Πίσω όμως από το παιχνίδι των εντυπώσεων και της δικομματικής κοκορομαχίας υπάρχει η σύμπλευση για τα ουσιαστικά. Για παράδειγμα, ο Κ. Καραμανλής σε συνέντευξή του στο ΡΙΚ επανέλαβε ότι το «νέο ξεκίνημα» που επαγγέλλεται δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότι θα συνεχίσει την πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη «με καινούρια ορμή»: «Δεν είμαστε ισοπεδωτές, δε λέμε ότι όλα όσα έγιναν, έγιναν κακά. Εκείνο που λέμε είναι ότι χρειάζεται μια καινούρια ορμή». Η κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση είναι ότι «δεν έγιναν διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, δηλαδή απελευθέρωση της οικονομίας, την οποία άλλωστε διαρκώς και συστηματικά μας επισημαίνει η ίδια η ΕΕ». Οσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις είπε ότι αυτές νοούνται μόνο αν δοθεί το μάνατζμεντ στους ιδιώτες. Σε άλλη συνέντευξή του (στον «Αλφα») ο Κ. Καραμανλής για πρώτη φορά πρόσφερε πλήρη πολιτική κάλυψη στους βασιλοχουντικούς του κόμματός του, λέγοντας ότι δεν εξέφρασε καμία δυσφορία στους βουλευτές του που είχαν στείλει χαιρετιστήρια μηνύματα σε εκδήλωση φιλοβασιλικών στα Γιαννιτσά. Δε με ενοχλεί, ισχυρίστηκε, αν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν σχέση με το παρελθόν. Παράλληλα απαντώντας σε ερώτηση για τη λεγόμενη βασιλική περιουσία είπε ότι θέση του είναι «ο σεβασμός της νομιμότητας», αφήνοντας διάπλατα ανοιχτό το ενδεχόμενο να πάρει ο Γλύξμπουργκ ό,τι αποφανθούν τα δικαστήρια. Σε άλλη ερώτηση αν θα χρησιμοποιήσει τον Δ. Αβραμόπουλο στο κυβερνητικό σχήμα είπε ότι «σε αυτή τη φάση όχι», αλλά, συμπλήρωσε, «στην πολιτική ποτέ μη λες ποτέ, για τίποτα».
Το κυβερνητικό κρεσέντο αυταρχισμού δε θα μπορούσε παρά να καταδικαστεί με κάθε μέσο, σε όλους τους τόνους, από ένα λαό και τις οργανώσεις του, βαθιά δημοκρατικό και προοδευτικό. Η προσπάθεια καταστρατήγησης στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, η καταπάτηση, η προσβολή των ίδιων των θεσμών του αστικού κράτους προκάλεσε τη λαϊκή κατακραυγή και έκανε να ηχήσει απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας το αίτημα για άμεση παύση της δίωξης.
Εξάλλου, κοινή είναι η πεποίθηση όλων πως η ενέργεια αυτή του Ε. Γιαννόπουλου σηματοδοτεί άσχημες εξελίξεις στην πολιτική ζωή του τόπου, ανοίγει επικίνδυνους δρόμους. Και είναι αυτός ο σημαντικότερος λόγος που τους έκανε όχι απλά να συμπαρασταθούν στο «Ρ», αλλά να δηλώσουν έτοιμοι, τη συμπαράστασή τους αυτή να την εκφράσουν και εμπράκτως όπως και όποτε χρειαστεί.
Με ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ενωση Αξιωματικών και Υπαξιωματικών Εθνικής Αντίστασης '41-'44, εκφράζει την αγανάκτησή της για τη δικαστική δίωξη μιας εφημερίδας που «έπαιξε αποφασιστικά πρωτεύοντα ρόλο στον ξεσηκωμό του λαού κατά των κατακτητών στα μαύρα χρόνια της κατοχής, ψυχή του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που στάθηκε στο πλευρό των αγωνιστών και τότε και στους μετέπειτα αγώνες τους για την αναγνώριση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, που στέκεται στο πλευρό των εργαζομένων για τα δίκαια αιτήματά τους».
Η ΠΕΑΥΕΑ καταγγέλλει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και για τον χρόνιο εμπαιγμό σε βάρος των αξιωματικών της Αντίστασης, ενώ επιρρίπτει ευθύνες γι' αυτό και στον Ε. Γιαννόπουλο, αφού όπως τονίζει: «Κατακρατείται αυθαίρετα από τους Αξιωματικούς το μέρισμα Μ.Τ. και μια τροπολογία που είναι έτοιμη κρατείται στα χρονοντούλαπα του υπουργείο Εθνικής Αμυνας με τον κ. Τσοχατζόπουλο να μας εμπαίζει, να μας αγνοεί. Εσείς κ. Γιαννόπουλε, τι κάνετε; Αντί να κοιτάξετε τα προβλήματα των αγωνιστών βάλλετε κατά του "Ρ", της δικής μας εφημερίδας».
Η ΠΕΑΥΕΑ εκφράζει τη λύπη της, σημειώνει πως το ΚΚΕ και η εφημερίδα του ήταν οι αιμοδότες του ΕΑΜικού κινήματος, κάτι που δεν αμφισβητείται από κανένα και καταλήγοντας σημειώνει: «Το να διαφωνείτε με την πολιτική του είναι δικαίωμά σας! Δεν είναι όμως δικαίωμά σας να βάλλετε κατά της εφημερίδας. Ασεβείτε κατά της ιστορίας της Αντίστασης».
Τέλος, καλείτε ο Ε. Γιαννόπουλος να σταματήσει τις διώξεις, ενώ η ΠΕΑΥΕΑ προειδοποιεί πως θα τον διαγράψει και θα κοινοποιήσει τη διαγραφή του προς κάθε κατεύθυνση.
Πλήγμα κατά της ελευθερίας του Τύπου, αλλά και του δικαιώματος της ελεύθερης κριτικής σε κάθε δημόσιο ή όχι πρόσωπο, χαρακτηρίζει τη δίωξη κατά του «Ρ» το ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ο Σύλλογος σημειώνει πως η εφημερίδα «παραμένει αταλάντευτος εκφραστής και προπαγανδιστής των αγώνων και των συμφερόντων της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού». Καταλήγοντας εκφράζει τη συμπαράστασή του στο «Ρ», προειδοποιεί ότι «χτυπάει καμπάνα μεγαλύτερου περιορισμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων μας» και καλεί τους φοιτητές να ξεσηκωθούν ενάντια στον περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και κριτικής.
α) Γνώση των προγραμμάτων των κομμάτων.
β) Συνειδητοποίηση της ταξικότητας των κυβερνητικών πολιτικών, δηλαδή το ποιον εξυπηρετούν και ποιον βλάπτουν. Ενα ορισμένο επίπεδο γνώσης της πολιτικής της ΟΝΕ και τη σχέση της με τα κόμματα του λεγόμενου ευρωπαϊκού προσανατολισμού (εργασιακά ασφαλιστικά δικαιώματα, ιδιωτικοποιήσεις κλπ.).
γ) Ποια είναι η στάση των κομμάτων σε σχέση με τη Νέα Δομή του ΝΑΤΟ και τα πολεμικά σχέδια στη Βαλκανική.
Να, γιατί το ΚΚΕ είναι σάρκα από τη σάρκα του εργατικού και του λαϊκού κινήματος και είναι «καταδικασμένο» να ακολουθεί βιολογικά την τύχη του λαϊκού κινήματος. Να, γιατί οι κομμουνιστές τη δική τους δημοσκόπηση τη διαμορφώνουν με την άμεση, τη ζωντανή επαφή και δράση με τον εργάτη, τον αγρότη, το μικρομεσαίο επαγγελματία, τον άνεργο, το συνταξιούχο, τον καλλιτέχνη, τον διανοούμενο, τον νεολαίο, το μαθητή. Να, γιατί μπορούμε πάντα να διαψεύσουμε τα στημένα γκάλοπ τους, γιατί μάθαμε να στηρίζουμε τους λαϊκούς αγώνες, γιατί έχουμε εμπιστοσύνη στη δύναμη του ενωμένου λαού. Αγωνιστική δράση λοιπόν, 365 μέρες το χρόνο και στις 9 Απρίλη μαύρο στο δικομματισμό και ενίσχυση του ΚΚΕ για ισχυρή λαϊκή αντιπολίτευση στην προοπτική της οικοδόμησης του Μετώπου των λαϊκών δυνάμεων.
Η κυβέρνηση με το νέο κανονισμό εργασίας του ΗΛΠΑΠ, ανάμεσα στα άλλα, ορίζει ότι οι οδηγοί σε πολλές περιπτώσεις θα βρίσκονται στο δρόμο από τις 5 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ, για να δουλέψουν από τις 6 μέχρι τις 10 το πρωί και από τις 2 μέχρι τις 6 το απόγευμα. Δηλαδή θα δουλεύουν σπαστό ωράριο. Αυτό είναι πρωτοφανές. Μας πάει πίσω στο "Μεσαίωνα των εργασιακών σχέσεων". Και γι' αυτό είναι απαράδεκτο.
Είναι φανερό από τα παραπάνω, ότι η διακήρυξη του Γ. Παπαντωνίου πως το ΠΑΣΟΚ οραματίζεται κοινωνία της αλληλεγγύης (ΝΕΑ, 27.3.2000), είναι αέρας κοπανιστός.
Παρακολουθήστε σήμερα Πέμπτη στην τηλεόραση του «902»:
Χτες ο Κ. Λαλιώτης έκανε λόγο για «γκρίζους» ανθρώπους και «γκρίζα» επικοινωνιακή πολιτική. Λίγες ώρες αργότερα την ίδια μέρα οι «γκρίζες» τηλεοπτικές διαφημίσεις πολλαπλασιάστηκαν, αφού προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες της ΝΔ και αυτές του ΠΑΣΟΚ.
Μάλιστα ο Κ. Λαλιώτης χτες με δήλωσή του, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι το ΠΑΣΟΚ προχώρησε στην αρνητική διαφήμιση γιατί το θεωρεί χρέος πολιτικό και ηθικό απέναντι στον ελληνικό λαό... Φαίνεται ότι αυτό το τελευταίο δεκαήμερο οι εκπρόσωποι του δικομματισμού, θα διαγράψουν οριστικά, τη λέξη «αιδώς» από το λεξιλόγιό τους και θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να υφαρπάξουν την ψήφο του ελληνικού λαού.
Η ανταλλαγή ανακοινώσεων και δηλώσεων συνεχίστηκε και πάλι με αμείωτη ένταση στην προεκλογική «αρένα» που έχουν στήσει οι δυο μονομάχοι και που μοναδικό σκοπό έχει τη δημιουργία κλίματος πόλωσης, προς όφελος βεβαίως των εκλογικών τους ποσοστών...
Αύξηση των αμυντικών δαπανών της ΕΕ, προτείνει ο ύπατος εκπρόσωπος για την ευρωπαϊκή Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια (ΚΕΠΑ) Χαβιέ Σολάνα, τονίζοντας ότι «βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα πρέπει να αυξηθούν τα κονδύλια, αν θέλουμε να επιτύχουμε το στόχο μας για την Ευρώπη της Αμυνας».
Μιλώντας σε σεμινάριο για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας, σήμερα στις Βρυξέλλες, ο Χ. Σολάνα υπογράμμισε ότι οι Ευρωπαίοι υπουργοί Αμυνας στις πρόσφατες συναντήσεις τους συμφώνησαν στην ανάγκη «να προχωρήσουμε γρήγορα», αλλά απομένει να υποστηρίξουν την πρόταση οι υπουργοί Οικονομικών και τα εθνικά Κοινοβούλια. Ο Χ. Σολάνα θεωρεί ότι εμπόδια για τη γρήγορη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας, αποτελούν η συνεχής μείωση των αμυντικών προϋπολογισμών των χωρών - μελών και η αδυναμία προσαρμογής των ενόπλων δυνάμεων ορισμένων χωρών. Η Ελλάδα, που έχει τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες,(ως ποσοστό του ΑΕΠ) από όλες τις χώρες της ΕΕ, υποστηρίζει επίσης σθεναρά την αύξησή τους σε κοινοτικό επίπεδο.