Στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης παλιότερα και σήμερα, έχουμε ορισμένα, λίγο ως πολύ, κοινά δεδομένα. Τις τελευταίες δεκαετίες εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία τα ονομαζόμενα «νεοφιλελεύθερα, συντηρητικά, δεξιά» κόμματα, με τα «σοσιαλδημοκρατικά, κεντροαριστερά, αριστερά» κόμματα ή συνασπισμούς κομμάτων. Εναλλάσσεται, για να το πούμε αλλιώς, η «κεντροδεξιά» με την «κεντροαριστερά», συνεργαζόμενες μάλιστα μεταξύ τους, άλλοτε σιωπηλά, ανεχόμενα το ένα το άλλο ή ψευτοαντιπολιτευόμενα εναλλάξ, ενίοτε όμως και σε κοινούς σχηματισμούς (Γερμανία), όταν γενικότερα συμφέροντα και συσχετισμοί το επιβάλλουν.
Τα «κομμουνιστικά, εργατικά, αριστερά» κόμματα σε αυτές τις συγκεκριμένες χώρες, και επί του προκειμένου το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, είτε ως «αντιπολίτευση κριτική» στη σοσιαλδημοκρατία, με «αυτόνομη» κάθοδο, είτε ως συνεργαζόμενα μαζί της στο κυβερνητικό επίπεδο, βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία, χάνουν συνεχώς την όποια δυναμική, εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο σε ένα αδιέξοδο παιγνίδι κυνηγητού της πάση θυσία κυβερνητικής συμμετοχής, μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ουρά της σοσιαλδημοκρατίας. Συμβάλλουν με την πολιτική τους στο να παραμένουν ισχυροί οι αντικειμενικοί παράγοντες που εγκλωβίζουν λαϊκές μάζες, τις οδηγούν σε προσαρμογή και ενσωμάτωση, σε μείωση απαιτήσεων.
Η γαλλική ψήφος, παρά το υψηλό ποσοστό συμμετοχής και την όξυνση των λαϊκών προβλημάτων, γεγονός που προκαλεί δυσαρέσκεια στις εργαζόμενες μάζες, δεν είχε ως αποτέλεσμα να καταδικάσουν με την ψήφο τους οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα την πολιτική που πλήττει τη ζωή και τα συμφέροντά τους. Την πολιτική, δηλαδή, η οποία σαφώς, όπως και στη χώρα μας, υπηρετείται με τη δικομματική εναλλαγή, στο παράδειγμα της Γαλλίας με τη μορφή της «κεντροδεξιάς» και «κεντροαριστεράς».
Είναι δεδομένο ότι τόσο η πολιτική του Σαρκοζί («δεξιός»), όσο και η πολιτική της Σεγκολέν («κεντροαριστερή») - αλλά και του Μπαϊρού («κεντροδεξιός») ή του Λεπέν («ακροδεξιός») - είναι μονόδρομος μόνο για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, για τη στρατηγική των μονοπωλίων, του ευρωενωσιακού ή του υπερατλαντικού ιμπεριαλισμού. Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της πρέπει να βρίσκονται σε ανειρήνευτη αντίθεση και πάλη με αυτόν το μονόδρομο και να οικοδομούν τον δικό τους μονόδρομο.
Τέτοια πολιτική, στην ουσία, είχαν και η υποψήφια του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Μπιφέ (1,93%), οι υποψήφιοι των τροτσκιστών Μπεζανσενό (4,18%), Λαγκιγιέ (1,32%), ο «αντιπαγκοσμιοποιητικός φορουμίστας» Μποβέ (1,32%), οι οικολόγοι (1,14%) κ.λπ.
Και η πολιτική τους αυτή δεν εκφράστηκε μόνο ξαφνικά το βράδυ της έκδοσης των αποτελεσμάτων, όταν έσπευσαν με επικεφαλής την Μπιφέ να δηλώσουν την αμέριστη υποστήριξή τους στην Σεγκολέν Ρουαγιάλ, έτσι ώστε «να μη βγει ο δεξιός Σαρκοζί». Η πολιτική «ουράς» διαπερνούσε τη στάση τους καθ' όλη την προεκλογική περίοδο, ταυτιζόμενη επί της ουσίας με την πολιτική των εκπροσώπων της δικομματικής εναλλαγής του κεντροαριστερού και του κεντροδεξιού μπλοκ με επιμέρους και δευτερεύουσες αποχρώσεις στο λόγο τους.
Μάλιστα, αποκαλυπτική σε αυτό ήταν η Μαρί Ζορζ Μπιφέ, σε συνέντευξή της που δημοσίευσε η εφημερίδα του ΣΥΝ, η «Αυγή», ανήμερα των εκλογών, όπου έλεγε τα εξής: «Θέλω να ηττηθεί η δεξιά. Ολη η αριστερά πρέπει να συσπειρωθεί προς όφελος του υποψηφίου που θα βρίσκεται στην καλύτερη θέση στο δεύτερο γύρο για να χάσει η δεξιά». Δηλαδή, «ψηφίστε Σεγκολέν», από τον πρώτο γύρο μάλιστα! Κι αν δεν πέρναγε η Σεγκολέν στο β΄ γύρο, όπως δεν είχε βγει ο Λ. Ζοσπέν στις προηγούμενες εκλογές και περνούσε δεύτερος ο Λεπέν, τότε συσπειρωθείτε όλοι και ψηφίστε δεξιό για να μη βγει ο ακροδεξιός! Φαύλος κύκλος, δηλαδή.
Και για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ας θυμηθούμε σήμερα μόνο τις τελευταίες προεδρικές εκλογικές αναμετρήσεις, αφού για να πάμε πιο πριν, ούτε είναι της ώρας, αλλά και θέλει βαθύτερη και μεγαλύτερη ανάλυση, ίσως σε επόμενη αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη».
Ετσι, λοιπόν, στις προεδρικές εκλογές του 1995, ο υποψήφιος του ΓΚΚ Ρομπέρ Υ, είχε λάβει 2.632.936 ψήφους, δηλαδή 8,64% των ψήφων. Στις προεδρικές εκλογές του 2002 ο αριθμός ψήφων του ΓΚΚ έπεσε στις 960.480 ψήφους, ή ποσοστό 3,37%. Στις προχτεσινές προεδρικές εκλογές το 2007 και παρά την αύξηση των ψηφισάντων συνολικά, μόλις και μετά βίας έφτασε τους 707.327 ψήφους και ποσοστό 1,93%.
Η φθίνουσα αυτή πορεία δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής και τακτικής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, της σταδιακής οπορτουνιστικής του μετάλλαξης. Οφείλεται στην πολιτική ουράς στη σοσιαλδημοκρατία. Μια πολιτική που αδυνατεί να δει την οριστική συντηρητική μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας εδώ και δεκαετίες πλέον, αλλά πιο έντονα τα τελευταία 20 χρόνια και σαν απόρροια της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος. Δεν είναι μόνον αυτό όμως. Δεν μπόρεσαν να δουν έγκαιρα και να αναλύσουν σωστά τις αναδιαρθρώσεις που συντελούνται σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Οτι πρόκειται για εσωτερική ανάγκη του συστήματος, κι όποιος το υπηρετεί, όπως είναι η «κεντροδεξιά» και η «κεντροαριστερά», όπως είναι τα «νεοφιλελεύθερα» και «σοσιαλδημοκρατικά» κόμματα, δεν έχουν άλλο δρόμο παρά να ακολουθήσουν την ίδια πεπατημένη της αστικής διαχείρισης που βρίσκεται στον αντίποδα των λαϊκών συμφερόντων και ευνοεί μόνο τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας και την κερδοφορία των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων.
Και αυτές έχουν να κάνουν - εκτός των άλλων - και με το ότι μια τέτοια πολιτική καθυστερεί την ανάπτυξη της λαϊκής συνείδησης και μαχητικότητας, υπονομεύει την αγωνιστική συνεργασία, επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους από τις δυνάμεις της δικομματικής εναλλαγής, με όποια μεταμφίεση κι αν αυτή εμφανίζεται. Ετσι, ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης στο πολιτικό πεδίο επεκτείνεται και στο κοινωνικό, με αποτέλεσμα να γίνεται συστηματική προσπάθεια ενσωμάτωσης και αφοπλισμού του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος από τις πλειοψηφίες που ελέγχουν τα κεντρικά όργανα του κινήματος ή τη διάχυσή τους σε διάφορα «φόρα» ενσωμάτωσης της ριζοσπαστικής έκφρασης της δυσαρέσκειας των λαϊκών μαζών.
Η επαναστατική γραμμή για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, η εναλλακτική πρόταση για όσες δυνάμεις θέλουν να μιλάνε εν ονόματι της «αριστεράς», είναι κάθετα αντίθετη με τη λογική του παζαρέματος, της συναλλαγής πίσω από τις πλάτες του λαού. Δεν είναι λύση η επιλογή κανενός από τα κόμματα της δικομματικής εναλλαγής για να συνεργαστείς μαζί του, με αντάλλαγμα ή αντίτιμο τη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση, στη διαχείριση της συντηρητικής πολιτικής. Ενα Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να αντιστρατεύεται την «κεντροδεξιά» και την «κεντροαριστερά», ακριβώς γιατί παλεύει να έρθει ο λαός πραγματικά στην εξουσία, να οργανωθεί η λαϊκή οικονομία, να περάσει τελικά ο πλούτος που παράγει ο λαός στα δικά του χέρια.
Να μη στηρίζει τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την ιμπεριαλιστική βία και καταστολή κατά των λαών και χωρών που θέλουν να χαράξουν το δικό τους δρόμο ανάπτυξης σε αντίθεση με τις πολυεθνικές (όπως επανειλημμένα έκαναν οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις σε Ιταλία και Γαλλία). Το κόμμα της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής αλλαγής θα πρέπει να προειδοποιεί το λαό για τις αρνητικές συνέπειες από την πολιτική της ΕΕ, να μην αφομοιώνεται στους μηχανισμούς ενσωμάτωσής της, όπως κάνουν τα κόμματα του «ευρωενωσιακού κλουβιού» που ονομάζεται «Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς». Να προειδοποιεί για την αλλαγή συνόρων και τον αρνητικό ρόλο των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ. Κι όλα αυτά ακριβώς γιατί έχει συνολική εναλλακτική πολιτική προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.