ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 5 Απρίλη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ & ΠΟΤΩΝ
Αυξήσεις κερδών μέχρι και 395%

Από τους ισολογισμούς 26 εταιριών τροφίμων και ποτών, που επεξεργάστηκε ο «Ρ» προκύπτει για το 1999 μέσο ποσοστό αύξησης για τα κέρδη 15,1% και  μέσο ποσοστό αύξησης εσόδων 6,3%, ενώ τα ποσοστά αύξησης κερδών για τις μεγάλες εταιρίες κυμαίνονται από 111% μέχρι 394,9%

Ιδιαίτερα «καρποφόρα» - σε κέρδη - χρονιά ήταν και το 1999 για τις μεγάλες εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών, οι διοικήσεις των οποίων - επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση των κερδών τους - προχώρησαν σε κερδοσκοπικές αυξήσεις, εν γνώσει τους ότι ρίχνουν «λάδι στη φωτιά» του πληθωρισμού. Ετσι δικαιολογείται και η μεγαλύτερη - σε σχέση με το μέσο πληθωρισμό - αύξηση των τιμών στα είδη τροφίμων και ποτών το 1999, τάση που συνεχίζεται και το 2000.

Ενδεικτικά από αυτή την άποψη, είναι και τα στοιχεία του πίνακα, που επεξεργάστηκε και δημοσιεύει σήμερα ο «Ρ», συνεχίζοντας την παρουσίαση (με την εξέλιξη των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων) που άρχισε την Κυριακή. Τα στοιχεία αυτά, αποκαλύπτουν με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών, πως οι θυσίες που επέβαλε η κυβέρνηση στους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, προκειμένου να εκπληρωθεί ο «εθνικός στόχος» για την ένταξη στην ΟΝΕ, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα «καρποφόρες» και για τους μεγαλοεπιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ειδών διατροφής και ποτών.

Από το σημερινό πίνακα, προκύπτει ότι, οι συγκεκριμένες 26 εταιρίες ειδών διατροφής και ποτών, αύξησαν πέρσι τα καθαρά προ φόρων κέρδη τους, κατά 15,1%. Αξίζει να σημειωθεί, πως οι 21 από τις 26 εταιρίες του πίνακα, εμφανίζουν ποσοστό αύξησης κερδών πολύ πάνω από το μέσο όρο. Οι 6 μεγαλύτερες μάλιστα από τις 26 εταιρίες ειδών διατροφής και ποτών παρουσιάζουν αύξηση κερδών από 111% μέχρι και 394,9%, ενώ άλλες 6 εμφανίζουν μείωση κερδών από 9,6% μέχρι και 286,3%. Αυτό, όμως που μετράει, είναι το μέσο ποσοστό αύξησης. Το μέσο ποσοστό αύξησης των κερδών 15,1%, που εμφανίζουν για το 1999 τα κέρδη των 26 εταιριών ειδών διατροφής και ποτών:

  • Πρώτον, είναι 2,5 φορές μεγαλύτερο των συνολικών εσόδων που εμφανίζουν οι ίδιες εταιρίες το 1999 και το οποίο ανήλθε σε 6,3%.
  • Δεύτερον, είναι σχεδόν 5 φορές μεγαλύτερο του πληθωρισμού, που το 1999, «έκλεισε» επίσημα με αύξηση 2,6%.
  • Τρίτον, περίπου 5 φορές μεγαλύτερο από την ονομαστική αύξηση των μισθών των εργαζομένων στις εμποροβιομηχανικές εταιρίες ειδών διατροφής, αλλά και γενικότερα των εργαζομένων συνταξιούχων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Ενδιαφέρον, παρουσιάζουν και τα άλλα στοιχεία του πίνακα με την εξέλιξη των κερδών και των πωλήσεων που εμφανίζουν το 1998 και 1999 οι συγκεκριμένες 26 επιχειρήσεις, από τα οποία προκύπτει ότι τα συνολικά προ φόρων κέρδη τους, διαμορφώθηκαν το 1999 στο ποσό των 87.360 εκατ. δραχμών (έναντι 75.922 εκατ. δρχ. το 1998) και οι συνολικές τους πωλήσεις ανήλθαν στο ποσό των 1.047.557,3 εκατ. δραχμών (έναντι 985.904,7 εκατ. δραχμές το 1998).

Στην ουσία, δηλαδή, οι 26 εταιρίες μοιράστηκαν μεταξύ τους επιπλέον κέρδη 11,5 δισεκατομμύρια δραχμές, που κατά μέσο όρο αναλογούν σε κάθε μια εταιρία επιπλέον κέρδη ύψους 442 εκατ. δραχμών! Μάλιστα, οι 5 πιο κερδοφόρες απ' αυτές (με βάση το συνολικό ύψος των κερδών) καρπώθηκαν τη «μερίδα του λέοντος», τόσο των συνολικών κερδών, όσο και των συνολικών πωλήσεων.

Συγκεκριμένα, οι όμιλοι εταιριών 3Ε, η γαλακτοβιομηχανία ΔΕΛΤΑ, η CHIPITA Interntional, η GOODY'S και η αλαντοβιομηχανία ΝΙΚΑΣ, εμφάνισαν το 1999 κέρδη συνολικού ύψους 68.493,2 εκατ. δραχμών και έσοδα από πωλήσεις 797.881,3 εκατ. δραχμές. Με δεδομένο ότι οι 5 αυτές εταιρίες είχαν εμφανίσει το 1998 κέρδη 60.208,6 εκατ. δραχμών και πωλήσεις 757.778 εκατ. δραχμών, προκύπτει ότι:

Πρώτον, τα συνολικά τους κέρδη αυξήθηκαν κατά 13,8% ή κατά 8,3 δισ. δραχμές.

Δεύτερον, οι συνολικές τους πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 5,3% ή 40,1 δισ. δραχμές.

Τρίτον, επειδή το ποσοστό μείωσης των κερδών και των πωλήσεων των παραπάνω 5 εταιριών ήταν μικρότερο από το μέσο ποσοστό αύξησης των 26 εταιριών, μειώθηκαν - ελάχιστα - τα μερίδιά τους στα συνολικά κέρδη και τις συνολικές πωλήσεις.

Συγκεκριμένα, σαν ποσοστό στα συνολικά κέρδη και τις συνολικές πωλήσεις των 26 εταιριών το μερίδιο των κερδών των παραπάνω 5 εταιριών μειώθηκε πέρσι στο 78,4% από 79,3% που ήταν πρόπερσι και το μερίδιο των πωλήσεων μειώθηκε από 76,9% σε 76,2%. Παρά τη μικρή μείωση, οι συγκεκριμένες 5 εταιρίες, μοιράζονται μεταξύ τους κοντά στο 80% των συνολικών κερδών και πάνω από το 76% των πωλήσεων.

Οσον αφορά το γεγονός ότι το μέσο ποσοστό αύξησης των κερδών ξεπέρασε το 15%, είναι μια καλή απόδειξη, για το πού «έγραψαν» και «γράφουν» οι μεγαλοεπιχειρηματίες τις «συμφωνίες κυρίων» για συγκράτηση των τιμών, που τόσο πολύ διαφημίζει η κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι 6 μεγαλύτερες βιομηχανίες ειδών διατροφής- με βάση το ύψος των κερδών τους- εμφανίζουν αύξηση κερδών από 111 μέχρι και 394,9%, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη, πως στην Ελλάδα έχουμε «πληθωρισμό κερδών» και όχι «μισθών». Για τους βιομηχάνους προέχει η αύξηση των κερδών και υπερκερδών τους. Οσον αφορά την ανάγκη συγκράτησης του πληθωρισμού στα επίπεδα που επιτάσσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι βιομήχανοι και η κυβέρνηση επέβαλαν τις σχετικές θυσίες, μονόπλευρα στους εργαζόμενους.


ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ
Σημαντικά κέρδη για το '99

Κατά 104% αυξήθηκαν τα προ φόρων κέρδη της «Εθνικής Ασφαλιστικής» για το οικονομικό έτος 1999 τα οποία ανήλθαν στα 12,9 δισεκατομμύρια δραχμές, έναντι 6,3 δισεκατομμύρια δραχμές που ήταν το προηγούμενο έτος. Χτες στα πλαίσια της γενικής συνέλευσης αποφασίστηκε η διανομή μερίσματος 75 δραχμές ανά μετοχή.

Τα έσοδα από ασφαλιστικές εργασίες κατά το 1999 ανήλθαν στα 179 δισεκατομμύρια δραχμές έναντι 139,2 της χρήσης του 1998, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 23% περίπου, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της προήλθε από τον κλάδο ζωής. Ο κλάδος ζωής κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό, 52% στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου της «Εθνικής Ασφαλιστικής». Οι ασφαλιστικές προβλέψεις της εταιρίας ανήλθαν σε 333 δισεκατομμύρια δραχμές το '99 έναντι 238 δισεκατομμυρίων δραχμών που ήταν το '98.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ