζει; Εφτά στη διαγωγή; Ποιος το 'πε!..

- Στη διαγωγή;.. έκανα μ' ανοιχτό στόμα... ώστε το εφτάρι το είχα στη διαγωγή; Και γω νόμιζα πως ήταν στην ιχνογραφία!

Εμεινα κόκαλο.

- Τι μεγάλη αταξία έκανες;

- Τίποτα, Αϊ... Μπαμπάκα (Γέλασαν οι άλλοι σαν είπα «Αϊ Μπαμπάκα»). Τα είχα πια μπερδέψει.

- Δώσε το δώρο πίσω.

- Μα... γιατί!..

- Γιατί σε παιδιά με διαγωγή εφτάρι ο Αϊ Βασίλης δε δίνει δώρα.

- Μα δεν έκανα τίποτε, μπαμπά... Αυτό λάθος θα είναι.

- Θα ρωτήσουμε αύριο. Και αν είναι λάθος, θα σου το στείλουμε το δώρο μ' ένα πουλάκι!..

Και τ' αυτοκινητάκι μου «βρρτ» χώθηκε στο κουτί, κλειδώθηκε, μανταλώθηκε και μαζί με τον Αϊ Βασίλη βγήκε από την πόρτα. Πάει!... Πάνε για μένα και το δέντρο και τα φώτα και οι χαρές. Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα στο κρεβάτι. Μόνο θυμάμαι πως ήμουν πολύ δυστυχισμένος. Και αργούσε, αργούσε πολύ να ξημερώσει...

Το πρωί πετάχτηκα επάνω με κατακόκκινα μάτια και πονοκέφαλο, μα με μια ελπίδα πως θα μπήκε κατά λάθος εκείνο το εφτάρι, γιατί δε θυμόμουνα να έχω κάνει κανένα μεγάλο κακό. Ντύνομαι και τραβώ ίσια στο δάσκαλο. Από τη στεναχώρια μου ούτε «χρόνια πολλά» δεν του είπα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Του δείχνω το εφταράκι στο χαρτί αμίλητος και κορόμηλο τα δάκρυα. Ο δάσκαλος ξεροκαταπίνει με κοιτάει και δε μιλάει.

- Μήπως έγινε από λάθος; ρώτησα ύστερα από πολύ κόπο.

- Οχι, μου κάνει με το κεφάλι.

- Τότε γιατί;

- Γιατί; σοβαρεύτηκε ο δάσκαλος. Γιατί δεν ήρθες στη γιορτή! Κόντευε να χαλάσει όλος ο χορός. Να πας να παίζεις και να μην έρχεσαι στη γιορτή του σχολείου σου! Μεγάλη απειθαρχία!..

- Αδικα, άδικα, έσκουζα φουρκισμένος και βγήκα χτυπώντας δυνατά την πόρτα.

Πήγαινα στο δρόμο μπουρινιασμένος. Να μου βάλουν εφτάρι γιατί έσπασα τα τζάμια της γειτόνισσας με την μπάλα; Μάλιστα! Να με τιμωρήσουν γιατί έδεσα στου σκύλου την ουρά τενεκέ, γιατί έδειρα τον Ρέλο που μου 'κανε ζαβολιές, γιατί σκαρφάλωνα στα δέντρα; Μάλιστα! Μα, να με κατεβάσουν τη διαγωγή γιατί δεν πήγα στη γιορτή; Αδικία! Αδικία, γιατί εγώ την Κυριακή εκείνη δεν έπαιξα. Ισα ίσα που προσπάθησα πολύ να πάω, μα μου 'ρθαν αναποδιές και δεν πήγα. Και κανένας δε με ρώτησε το γιατί. Και το γιατί ήταν η μαμά!..

Η μαμά ήταν άρρωστη στο νοσοκομείο. Από το πρωί είχα μπει σε βαθιά συλλογή. Τι να κάνω; Να πάω στη γιορτή ή στη μαμά; Η γιορτή θα άρχιζε στις τρεις. Το νοσοκομείο άνοιγε στις δύο. Κι ήταν και μακριά. Ο πατέρας ο καημένος έλειπε εκείνη τη μέρα σε άλλη πόλη για δουλιά. Δε με χωρούσε ο τόπος. «Τι να πας να κάνεις στη γιορτή, Θρασάκη; έλεγα. Με τι όρεξη θα χορέψεις την ώρα που είναι η μαμά στο νοσοκομείο; Πάνε, λοιπόν, στη μαμά». Επειτα άλλαξα γνώμη. «Και γιατί να μην πας στη γιορτή; Και να 'σαι και στο χορό;». Κοίταζα στον καθρέφτη και μιλούσα στον εαυτό μου.

Αυτό, λοιπόν, θα έκανα. Θα πήγαινα νωρίς στο νοσοκομείο, θα παρακαλούσα το θυρωρό να μ' αφήσει να μπω, θα καθόμουνα ως τις δυο-δυόμισι και από κει σε μισή ώρα θα ήμουν στο σχολείο. Και πήγα μαζί με τα λουλούδια που είχα ετοιμάσει, τα γλυκά και τα μπισκότα. Χαρές που έκανε η μαμά. Κάτσαμε, τα είπαμε ένα χεράκι, με φίλεψε κι απ' τα γλυκά μου. Εγώ στην αρχή «δε θέλω» και «δε θέλω», μα κατατελευταία τα 'φαγα γω ο άθλιος και η μαμά έμεινε έτσι! Και αποξεχάστηκα. Κάποια στιγμή πετιέμαι απάνω.

- Τι ώρα είναι μαμά;

- Τρεις παρά είκοσι, νωρίς είναι ακόμα.

- Αργησα, της λέω, φεύγω. Στις τρεις αρχίζει η γιορτή!

Τη φίλησα στα πεταχτά και έγινα καπνός. Πήρα να τρέχω. Η γλώσσα μου βγήκε μια πιθαμή έξω, μα εγώ πού! Ετρεχα σαν σφαίρα. Εκεί που κοντοζύγωνα στο σχολείο, σε μια στροφή που είχε λάσπες ακούω αριστερά μου κάτι τσιρίδες. Γυρίζω και τι να δω! Μια γριά έπεσε φαρδιά πλατιά κάτω και από το δισάκι της σκόρπισαν μήλα και καρύδια. Ξέχασα αμέσως το σχολείο - πολύ ξεχασιάρης είμαι ώρες ώρες - και έτρεξα στη γριά. Τη βοήθησα, σηκώθηκε, περιμάζεψα και τα καρύδια της και ετοιμαζόμουνα να φύγω. Μου λέει η γριά:

- Ευχαριστώ, παιδάκι μου, να 'χεις την ευχή μου. Μήπως ξέρεις πού κάθεται ο Ρέλος ο Φωτέσκου; Είναι εγγονός μου, στο μπόι το δικό σου.

- Ξέρω, γιαγιά. Είναι φίλος μου.

- Μπορείς να με πας ως εκεί;

- Μπορώ, γιαγιάκα!

Βουτάω έναν μπόγο της, τον φορτώνομαι και ξεκινούμε. Αμέσως όμως δαγκώθηκα: «Βρε, πρέπει να πάω στη γιορτή». Να κάτσω ή να φύγω; Εμπλεξα. Ανοίγω βήμα, αλλά μένει πίσω η γιαγιά. «Ας συναλλάξουμε», είπα. Αμα ξαλαφρώσει η γιαγιά, θα περπατήσει πιο γρήγορα. Συναλλάζουμε, μένω εγώ πίσω. Κούτσουρο ασήκωτο κείνα τα καρύδια, πανάθεμά τα... Λαχάνιασα, μα δε μ' άφηνε και το φιλότιμο. Τέλος, κάποτε την πήγα ως το σπίτι. Την αφήνω στην αυλή και λαγός εγώ.

Αλλά... άργησα! Η γιορτή είχε αρχίσει και οι πόρτες είχαν κλείσει...

Την άλλη μέρα περιμένω το δάσκαλο να με φωνάξει να με μαλώσει, τίποτα! Την παράλλη, τίποτα!... Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπα... Κανένας δε με ρώτησε, λοιπόν, τι και πώς. Και τώρα ξαφνικά ετούτο το εφτάρι στη διαγωγή!.. Οχι πουθενά αλλού, μα στη διαγωγή! Σε τι έφταιξα; Και γιατί δε με ρώτησαν πριν με τιμωρήσουν! Πήγα φαρμακωμένος στο σπίτι. Ποιος να με καταλάβει; Οι μεγάλοι τους μικρούς δεν τους καταλαβαίνουν. Μα αν τα πω του μπαμπά, θα μου πει: «Επρεπε να κόψεις το σβέρκο σου να πας». Μ' έπιασε ο θυμός. Να, τώρα δα να πέθαινα, είπα μέσα μου, και να 'ρχόταν ο δάσκαλος να 'λεγε «άδικα το πέθαναν το παιδί».

Με τις σκέψεις αυτές μπήκα στο σπίτι. Με πήρε όμως αμέσως το μάτι του πατέρα. Με ρωτάει.

- Πού ήσουνα; Στο δάσκαλο;

- Ναι!

- Τι σου είπε;

- Δεν είναι λάθος. Μου το 'κανε ξέροντας.

- Γιατί;

- Γιατί, λέει, δεν πήγα στη γιορτή του σχολείου.

- Και γιατί δεν πήγες;

Του είπα όλη την ιστορία βουρκωμένος. Και στο τέλος ξέσπασα: «Αδικα, καταλαβαίνεις, μπαμπά, πολύ άδικα. Εγώ μήπως το 'θελα;». Περίμενα να φωνάξει και κείνος μαζί μου: «Αδικα, άδικα, Θρασάκη». Μα κείνος δε μίλησε. Ούτε καλό ούτε κακό. Πάει να πει καλά με τιμωρήσανε; Κι αυτός δε με καταλάβαινε; Ξέσπασα στα κλάματα. Εσκουζα σαν τρελός, σειούνταν το σπίτι, λες και μ' έσφαξε κάποιος. Κάποια στιγμή ακούω τη φωνή του πατέρα.

- Θρασάκη!..

Ηταν μαλακιά, συμπονετική. Καλό σημάδι. Γύρισα άθελά μου. Και τι να δω. Το κόκκινο αυτοκίνητο! Μεγάλο, γυαλιστερό, φανταχτερό, ήταν δίπλα μου. Μου το 'χωσε στην αγκαλιά και με φίλησε.

- Χρόνια πολλά, Θρασάκη, μου λέει. Κουράγιο, και να ξέρεις οι αδικημένοι δεν κλαίνε, αλλά φωνάζουν!

- Εγώ τον αγκάλιασα και ξανάβαλα - από τη χαρά μου τώρα - πιο δυνατές φωνές...

ΘΡΑΣΑΚΗΣ

(Και για την αντιγραφή Ν. Κυτόπουλος)


Βιογραφικό του Νίκου ΚΥΤΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Νίκος Κυτόπουλος είναι γνωστός στα Ελληνικά Γράμματα για το αντιστασιακό του μυθιστόρημα, όπως η τριλογία «Ο μεγάλος ανήφορος», «Η δοκιμασία» και «Ασβηστη ελπίδα», καθώς και για το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα, όπως «Ο Μπελέτης», που δείχνει πώς ο πόλεμος και η γερμανοφασιστική κατοχή δημιούργησαν από έναν απλό θρησκευόμενο άνθρωπο του Εβρου ένα τέρας ανθρώπινο. Ασχολήθηκε, όμως, με επιτυχία και με την παιδική λογοτεχνία. Εγραψε για τα παιδιά το βραβευμένο μυθιστόρημα «Φίλιππος Ομηρος στη Θήβα» και τη συλλογή διηγημάτων «Στο χαμένο παράδεισο», που τιμήθηκε με το βραβείο «Μιχαέλας Αβέρωφ» από την ΕΕΛ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ