ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Ιούνη 2007
Σελ. /4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
Βιβλιοκριτική «ΡΙΖΟχαρτο»
Γραφή της μνήμης και της ψυχής

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ

«Θυμάσαι, πατέρα;»

Εκδ. «Καστανιώτης»

Νοέμβρης 1994 ήταν που ο Βασίλης Κολοβός, καταξιωμένος ηθοποιός, εκτιμώμενος και από τους αντιπάλους για την ανθρωπιά, το ήθος, την πολύχρονη συνδικαλιστική προσφορά του, τη συνέπεια ιδεών, λόγων και έργων του, φανέρωσε μια ακόμη δημιουργική δραστηριότητά του, τη συγγραφική, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο. Το μυθιστόρημα «Θυμάσαι, πατέρα;» (εκδόσεις «Καστανιώτης»), που εξέπληξε και απέσπασε κριτικούς επαίνους για τη λογοτεχνική του ποιότητα, την αλήθεια, τη δύναμη, τη θέρμη, την τρυφερότητα, τον πλούτο των συναισθημάτων, την πηγαία λαϊκή αλλά και «ζυμωμένη» με τα νάματα της μεγάλης ποίησης και λογοτεχνίας, πολύχυμη, πολύρυθμη γλώσσα του, πλουμισμένη με το ιδίωμα του ορεινού χωριού του. Μυθιστόρημα που, δικαίως, περιλήφθηκε και στη διδακτέα ύλη φιλολογικών τμημάτων ξένων και ελληνικών πανεπιστημίων. Μ' αυτό το πρώτο του βιβλίο, ο Β. Κολοβός αποκάλυψε ανεξίτηλες μνήμες του. Βιώματα, πόθους, καημούς, χαρές, λύπες στο πατρικό του σπίτι. Εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα της φύσης του χωριού του. Ζωές και πράξεις συγχωριανών του. Συγκρούσεις του καλού με το κακό σε χρόνους μαύρους, της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Σαν «βουερό ποτάμι», μνήμες, βιώματα, όνειρα, συναισθήματα των παιδικών του χρόνων «πλημμύρισαν» το νου και την ψυχή του. Εγιναν το «μελάνι» του και αποκάλυψαν όχι μόνο το λογοτεχνικό του ταλέντο, αλλά και όσα τον διαμόρφωσαν ως άνθρωπο, καλλιτέχνη, κομμουνιστή. Τέκνο γονιών φτωχών, αλλά δουλευτάδων, ηθικών, περήφανων, αλληλέγγυων στον ανήμπορο άνθρωπο. Μεγαλωμένος με την αγάπη της οικογένειας, τη λαλιά, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις αξίες, τη φύση, αλλά και με οικογενειακά δράματα, έρωτες, μίση, ιστορίες που άκουσε παιδί για αγωνιστές και αντιδραστικούς συγχωριανούς. Καλός μαθητής, αγαπημένος του δασκάλου του και «διψασμένος» για άλλα γράμματα. Ολα αυτά «έθρεψαν» τα παιδικά του χρόνια και μ' αυτά ξεκίνησε το «δρόμο» που διάλεξε να πάρει. Μ' αυτές τις «ρίζες»-μνήμες του, σα να «μιλά» με τον πεθαμένο πατέρα του, έπλασε το πρώτο του μυθιστόρημα. Βιωματικό, συναρπαστικό «απόσταγμα ψυχής», «απόσταγμα ζωής», «απόσταγμα αξιών», που παράλληλα «ιστορεί τα πάθη της πληγωμένης - από τις συνέπειες του Εμφυλίου - και στερημένης ελληνικής επαρχίας (...) Φιλτράρει προσωπικά βιώματα και μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα. (...) Βιογραφεί και ψυχογραφεί πρόσωπα, με ρεαλισμό αλλά και ποιητική ευαισθησία. Αυτοβιογραφεί και εξομολογείται όσα επέδρασαν στο δρόμο που πήρε "κούτσικο" ο Β. Κολοβός, αφήνοντας τη γενέτειρα για "καλύτερη τύχη" στην αγριότητα της πόλης και της βιοπάλης», έγραφε, μεταξύ άλλων, ο «Ριζοσπάστης», παρουσιάζοντας αυτό το βιβλίο του (Δεκέμβρης 1994). Το 1957 ο Β. Κολοβός έφυγε απ' το χωριό του. Πήγε στη Λαμία για μεροκάματο και γράμματα στο νυχτερινό γυμνάσιο. Από το 1957 αρχίζει και η μυθοπλοκή του βιβλίου του. Αρχή της δυο φονικά που έγιναν παλιότερα για λόγους τιμής, υπό την επίδραση του Εμφυλίου. Παρόντα στην πορεία της πλοκής το μίσος των εθνικοφρόνων κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ιδιαίτερα των κομμουνιστών. Οι ομορφιές και οι δυσκολίες του φυσικού περιβάλλοντος. Ο καθημερινός μόχθος των φτωχών κτηνοτρόφων του κακοτράχαλου, πετρώδους χωριού. Η βεβήλωση όμορφων νεανικών ερώτων, από τυφλό, απάνθρωπο αντικομμουνισμό. Βάσανα, λύπες, γάμοι, γέννες, τραγούδια και χοροί, γλέντια και πανηγύρια στο χωριό. Πρόσωπα αγωνιστών- φίλων του πατέρα του. Και προπάντων οι δικοί του. Η βαβά, οι γονιοί, τα αδέλφια, ο μόχθος της οικογένειας, οι αρχές και οι αξίες της. Ολα τα μυθοπλαστικά «υλικά» - προσωπικά, οικεία και τρίτων προσώπων - αρμονικά πλεγμένα, συνθέτουν την ανθρωπολογική και κοινωνικο-πολιτική «τοιχογραφία» του χωριού του, με εξαιρετική παραστατικότητα, καθάριο ρεαλισμό αλλά και «ποιητικά» λυρικές αποχρώσεις. Πρωτίστως, με αγάπη για τον άνθρωπο της ανάγκης. Γιατί αυτό τον συμβούλεψε ο πατέρας του, φτάνοντας στη Λαμία: «Πιδί μ', φτωχοί άνθρωποι μεις, με τον φτωχό και τον πονεμένο κολιγιά είμαστε, μη τον αδικήσεις, μη του κλέψεις το ψωμί απ' το χέρι, μη βάλεις αμανάτι τον εαυτό σου για το καλύτερο που δεν είν' θ'κό σ'. Ο,τι φκιάνουν τα χέρια σ', αυτό είν' καλό(...)».


Αριστούλα Ελληνούδη

Η μελωδία της σκέψης «ΡΙΖΟχαρτο»
«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ», του ΛΟΡΚΑ

Μουσική: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

Ποίηση: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Τα τραγούδια γράφτηκαν για το θεατρικό έργο

«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ», του ΛΟΡΚΑ

Νανούρισμα

Νάνι το παιδί μου νάνι που δεν ήθελε νερό,

τ' άλογό μας το μεγάλο. Αχ καρδούλα μου ποιος ξέρει

τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό.

Νάνι, το νερό το μαύρο μες στα πράσινα χορτάρια

που ψιλό τραγούδι πιάνει. Νάνι την τριανταφυλλιά μου

που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ' άλογό μας το καλό.

Εχει πόδια λαβωμένα, τραχηλιά κρουσταλλιασμένη,

έχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.

Μόνο μια φορά σαν είδε τ' αντρειωμένα τα βουνά

εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά.

Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,

αχ μαράζι μες στο χιόνι. Νάνι το γαρούφαλό μου

που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ' άλογό μας το καλό.

Μην έρχεσαι μη μπαίνεις, το παραθύρι κλείστο

με φυλλωσιές ονείρου, μ' όνειρα φυλλωσιάς.

Κοιμάται το παιδάκι μου, σωπαίνει το μωρό μου.

Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,

άλογο της χαραυγής.

Μουσική: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

Στίχοι: ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ

Τα τραγούδια γράφτηκαν για το θεατρικό έργο

«Παραμύθι χωρίς όνομα», του ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ

βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ

Ο Εκτορας κι η Ανδρομάχη

Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη

στον Εκτορα που κίναε για τη μάχη

φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:

«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,

όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.

Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,

στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»

Ετσι κι εμένα η κόρη του Γαβρίλη

σαν έφευγα στις 20 τ' Απρίλη

μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι:

«Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις,

μια κοπελίτσα κοίτα ν' αγαπήσεις.

Οποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει,

στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει»

Το βιβλίο και οι άλλες τέχνες «ΡΙΖΟχαρτο»
«ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» (GREY SOULS)

Σκηνοθεσία: Υβ Ανζελό.

Σενάριο: Φιλίπ Κλοντέλ, Υβ Ανζελό.

Πρωταγωνιστούν: Ζαν-Πιερ Μαριέλ, Ζακ Βιλγέ, Ντενί Πονταλιντέ.

Το φιλμ «ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» βασίζεται στο μυθιστόρημα «ΓΚΡΙΖΕΣ ΨΥΧΕΣ» του Φιλίπ Κλοντέλ (Αθήνα, «Ψυχογιός» 2006, 300 σ.) μια ιστορία φόνων σε ένα περιβάλλον όπου η αυθαιρεσία, η υποκρισία της εξουσίας και των προνομιούχων εξουθενώνουν τους κατοίκους και λοιδορούν τους θεσμούς.

Οι «ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» είναι ένα καλογυρισμένο κοινωνικό δράμα με βασικό χαρακτήρα τον εισαγγελέα Ντεστινά, του οποίου η παρουσία είναι καταλυτική, τόσο ως ερμηνεία από τον Μαριέλ, όσο και στη δραματουργία της αφήγησης. Η εξιχνίαση της δολοφονίας και άλλα μυστήρια που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της έρευνας παραπέμπουν μεν σε αστυνομική ταινία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την ουσία της. Η ταινία κάνει παρατηρήσεις πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό και τα σχόλιά της είναι εξαιρετικά πετυχημένα και σαν θέμα και σαν παρουσίαση.

Ο μύθος της ταινίας στηρίζεται στην παρουσίαση δύο παράλληλων κόσμων στο ίδιο χωροχρονικά σημείο, εν μέσω ενός τραγικού πολέμου. Του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από τη μια πλευρά είναι ο απλός λαός: Ο ταβερνιάρης, η δασκάλα, οι νεαροί φαντάροι, ο απλός οικογενειάρχης αστυφύλακας. Από την άλλη, οι άρχοντες: Ο ανακριτής, ο συνταγματάρχης και, φυσικά, ο εισαγγελέας. Οταν οι δρόμοι των δυο αυτών κόσμων συναντιούνται, οι συνέπειες για τον πρώτο θα είναι ολέθριες. Ο κυνισμός της εξουσίας καταστρέφει ό,τι πιο όμορφο υπάρχει και τα αγνά αισθήματα του απλού ανθρώπου χάνονται στην ομίχλη της διαφθοράς και του θανάτου.

Ο σκηνοθέτης Ανζελό (γνωστότερο έργο του «ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», 1991) κατόρθωσε να δημιουργήσει υποβλητική ατμόσφαιρα πλούσια σε σημασίες και πρόσφορη σε προεκτάσεις.

Το φιλμ έχει κινηματογραφική υφή σε όλα του τα επίπεδα. Φωτογραφία, σκηνικά/τοποθεσίες, κοστούμια, ήχος, μουσική, και πάνω απ' όλα, ερμηνείες. Οι μικρές παύσεις, τα βλέμματα, οι κινήσεις, ο χρωματισμός της φωνής είναι στοιχεία που φανερώνουν την ποιότητα των ηθοποιών, ενώ η ικανότητα του σκηνοθέτη να τα αναδείχνει, χωρίς να καταφεύγει σε δακρύβρεκτα κοντινά πλάνα σαπουνόπερας, είναι δείγμα σκηνοθετικού ταλέντου και οξυδέρκειας. Η αποφυγή μελό σε μια δραματική ταινία είναι δύσκολο επίτευγμα και σπάνια συμβαίνει στον εμπορικό κινηματογράφο.

Αυτήν την ταινία θα ήταν σημαντικό να τη δείτε σε συνθήκες αίθουσας.

Μάριος Βαλάσης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ