Εδώ και πολλά χρόνια οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις του δικομματισμού συνεχίζουν η μία την πολιτική της άλλης. Τα δυο κόμματα διαγκωνίζονται ποιο θα προσφέρει μεγαλύτερα κέρδη στο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα τις όλο και πιο δυσμενείς συνέπειες για τους εργαζόμενους
Το καθεστώς της ακρίβειας και των αλλεπάλληλων ανατιμήσεων σε είδη πρώτης ανάγκης σε συνδυασμό με τους πενιχρούς μισθούς των εργαζομένων, σε συνάρτηση με τα επίσημα στοιχεία για τη θέση των μεγαλεμπόρων και των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, δίνουν ανάγλυφα το περίγραμμα της πολιτικής που εφάρμοσαν για χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και συνεχίζει, με ευλαβική συνέπεια, να εφαρμόζει και η ΝΔ. Πρόκειται για την πολιτική που μετράει την αποτελεσματικότητά της με βάση τα κέρδη των επιχειρήσεων - στην επίσημη ορολογία των δύο μεγάλων κομμάτων αναφέρεται ως...«βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας» - που περνάνε μέσα από την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και τις καθημερινές ανατιμήσεις.
Eurokinissi |
Και ενώ οι εργαζόμενοι και τα μισθοσυντήρητα νοικοκυριά υπολογίζουν και το τελευταίο ευρώ, προκειμένου να καταφέρουν να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες και να αντεπεξέλθουν στην αβάσταχτη ακρίβεια και την κερδοσκοπία, τα μονοπώλια των σούπερ μάρκετ υπολογίζουν τα υπερκέρδη τους σε δισεκατομμύρια. Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου που περιλαμβάνονται σε ανάλυση της «Hellastat» που δόθηκε στη δημοσιότητα τις προηγούμενες μέρες, 65 επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ είχαν το 2006 συνολικό τζίρο 8,4 δισ. ευρώ, αυξημένο σε σύγκριση με το 2005 κατά 6,5%.
Την ίδια στιγμή, τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν πέρσι σε τριπλάσιο ποσοστό, κατά 20,4%, φτάνοντας τα 130,40 εκατ. ευρώ από 108,35 εκατ. το 2005, πράγμα το οποίο μαρτυρά τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων από τις επιχειρήσεις, μέτρα που συνήθως συνδέονται με τη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων και την επέκταση των μορφών ελαστικής απασχόλησης στις διάφορες μονάδες, παράλληλα με μια πολιτική συνεχών ανατιμήσεων στα διάφορα είδη πρώτης ανάγκης.
Τα ίδια στοιχεία αποτελούν ακόμη μια απόδειξη ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται τόσο από τη σημερινή κυβέρνηση όσο και από εκείνες που προηγήθηκαν, για την «ενίσχυση του ανταγωνισμού» και το «άνοιγμα των αγορών», στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τη γιγάντωση μιας χούφτας μονοπωλιακών ομίλων που λυμαίνονται τα εισοδήματα των εργαζομένων και καρπώνονται τεράστια μερίδια τζίρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο οι τρεις πρώτες, στο σύνολο των 65 επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ, που περιλαμβάνονται στην έρευνα της «Hellastat», καρπώνονται το 46% του συνολικού τζίρου! Συγκεκριμένα, το 23% του συνολικού τζίρου κατέχει η πολυεθνική «Carrefour Μαρινόπουλος», το 12% η «ΑΒ Βασιλόπουλος» και το 10% ο «Σκλαβενίτης». Η πορεία, μάλιστα, της «Carrefour» είναι αποκαλυπτική για τις συνέπειες των πολιτικών που ασκήθηκαν από τις γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις, και οι οποίες οδηγούν στην ενίσχυση των μονοπωλίων ικανοποιώντας μέχρι κεραίας τις αξιώσεις τους. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση που πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1992, ήδη από το 2000, κατέλαβε την πρώτη θέση στον κλάδο με ποσοστό 19%, που ήδη έφτασε 23% και οι στόχοι της βλέπουν και ψηλότερα. Ο γιγαντιαίος βέβαια αυτός πολυεθνικός όμιλος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει την «ελεύθερη αγορά» και τον «ανταγωνισμό», σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μονοπώλιο, αφού δεν κατέχει στην αγορά μερίδιο πάνω από 25%. Το κόλπο είναι από τώρα γνωστό. Οταν θα προσεγγίσει το ποσοστό αυτό, θ' αρχίσει να σπάει την επιχείρηση σε μικρότερες κι έτσι πάλι θα είναι μέσα στα... μη μονοπωλιακά όρια, την ώρα που δεκάδες χιλιάδες μικροί έμποροι θα τους κυνηγάει ο νόμος και θα κινδυνεύουν με λουκέτο, επειδή υπέπεσαν σε κάποια μικροαγορανομική διάταξη, ή επειδή δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές αξιώσεις των κυβερνώντων.
Επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, οι αρμόδιοι υπουργοί διατυμπάνιζαν με τον πιο ωμό τρόπο την προσήλωση της κυβέρνησής τους στα «ιδεώδη» της «ελεύθερης αγοράς» και στις... αξίες της «επιχειρηματικότητας», ενίοτε και με αρκούντως «άκομψο» τρόπο. Οπως για παράδειγμα τον Γενάρη του 2002 ο Α. Τσοχατζόπουλος ως υπουργός Ανάπτυξης ευχόταν στους ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ «καλά κέρδη» με την ευκαιρία της κοπής της πίτας του ΣΕΣΜΕ, ή πάλι στις 21 του Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου μαζί με τον Ν. Χριστοδουλάκη ως υπουργό Εθνικής Οικονομίας μετά από συνάντησή τους εξέφραζαν το δόγμα - πρόκληση, ότι οι έλεγχοι στην αγορά είναι «παρωχημένη πρακτική». Και σήμερα οι υπουργοί της ΝΔ ξεκαθαρίζουν σε όλους τους τόνους ότι στο επίκεντρο της πολιτικής της κυβέρνησης βρίσκεται η ενδυνάμωση της «ελεύθερης αγοράς» και της κερδοφόρας πορείας των επιχειρήσεων. Από τότε μέχρι και σήμερα δεν έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, για τους εργαζόμενους. Κάθε άλλο. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ πρωτοσήκωσαν τη «σημαία» της «ελεύθερης αγοράς» και της «ενίσχυσης του ανταγωνισμού» και τώρα η ΝΔ προσπαθεί να τη σηκώσει ακόμα ψηλότερα, αποδεικνύοντας ότι οι εναλλασσόμενες στην εξουσία κυβερνήσεις από τη δεκαετία του '80 μέχρι σήμερα, είναι κυβερνήσεις που η μία συνεχίζει το έργο της προηγούμενης.
Και ενώ το κύριο επιχείρημά τους για να αποπροσανατολίσουν τα λαϊκά στρώματα από το γεγονός ότι η πολιτική αυτή είναι απολύτως ταυτισμένη με την εκχώρηση πλήρους ασυδοσίας στα επιχειρηματικά συμφέροντα, να θησαυρίζουν καταλεηλατώντας τα λαϊκά εισοδήματα, ήταν ότι δήθεν η «ελεύθερη αγορά» εφαρμόζεται προς όφελος των καταναλωτών που θα μπορούν να επιλέγουν μέσα από μια ευρεία γκάμα προϊόντων και τιμών, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Ολα αυτά τα χρόνια που η «ελεύθερη αγορά» κυριαρχεί, οι καταναλωτές όχι μόνο δεν είδαν κανένα όφελος, αντίθετα βρίσκονται μέσα σε ένα αεικίνητο κυκεώνα ανατιμήσεων, με τα μονοπώλια να γιγαντώνονται και να μετρούν τα προκλητικά υπερκέρδη τους.
Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να αποδυναμώσουν τα δύο μεγάλα κόμματα, για να αποδυναμωθούν οι πολιτικές που ευαγγελίζονται και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Εχουν κάθε λόγο και μπορούν να διεκδικήσουν μια ριζικά αντίθετη πολιτική, που στο επίκεντρό της θα έχει τα συμφέροντα της απόλυτης πλειοψηφίας του λαού, και μέλημά της θα είναι η κάλυψη των αναγκών των εργαζομένων.