ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 12 Μάη 2007
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
Περί τεχνολογίας και έρευνας

Η καθημερινή ενασχόληση με τα θέματα της Παιδείας και ειδικότερα με τα Πανεπιστήμια (προσπάθεια αναθεώρησης άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος, νόμος - πλαίσιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση) έχει επισκιάσει ένα άλλο ζήτημα, επίσης σοβαρό και σχετικό, δηλαδή αυτό της Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης της χώρας.

Πρόσφατα το υπουργείο Ανάπτυξης ανακοίνωσε την ίδρυση 2 ακόμη Κέντρων Ερευνας και Τεχνολογίας, ένα στη Δυτική Ελλάδα και ένα στην Ηπειρο. Σύντομα θα ανακοινώσει και το επόμενο της Θράκης, και ίσως αργότερα στο.... υπόλοιπο Πελοποννήσου, στο Αιγαίο, στη Δ. Μακεδονία, στη Στ. Ελλάδα, και έτσι να φτιαχτεί ένας ιστός Κέντρων Ερευνας και Τεχνολογίας για να είναι έτοιμη άπασα η επικράτεια να εισέλθει θριαμβευτικά στον Ενιαίο Χώρο Ερευνας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως αντίστοιχα έκανε για τον Ενιαίο Χώρο Εκπαίδευσης, μέχρι το 2010.

Νέα ερευνητικά κέντρα για ποιους σκοπούς

Η ανάγκη ίδρυσης Ερευνητικών Κέντρων, η αξιοκρατική στελέχωσή τους, η ικανή χρηματοδότησή τους για να μπορέσουν να λειτουργήσουν με επάρκεια στις σημερινές συνθήκες είναι ένα σοβαρό ζήτημα, που δεν μπορεί να προχωρήσει ξεκομμένα από μια συνολική θεώρηση της ερευνητικής πολιτικής της χώρας σε συνδυασμό πάντοτε με την πολιτική στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Είμαστε λοιπόν αρκετά ανήσυχοι και επιφυλακτικοί ως προς τους σκοπούς που εξυπηρετούνται με τον τρόπο ίδρυσής τους, σε συνδυασμό με την ιστορική διαδρομή που έχουν ακολουθήσει τα παλαιότερα αντίστοιχα Κέντρα.

Περιληπτικά να αναφέρουμε ότι η «ιστορία» της οργανωμένης έρευνας στη χώρα μας είναι πολύ νέα. Ουσιαστικά εκτός από το Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος» και το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών στην Αθήνα, με ιστορία μισού αιώνα, και μερικών ακόμη μικρότερων (Φλέμιγκ, Παστέρ, Γεωργικών Ερευνών κ.ά.), μόλις πριν 20 χρόνια ξεκίνησε η ίδρυση Κέντρων και Ινστιτούτων, κυρίως στην περιφέρεια, με κύριο χαρακτηριστικό τις προσωπικές επιλογές και διασυνδέσεις κυβερνητικών παραγόντων και «γνωστών» επιστημόνων που είχαν θητεύσει στο εξωτερικό. Ανεξάρτητα από τις όποιες επιτυχίες ή αποτυχίες κατά την πορεία αυτών των κέντρων, και δεν κάνουμε εδώ καμιά προσπάθεια αποτίμησης των αποτελεσμάτων τους, υπάρχουν πλευρές της λειτουργίας τους για τις οποίες θα ασκήσουμε την κριτική μας, παρ' όλο που, όπως θα δείξουμε πιο κάτω με το παράδειγμα των νέων Κέντρων που ανακοινώθηκαν, η πολιτική πρακτική δεν έχει αλλάξει, μιας και οι οδηγίες των «Βρυξελλών» ακολουθούνται τυφλά.

Η σημερινή κυβέρνηση ίσως απαντήσει ότι προχωρεί με δημοκρατικές και αξιοκρατικές διαδικασίες, π.χ. δίνει το προσχέδιο του νέου νόμου για την Ερευνα και Τεχνολογία σε δημόσια διαβούλευση, ζητά υποψηφιότητες για να στελεχώσει το σχετικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, τους Διευθυντές των Ινστιτούτων ή Κέντρων που εποπτεύει, την εκπροσώπησή της σε διεθνείς οργανισμούς ή σε κλαδικές επιστημονικές επιτροπές της ΕΕ κλπ. Ομως η πράξη δείχνει ότι σχεδόν όλα αυτά είναι στάχτη στα μάτια. Στελεχώνει όλες τις θέσεις με «ανθρώπους» της, όπως ακριβώς έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι κάποιοι παραμένουν στις «θέσεις» τους ακόμα και όταν αλλάζουν υπουργοί ή κυβερνήσεις. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι τεχνοκράτες, οι δήθεν ακομμάτιστοι, αυτοί που δεν αντιτάσσονται, που υπακούουν, που χρησιμοποιούν - προσφέρουν τις γνώσεις - υπηρεσίες τους σε όποιο αφεντικό βρίσκεται στην εξουσία.

Ας δούμε το παράδειγμα του Κέντρου Δυτικής Ελλάδας. Οχι μόνο διαβούλευση δεν έγινε, αλλά τέσσερις καθηγητές του Πανεπιστημίου της Πάτρας, με γνωστές απόψεις, μιας και οι τρεις έχουν κατά καιρούς χρηματίσει υποψήφιοι σε πρυτανικά σχήματα και ο ένας είχε θητεία σε πρόσφατη πρυτανεία, εισηγήθηκαν για το Κέντρο και μάλιστα με Ινστιτούτα αναφερόμενα σε ειδικότητες, πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά που άλλοι επιστήμονες, στο ίδιο Πανεπιστήμιο, έχουν κατά τεκμήριο, τις ειδικότερες σχετικές γνώσεις.

Το φαινόμενο μάλιστα της ύπαρξης μερικών καθηγητών από διάφορα Πανεπιστήμια να έχουν ταυτόχρονα πολλές επιτελικές θέσεις (εκτός δηλαδή από καθηγητές να είναι πρόεδροι ινστιτούτων, ή/και κέντρων, ή/και τεχνολογικών πάρκων, ή/και εθνικοί εκπρόσωποι κλπ, κλπ) οφείλουμε κάπως να το εξηγήσουμε. `Η υπάρχει έλλειψη ικανών Ελλήνων επιστημόνων για διευθυντικές θέσεις, ή κάποιοι είναι αναντικατάστατοι λόγω άριστων προσόντων, ή ένας συνδυασμός άκρατου φαταουλισμού του υποκείμενου με τη σιγουριά της υπάκουης στις υποδείξεις της εξουσίας.

Ερευνα από ποιον για ποιον

Αν τα παραπάνω έχουν μικρή σημασία, αν και αναδεικνύουν το χρόνιο πρόβλημα ευνοιοκρατίας, νεποτισμού, κομματοκρατίας που επικρατεί στη χώρα μας, και που επηρεάζει την καθημερινή συμπεριφορά των περισσοτέρων μας (ρουσφέτι, υποταγή, παραίτηση από αγωνιστικές διεκδικήσεις), το περιεχόμενο της έρευνας, ο προσανατολισμός των εφαρμογών της και της συνακόλουθης τεχνολογικής και γενικότερης ανάπτυξης, αλλά και οι αλληλεπιδράσεις της δράσης των Κέντρων Ερευνας με τα Πανεπιστήμια έχουν ιδιαίτερη σημασία.

Οσον αφορά στο περιεχόμενο, δηλαδή τι είδους έρευνα διεξάγεται στα Κέντρα - Ινστιτούτα, ποιοι χρηματοδοτούν, πως αξιοποιούνται τα αποτελέσματα των ερευνών, ποιοι συναποφασίζουν για όλα τα παραπάνω, είναι μερικές μόνο πλευρές που αφορούν στο ζήτημα αυτό. Με δεδομένο μάλιστα ότι η έρευνα σήμερα απαιτεί σημαντικές επενδύσεις τόσο σε υποδομές (κυρίως δαπανηρά όργανα) όσο και σε εξειδικευμένο προσωπικό, είναι στρατηγικής σημασίας η απόφαση για μακροχρόνιες επενδύσεις στον τομέα αυτό. Δεν είναι τυχαίο ασφαλώς ότι οι λεγόμενες προηγμένες τεχνολογικά χώρες, μερικές μάλιστα πολύ μικρές (όπως Δανία, Φιλανδία, Ισραήλ κ.ά.), επενδύουν πολλαπλάσια ποσά από ότι πχ η Ελλάδα.

Επί του προκειμένου παρατηρούμε για μια ακόμα φορά την προχειρότητα και τον τακτικισμό με τα οποία ιδρύονται τα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα και ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη στελέχωση, τη λειρουργία τους, αλλά και τη σκοπιμότητά τους. Η ίδρυση ινστιτούτων με τον όποιο τίτλο που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο επιστημονικό περιεχόμενο δεν προήλθε από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, ακόμα και υπό το πρίσμα των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της σημερινής καπιταλιστικής άρχουσας τάξης, αλλά για τη γρήγορη προσαρμογή του ερευνητικού δυναμικού της χώρας στους στόχους του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, της διακήρυξης της Λισαβόνας, και της εξυπηρέτησης του ανταγωνισμού της ΕΕ, δηλαδή, του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου, προσδοκώντας ενδεχομένως και κάποια οφέλη για το εγχώριο κεφάλαιο.

Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ υπάρχει σοβαρό εθνικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογίας, χρηματοδοτούμενο από εγγενείς εθνικούς πόρους, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου και αυτή η λεγόμενη εθνική χρηματοδότηση γίνεται κυρίως από κοινοτικούς πόρους και επομένως ελέγχεται ακόμα και η γραφειοκρατική διαδικασία διεξαγωγής της (βλ. Προγράμματα ΠΕΝΕΔ, Ηράκλειτος κλπ) από την ΕΕ.

Με οδηγό το λαϊκό συμφέρον

Επειδή λοιπόν η Ερευνα και η Τεχνολογία αφορούν σε όλην την κοινωνία, όπως άλλωστε και η Παιδεία, οφείλει να ενημερώνεται και να έχει άποψη όλη η κοινωνία, και ειδικά το λαϊκό κίνημα. Ούτε η Παιδεία, ούτε η Υγεία, αλλά ούτε και η Ερευνα και Τεχνολογία ανήκουν στη δικαιοδοσία μόνο των ειδικών. Ως κατ' εξοχήν κοινωνικές διαδικασίες, μας αφορούν όλους και, επιπλέον, αποτελεί υποχρέωση και της Πολιτείας αλλά και των ειδικών, δηλαδή των εξειδικευμένων επιστημόνων να ενημερώνουν, να εκλαϊκεύουν για το περιεχόμενο της εργασίας τους, για τις όποιες επιπτώσεις απορρέουν από τα αποτελέσματα των ερευνών τους με οδηγό το λαϊκό συμφέρον και όχι αλλότρια συμφέροντα.

Η άποψή μας εμπεριέχει τα ακόλουθα σημεία:

1. Η ίδρυση ερευνητικών και τεχνολογικών κέντρων και ινστιτούτων προϋποθέτει την ύπαρξη ολοκληρωμένης μελέτης για το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της ερευνητικής δραστηριότητας με στόχευση την εξυπηρέτηση των αναγκών του Ελληνικού λαού.

2. Η ερευνητική πολιτική να είναι ενιαία, να αναγνωρίζει ότι ο κορμός της έρευνας γίνεται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και επομένως έχει δημόσιο χαρακτήρα.

3. Αν, λόγω της ταχύτητας των τεχνολογικών εξελίξεων, κριθεί σκόπιμο να ιδρυθούν εξωπανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα με αντικείμενο εφαρμοσμένης έρευνας και τεχνολογικής καινοτομίας, αυτά να είναι ΝΠΔΔ και να προβλέπεται συμμετοχή των εργαζομένων, επιστημονικού κλπ. προσωπικού στη διοίκησή τους.

4. Το φυσικό αντικείμενο, το είδος δηλαδή της έρευνας που θα διεξάγεται να είναι αποτέλεσμα ευρύτατου διαλόγου υπό την εποπτεία της Βουλής. Η ίδρυσή τους δεν μπορεί να γίνεται με το σημερινό απαράδεκτο τρόπο, του κατακερματισμού, της περικύκλωσης των Πανεπιστημίων για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.

5. Ολα τα μέλη τους, να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Αυτό συνάδει και με την απαίτηση όλα τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ να είναι επίσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.

6. Επειδή έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογίας διεξάγεται κυρίως στα ΑΕΙ, και επειδή δεν μπορούν να υπάρχουν στεγανά, ούτε και άσκοπες επικαλύψεις, μπορεί να βρεθεί τρόπος έτσι ώστε μέλη ΔΕΠ που επιθυμούν να συνεργάζονται ερευνητικά με αντίστοιχους συναδέλφους τους στα Ινστιτούτα, ύστερα από τεκμηριωμένη απόφαση των Σχολών στις οποίες ανήκουν, χωρίς επιπρόσθετη αμοιβή, να το πράττουν. Ετσι και οι κατηγοριοποιήσεις των μελών ΔΕΠ θα εκλείψουν, και πολλοί νέοι επιστήμονες θα προσληφθούν, και οι διακριτοί ρόλοι Κέντρων και ΑΕΙ θα βοηθήσουν περισσότερο και την Παιδεία και την Ερευνα και Τεχνολογία.

Ολα τα παραπάνω βέβαια είναι, κατά κάποιο τρόπο, συνταγές για μια ορθολογικότερη αντιμετώπιση της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης των ημετέρων, της αρπαχτής και της ρουσφετολογίας. Για ουσιαστική ατομική και κοινωνική δραστηριότητα στον τομέα της Ερευνας και Τεχνολογίας χρειάζονται άλλες κοινωνικές συνθήκες. Οταν αντιληφθεί ο καθένας ότι η προσωπική του εξέλιξη, ικανοποίηση και ευτυχία αναγκαστικά περνάει μέσα από τις αντίστοιχες συναισθηματικές καταστάσεις όλων των άλλων, μέσα από την ευτυχία της κοινωνίας σε παγκόσμια κλίμακα, τότε και μόνο τότε αναδεικνύονται όλες οι υπέροχες αρετές της ανθρώπινης φύσης σε αντίθεση με τον ευτελισμό του σήμερα.


Γιάννης ΜΙΣΙΡΛΗΣ
Καθηγητής Πανεπισημίου Πάτρας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ