Στα τελευταία 8 χρόνια ο δικομματισμός από κοινού και εναλλάξ αύξησε τους φόρους στα λαϊκά στρώματα, ενώ οι φόροι πάνω στα επιχειρηματικά κέρδη έπεσαν κάτω και από τα προ 8ετίας επίπεδα!
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έδρασαν και δρουν συμπληρώνοντας η μία την άλλη. Εδωσαν και δίνουν απλόχερες όσο και προκλητικές φοροελαφρύνσεις στους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Ταυτόχρονα, εκτοξεύουν στα ύψη και τη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία πληρώνουν - και με το παραπάνω - την εφαρμοζόμενη πολιτική σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.
Το γεγονός αυτό καταμαρτυρούν τα επίσημα στοιχεία και οι προϋπολογισμοί που ψήφισε ο δικομματισμός με τη στήριξη και των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών και άλλων ηγεσιών. Αποκαλυπτική είναι η κατανομή των φορολογικών βαρών στην 8ετία 2000-2007: Τα λαϊκά στρώματα φορτώθηκαν με πρόσθετα ποσά ύψους 10 δισ. ευρώ από τους έμμεσους φόρους και ακόμη 4,3 δισ. ευρώ από τους άμεσους φόρους. Η τελική σούμα για τα λαϊκά στρώματα φτάνει σε 14,3 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, τα συνεταιράκια στο δικομματισμό διογκώνουν τη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων, κατά μέσο όρο, με 1,8 δισ. ευρώ το χρόνο. Στον αντίποδα οι φόροι πάνω στα επιχειρηματικά κέρδη, οι οποίοι στο τέλος του 2007 θα φτάσουν να είναι λιγότεροι ακόμη και από τους προ 8ετίας, του έτους 2000.
Αυτή είναι η πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που εξίσου, από κοινού και εναλλάξ, ζημίωσαν τα λαϊκά εισοδήματα στο όνομα των αλλεπάλληλων «δημοσιονομικών προσαρμογών»...
H εφαρμοζόμενη πολιτική είναι μία και μοναδική, αλλά για λόγους ταξινόμησης ας βάλουμε τα πράγματα σε χρονολογική σειρά και ας ξεκινήσουμε με το φορολογικό έργο των κυβερνήσεων Σημίτη - ΠΑΣΟΚ.
Η εξαετία 2000-2005, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στους άμεσους φόρους, χρεώνεται ολοκληρωτικά στο ΠΑΣΟΚ. To έτος 2005 χρεώνεται εξ ημισείας στον καθένα: Η φορολογία εισοδήματος (άμεσοι φόροι) έγινε στη βάση του νόμου του ΠΑΣΟΚ, που εφάρμοσε κατά κεραία η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία όμως «πρόσθεσε» και την επιβάρυνση του ΦΠΑ στα λαϊκά στρώματα και την πρώτη από τις δόσεις φοροελάφρυνσης των μεγάλων επιχειρήσεων.
Από την πρώτη στιγμή έσπευσε να ανακοινώσει το χρονοδιάγραμμα αποκλιμάκωσης του φόρου πάνω στα επιχειρηματικά κέρδη κατά 10 ολόκληρες μονάδες (στο 25% από 35%). Με το άλλο χέρι διασφαλίζουν πρόσθετους φόρους από τις απανωτές ανατιμήσεις των έμμεσων φόρων, του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης (καύσιμα, τσιγάρα, τέλη κινητής τηλεφωνίας). Με αυτά και άλλα «μόνιμου χαρακτήρα διαρθρωτικά μέτρα», που πάρθηκαν με τη σύμφωνη, επί της ουσίας, γνώμη και του ΠΑΣΟΚ, στη βάση των κοινοτικών Οδηγιών, θα επιβαρύνουν την πλατιά λαϊκή κατανάλωση με εκατοντάδες ακόμη εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Με βάση το ετήσιο χρονοδιάγραμμα αύξησης στους ειδικούς φόρους πάνω στα καύσιμα - ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2006 - τα πρόσθετα φοροέσοδα το έτος 2009 θα είναι 1,6 δισ. ευρώ πάνω από το αντίστοιχο κονδύλι του 2005. Για το 2007 υπολογίζουν να συγκεντρώσουν 175 εκατ. ευρώ περισσότερους φόρους από τα τσιγάρα και ακόμη 71 εκατ. ευρώ από τα τέλη κινητής τηλεφωνίας. Η πολιτική αυτή έχει να κάνει με τις εντολές της ΕΕ και άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Το μόνο που «αλλάζει» είναι ο φορέας εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων, δηλαδή οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του προϋπολογισμού έτους 2007, σύμφωνα με τα οποία:
Και δεν είναι μόνο οι επίσημα θεσμοθετημένες φοροελαφρύνσεις σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου αλλά και η «ημιεπίσημη» φοροδιαφυγή και φοροκλοπή από ισχυρούς μεγαλο-επιχειρηματίες που δρουν κάτω από τη «μύτη» και με την ανοχή του δικομματισμού. Αυτό αποδείχνουν τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας, η πολιτική ηγεσία του οποίου - είτε με ΝΔ είτε με ΠΑΣΟΚ - κατά τα λοιπά κόπτεται για την πάταξη του «φαινομένου», αφού 6.274 μεγαλο-οφειλέτες της Εφορίας έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη ύψους 15 δισ. ευρώ, τα περισσότερα από τα οποία θεωρούνται πλέον «οριστικά χαμένα». Πρόκειται για τους ίδιους επιτήδειους που ο δικομματισμός επιδότησε με μπόλικο ζεστό και δωρεάν κρατικό χρήμα μέσω «αναπτυξιακών νόμων» και κάθε είδους άλλων διευκολύνσεων.
Και από την άποψη της φορολογικής πολιτικής γίνεται φανερό το γεγονός ότι ο κοινωνικά παραγόμενος πλούτος είναι και άφθονος και υπεραρκετός έτσι ώστε να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Η διεκδίκησή του από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων και αναγκών περνά μέσα από την ανάπτυξη του αγωνιστικού μετώπου πάλης. Αυτός είναι ο δικός μας μονόδρομος, που βέβαια πρέπει να βρει την αντανάκλασή του και στις ερχόμενες βουλευτικές εκλογές με την υπερψήφιση των αγωνιστικών συνδυασμών του ΚΚΕ.