Το θέμα μιας ισχυρής Γερμανίας σκόνταφτε στο γεγονός ότι η τελευταία κάποια στιγμή, που θα ένιωθε αρκετά ισχυρή, θα αναζητούσε ζωτικό χώρο για τα συμφέροντά της πέραν των συνόρων της, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τα συμφέροντα των υπολοίπων ιμπεριαλιστικών χωρών που της είχαν αρπάξει τις αποικίες και τις προπολεμικές της αγορές. Αυτό, βέβαια, για τις ΗΠΑ δεν ήταν καθόλου κακό, αλλά για τη Μεγάλη Βρετανία ήταν πραγματική απειλή. Το ίδιο και για τη Γαλλία. Επρεπε συνεπώς η πολιτικοοικονομική ανόρθωση της Γερμανίας να έχει προσανατολισμό ως προς το ζωτικό χώρο που η χώρα αυτή θα έπρεπε να καταλάβει, ούτως ώστε να μην αποτελεί άμεση απειλή για τα γαλλοβρετανικά συμφέροντα, αλλά και να ικανοποιεί τους γενικότερους στρατηγικούς αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η λύση του προβλήματος ήταν μία: Να δημιουργηθεί μια ισχυρή Γερμανία με ελεύθερο το δικαίωμα να αναζητήσει το μελλοντικό ζωτικό της χώρο στην Ανατολή: Στη Σοβιετική Ενωση κυρίως, αλλά και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ετσι επιτυγχανόταν κι ένας κοινός στόχος των απανταχού ιμπεριαλιστών, που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία όρων για την εξάλειψη της Σοβιετικής Ενωσης ως εργατικού κράτους.
Από το 1924 έως το 1929 που ίσχυσε το σχέδιο, η Γερμανία πήρε από τις ΗΠΑ και την Αγγλία με τη μορφή δανείων, πιστώσεων και επενδύσεων 20-25 δισεκατομμύρια μάρκα και στο ίδιο χρονικό διάστημα πλήρωσε για επανορθώσεις μόνο 11 δισεκατομμύρια μάρκα. Η σημαντικότερη, όμως, πλευρά είναι ότι με την εφαρμογή του σχεδίου οι ΗΠΑ ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση τους στην Ευρώπη μέσω του γερμανικού παράγοντα. Τα μεγαλύτερα αμερικάνικα μονοπώλια - «Στάνταρντ όιλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνέισνλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κλπ. - διεισδύσανε στη Γερμανική Βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Από την άλλη, η σύνδεση των γερμανικών μονοπωλίων με τα διεθνή καρτέλ βοηθούσε τη Γερμανία να παρακάμπτει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στον τομέα της παραγωγής όπλων. Μέσω των διεθνών καρτέλ, τα γερμανικά μονοπώλια επενδύσανε μεγάλα κεφάλαια στην πολεμική βιομηχανία άλλων κρατών, όπως της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Φιλανδίας, και τις έθεσαν υπό τον έλεγχό τους2.
Μ' άλλα λόγια, η Γερμανία σπρωχνόταν είτε ήθελε είτε όχι να ξεκινήσει ένα νέο πόλεμο που ο ιμπεριαλισμός ήλπιζε πως θα ελέγξει την κατεύθυνσή του. Προς τα πού θα κινούνταν αυτός ο πόλεμος, μας το δείχνει το Σύμφωνο του Λοκάρνο, που υπογράφηκε το 1925. Με βάση αυτό το Σύμφωνο, η Γερμανία αποδεχόταν το συνοριακό, προς τα δυτικά (Γαλλία, Βέλγιο), καθεστώς που είχε επιβληθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι Γάλλοι αναγνώριζαν τα γερμανικά σύνορα. Το Λοκάρνο άφηνε ανοιχτό το πεδίο για επεκτατικές διαθέσεις της Γερμανίας προς Ανατολάς, προς την ΕΣΣΔ κυρίως, αλλά και προς την Τσεχοσλοβακία και Πολωνία. Ετσι ορθά ο Στάλιν υπογράμμιζε ότι «το Λοκάρνο εγκυμονεί ένα νέο πόλεμο στην Ευρώπη»4.
Αν το σχέδιο Ντοζ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανόρθωση της οικονομίας της Γερμανίας, το σχέδιο Γιανγκ που υιοθετήθηκε τον Αύγουστο του 1929 έδωσε ισχυρότατη ώθηση στην εξασθένιση των περιορισμών της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία και αποτέλεσε ένα καινούριο βήμα στην ανόρθωση του γερμανικού στρατιωτικο-οικονομικού δυναμικού. Εμπνευστής και αυτού του σχεδίου ήταν η αμερικάνικη χρηματιστική ολιγαρχία και το όνομά του οφείλεται στον Αμερικανό μεγαλοκεφαλαιούχο Οουεν Γιανγκ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που το εισηγήθηκε.
Η οικονομική ανόρθωση της Γερμανίας και η ισχυροποίηση της αστικής της τάξης επανέφεραν στην ημερήσια διάταξη και τις ιμπεριαλιστικές της διαθέσεις, που μετά τον πόλεμο είχαν αντικειμενικά περάσει σε λανθάνουσα, δεύτερη μοίρα5. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία το ρεύμα του φασισμού.
Στη Γερμανία το μονοπωλιακό κεφάλαιο αρχίζει να ενισχύει το φασισμό από τη δεκαετία του 1920. Ομως ο φασισμός, με τη μορφή του Εθνικοσοσιαλισμού, ήρθε στην εξουσία στα τέλη Γενάρη του 1933, όταν ο Χίτλερ χρίστηκε Καγκελάριος της χώρας. Χωρίς να χάσουν χρόνο οι Ναζί συνέτριψαν τον πιο αποφασιστικό εχθρό τους που ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας, διέλυσαν το συνδικαλιστικό κίνημα και στο τέλος έθεσαν εκτός νόμου και τους σοσιαλδημοκράτες, μετατρέποντας την πολιτική τους υπεροχή σε μια στυγνή δικτατορία. Ταυτόχρονα, άρχισαν να προσανατολίζουν τη χώρα προς την κατεύθυνση του πολέμου. Συνοπτικά, αναφέρουμε: Προχώρησαν στη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και της χώρας ολόκληρης. Από το καλοκαίρι του 1933 έθεσαν θέμα αποικιών και ζήτησαν να επιστραφούν στη χώρα τους οι αποικίες που είχε πριν από τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αφρική. Στις 19/10/1933 έθεσαν τη Γερμανία εκτός της Κοινωνίας των Εθνών και περίπου δύο χρόνια μετά - στις 16/3/1935 - εξέδωσαν νόμο με τον οποίο επανέφεραν τη γενική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Ο νόμος αυτός προέβλεπε επίσης τη δημιουργία στρατού μισού εκατομμυρίου ατόμων. Στη συνέχεια, το Μάρτη του 1936, χιτλερικά στρατεύματα κατέλαβαν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη του Ρήνου. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, η Γερμανία μπήκε στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Φράνκο. Το Μάρτη του 1938, η Αυστρία προσαρτάται στη Γερμανία και το φθινόπωρο του ίδιου έτους αρχίζει η αποψίλωση της Τσεχοσλοβακίας6.
Ας δούμε, όμως, πώς διαμορφώθηκε η γερμανοτσεχοσλοβάκικη κρίση.
Η Γερμανία άρχισε να δείχνει τα δόντια της στην Τσεχοσλοβακία αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, χρησιμοποιώντας γι' αυτό το σκοπό - όπως ήδη προαναφέραμε - τη Γερμανική μειονότητα που ζούσε στην Τσεχοσλοβακική επικράτεια και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σουδητίας. Το έδαφος, όμως, είχε καλλιεργηθεί πολύ νωρίτερα, αφού από το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τα φιλοναζιστικά στοιχεία στην Τσεχοσλοβακία δημιούργησαν το Σουδητικό Γερμανικό Κόμμα, το οποίο λειτουργούσε στη χώρα με την παρασκηνιακή επιχορήγηση και καθοδήγηση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών. Το κόμμα αυτό ήταν πραγματικό πρακτορείο του Χίτλερ, γεγονός που εξόργιζε την τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, ενώ βασικό αίτημά του ήταν να αυτονομηθούν οι περιοχές της Τσεχοσλοβακίας που συνόρευαν με τη Γερμανία και στις οποίες κατοικούσαν οι Σουδήτες.
Το καλοκαίρι του 1938 η γερμανοτσεχοσλοβάκικη κρίση εντάθηκε ακόμη περισσότερο, η απειλή στρατιωτικής εισβολής από μέρους της Γερμανίας πρόβαλε ως βεβαιότητα το γερμανοσουδητικό στοιχείο - ιδίως το φιλοχιτλερικό τμήμα του - συνέχιζε να παίζει το ρόλο του στις γερμανικές αξιώσεις, με προτροπή του Χίτλερ προστέθηκαν και αξιώσεις από την Πολωνία και την Ουγγαρία, ενώ οι πιέσεις των Αγγλογάλλων πάνω στην τσεχοσλοβακική κυβέρνηση να υποταχθεί γίνονταν αφόρητες. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η κοινή επιτροπή που συγκρότησαν οι δύο χώρες, η οποία με επικεφαλής τον Αγγλο χιτλερόφιλο Λόρδο Ράνσιμαν επισκέφθηκε την Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1938 για να διατυπώσει προτάσεις για τη λύση της γερμανοτσεχοσλοβακικής κρίσης αφού θα εξέταζε, δήθεν, επιτόπου την κατάσταση. Η επιτροπή Ράνσιμαν εμφανίστηκε ως «ουδέτερος» μεσολαβητής ανάμεσα στους Σουδήτες και την τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, αλλά μόνο αυτό δεν ήταν. Ετσι στην έκθεσή της «ήταν άκρως επικριτική για τη μεταχείριση των μειονοτήτων στην Τσεχοσλοβακία», γράφει ο Γάλλος ιστορικός Μορίς Μπομόν. Και προσθέτει: «Ο Ράνσιμαν επέστησε την προσοχή στα δεινά των Γερμανών Σουδητών που όπως ήταν ευνόητο, δεν εμπιστεύονταν τους Τσέχους κυριάρχους τους, και γι' αυτό συνετάχθη με την ιδέα του διαμελισμού της Τσεχοσλοβακίας»10.
Δύο ημέρες μετά, στις 21 Σεπτέμβρη, ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Λιτβίνωφ, προέβη στην παρακάτω δημόσια και βαρυσήμαντη δήλωση από το βήμα της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη14: «Η Τσεχοσλοβακία υφίσταται σήμερα την επέμβαση ενός γειτονικού κράτους, το οποίο δημόσια και με θορυβώδεις εκδηλώσεις, απειλεί εναντίον της επίθεση. Μία από τις παλαιότερες, τις περισσότερο πολιτισμένες και εντατικά εργαζόμενες χώρες της Ευρώπης, η οποία απέκτησε την ανεξαρτησία της έπειτα από καταπιέσεις που διήρκεσαν αιώνες ολόκληρους, είναι δυνατόν, σήμερα ή αύριο, να υποχρεωθεί να καταφύγει στα όπλα για τη διάσωση της ελευθερίας της. Ενα γεγονός τόσο σημαντικό όσον υπήρξε η εξαφάνιση της Αυστρίας άφησε ασυγκίνητη την Κοινωνία των Εθνών. Η σοβιετική κυβέρνηση, που έχει συνείδηση της σημασίας αυτού του γεγονότος, τόσο για το σύνολο της Ευρώπης όσο και για την Τσεχοσλοβακία την ίδια, και μάλιστα μετά το Ανσλους, ήλθε σε επίσημες συνεννοήσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Επρότεινε στις δυνάμεις αυτές να αρχίσουν αμέσως συζητήσεις για τις πιθανές συνέπειες της προσαρτήσεως της Τσεχοσλοβακίας και να αποφασίσουν από κοινού την εφαρμογή προληπτικών μέτρων. Με μεγάλη μας λύπη διαπιστώσαμε ότι δεν εξετιμήθη η πραγματική αξία της προτάσεως αυτής, ενώ αν εδίδετο συνέχεια στην πρότασή μας θα είχαμε απαλλαγεί από την αγωνία που κατέχει σήμερα πιεστικά τον κόσμο ολόκληρο. Μερικές ημέρες πριν από την αναχώρησή μου για τη Γενεύη, η γαλλική κυβέρνηση, για πρώτη φορά, εζήτησε πληροφορίες για τη στάση που θα κρατούσαμε σε περίπτωση επιθέσεως εναντίον της Τσεχοσλοβακίας. Εξ ονόματος της κυβερνήσεώς μου, της έδωσα την ακόλουθη απάντηση, την οποία θεωρώ απολύτως σαφή και απερίφραστη: "Εχομε την πρόθεση να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη και να βοηθήσουμε την Τσεχοσλοβακία παρά το πλευρόν της Γαλλίας με όσες δυνάμεις διαθέτουμε. Το υπουργείο Στρατιωτικών της χώρας μου είναι από τώρα έτοιμο να μετάσχει σε διάσκεψη με εκπροσώπους των υπουργείων Στρατιωτικών της Γαλλίας και της Τσεχοσλοβακίας για να εξετασθεί ποια μέτρα επιβάλλεται να ληφθούν υπό τας σημερινάς περιστάσεις...". Μόλις πριν από δύο ημέρες η Τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση εζήτησε επισήμως από την κυβέρνησή μου να πληροφορηθεί αν η Σοβιετική Ενωση, στο πλαίσιο της συνθήκης περί αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Τσεχοσλοβακίας, θα παράσχει στην Τσεχοσλοβακία αποτελεσματική και άμεση βοήθεια, αν η Γαλλία, πιστή στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, παράσχει ανάλογη βοήθεια. Η κυβέρνησή μου απάντησε σαφώς ότι θα παράσχει τη βοήθειά της».
Η Διάσκεψη του Μονάχου ξεκίνησε στις 12 και 45΄ της ίδιας ημέρας και κράτησε περί τις 13 ώρες έχοντας ως μοναδικό θέμα τη διευθέτηση της γερμανοτσεχοσλοβάκικης κρίσης που τυπικά μόνο αφορούσε την «αυτοδιάθεση» των γερμανόφωνων που ζούσαν στη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας, ενώ το κύριο ζήτημα ήταν ο διαμελισμός του τσεχοσλοβακικού κράτους και εντέλει η κατάλυσή του προς όφελος των στρατιωτικών και οικονομικών συμφερόντων του Τρίτου Ράιχ. «Οσο συνταρακτική κι αν υπήρξε η συνάντηση κορυφής των τεσσάρων δυνάμεων για τον κόσμο - γράφει ο Ian Kershaw19 - η απόφαση είχε ήδη παρθεί γύρω στο μεσημέρι της 28ης Σεπτεμβρίου, όταν ο Χίτλερ είχε συμφωνήσει με την πρόταση του Μουσολίνι για έναν κανονισμό με διαπραγματεύσεις. Τελικά γύρω στις 2.30 π.μ., το πρωί της 30ής Σεπτεμβρίου, το προσχέδιο της συμφωνίας υπογράφτηκε».
Με βάση τη συμφωνία των τεσσάρων στο Μόναχο η Τσεχοσλοβακία ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει στη Γερμανία τη Σουδητία μέσα σε δέκα ημέρες και μέσα σε τρεις μήνες να ικανοποιήσει τις εδαφικές αξιώσεις που πρόβαλλαν σε βάρος της - με την παρότρυνση του Χίτλερ - η Ουγγαρία και η Πολωνία. Ολες οι βιομηχανικές επιχειρήσεις, τα ορυχεία, οι συγκοινωνίες και τα μέσα τηλεπικοινωνίας, το τροχαίο υλικό, τα στρατιωτικά οχυρά, οι αποθήκες και οι πρώτες ύλες που βρίσκονταν στα παραχωρούμενα εδάφη θα παραδίδονταν σε απολύτως καλή κατάσταση. Συνολικά, από την Τσεχοσλοβακία αφαιρέθηκε μια εδαφική έκταση από 41.098 τετραγωνικά χιλιόμετρα με περίπου πέντε εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους το ένα εκατομμύριο ήταν Τσέχοι και Σλοβάκοι. Με τη συμφωνία, η Αγγλία και η Γαλλία παρέδιδαν στα χέρια του Χίτλερ βιομηχανικές περιοχές με σπουδαία μεταλλουργικά και χημικά εργοστάσια, μεθοριακά οχυρά και μια σημαντική ποσότητα οπλισμού20. Σε λιγότερο από έξι μήνες, το Μάρτη του 1939, η Τσεχοσλοβακία έπαψε και τυπικά να υπάρχει, αφού πέρασε ολοκληρωτικά στην κατοχή της Γερμανίας.
Στη Διάσκεψη του Μονάχου δεν κλήθηκε να συμμετάσχει η Σοβιετική Ενωση. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει ούτε η Τσεχοσλοβακία, για την τύχη της οποίας αποφάσισαν ερήμην της οι ηγέτες της Μ. Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Γράφει ο Ιβάν Μάισκι21: «Στις 29 του Σεπτέμβρη έφτασαν μετά από πρόσκληση δύο εκπρόσωποι της Τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης (ο Τσεχοσλοβάκος πρέσβης στο Βερολίνο Α. Μάστνυ και ανώτατος υπάλληλος του τσεχοσλοβακικού υπουργείου Εξωτερικών Χούμπερτ Μάζαρυκ) όχι για να συμμετέχουν στη διάσκεψη, ω όχι! Μόνο για να ακούσουν την απόφαση και όχι ενώπιον όλων γιατί οι Γερμανοί και οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την αίθουσα των συνεδριάσεων κι άφησαν τον Τσάμπερλαιν και τον Νταλαντιέ να δεχτούν μόνοι τους τους Τσέχους εκπροσώπους. Ο Νταλαντιέ φέρθηκε πολύ απότομα, ο Τσάμπερλαιν αντίθετα σαν όσιος ήταν και πιο ομιλητικός. Οι δηλώσεις των δύο πρωθυπουργών... ήταν με δυο λόγια: "Αν δεν αποδεχτείτε, θα λύσετε τα προβλήματά σας μόνοι σας με τους Γερμανούς"».
Ο αποκλεισμός της ΕΣΣΔ από τη Διάσκεψη του Μονάχου ήταν επίσης ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που συγκέντρωσε εκείνη την εποχή, αλλά και αργότερα, πολλές επικρίσεις. Γράφει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ22: «Δεν υπήρξε επιθυμία να ζητηθή η βοήθεια των Ρώσων εναντίον του Χίτλερ, και η στάση μας απέναντί τους ήταν αδιάφορη - για να μην είπω περιφρονητική - που ο Στάλιν διετήρησε πάντοτε την ανάμνησή της. Τα γεγονότα ακολούθησαν την πορεία τους ωσάν να μην υπήρχε η Σοβιετική Ρωσία. Και τούτο μας εκόστισε ακριβά αργότερα». Στο ίδιο πνεύμα, ο Λίντελ Χαρτ σημειώνει23: «Θα έπρεπε να προστεθεί ότι, όταν η απειλή κατά των Τσέχων έφτασε στο κατακόρυφο, το Σεπτέμβριο του 1938, η κυβέρνηση της Ρωσίας γνωστοποίησε και πάλι, επίσημα και ανεπίσημα, την πρόθεσή της να συνεργαστεί με τη Γαλλία και τη Βρετανία για τη λήψη μέτρων προς υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας. Η προσφορά αγνοήθηκε. Και ακόμη, η Ρωσία αποκλείστηκε επιδεικτικά από τη διάσκεψη του Μονάχου, όπου κανονίστηκε η τύχη της Τσεχοσλοβακίας. Αυτός ο παραμερισμός είχε μοιραίες συνέπειες τον επόμενο χρόνο».
Στο πλαίσιο μιας γενικότερης θεώρησης της Συμφωνίας του Μονάχου, ο Alastair Parker υπογραμμίζει24: «Αυτό το αποκορύφωμα της "πολιτικής κατευνασμού" έχει εγείρει έντονες αντιπαραθέσεις. Λέγεται ότι το "Μόναχο" πολλαπλασίασε τις πιθανότητες να ξεσπάσει πόλεμος. Αν η Βρετανία κι η Γαλλία "όρθωναν το ανάστημά τους στον Χίτλερ", θα τον είχαν αναγκάσει να αποδεχτεί την ήττα ή, αν επιχειρούσε πόλεμο, θα ανατρεπόταν - υπήρχαν - τουλάχιστον, τέτοιες πληροφορίες είχαν οι Βρετανοί - στρατιωτικοί σε θέσεις-κλειδιά, έτοιμοι να εκθρονίσουν τον Χίτλερ αν οι απαιτήσεις του στην Τσεχοσλοβακία συναντούσαν τη σθεναρή αντίσταση των δυτικών Συμμάχων. Αντ' αυτού, το "Μόναχο" ενίσχυσε το γόητρο του Χίτλερ και μείωσε τις πιθανότητες οποιασδήποτε χαλιναγώγησής του στο μέλλον. Επιπλέον, η Γερμανία κέρδισε σε δύναμη, ιδιαίτερα χάρη στην εξουδετέρωση του τσεχοσλοβακικού στρατού. Η συμπεριφορά των Συμμάχων, οι πιέσεις προς την Τσεχοσλοβακία να παραδοθεί, δυσκόλεψαν τη συσπείρωση για μελλοντική αντίσταση κατά της Γερμανίας μάλιστα, είναι πολύ πιθανό η Συμφωνία του Μονάχου να ανάγκασε τον Στάλιν να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του για οργάνωση της αντίστασης κατά του Χίτλερ, οδηγώντας τη Σοβιετική Ενωση στην υπογραφή του σοβιετοναζιστικού συμφώνου, τον Αύγουστο του 1939. Το ότι αγνοήθηκαν τα σοβιετικά συμφέροντα - η Ρωσία αφέθηκε έξω από τις διαπραγματεύσεις του Μονάχου - προκάλεσε πολλά επικριτικά σχόλια στη Δύση εκείνη την εποχή, κυρίως επειδή αυτό ισοδυναμούσε με περιφρόνηση της Κοινωνίας των Εθνών και του δόγματος της "συλλογικής ασφάλειας". Η Κοινωνία των Εθνών είχε πάρα πολλούς υποστηρικτές στη Βρετανία, κυρίως στις τάξεις των φιλελεύθερων, των προοδευτικών και των σοσιαλιστών, ως όργανο αποτροπής πολέμων. Αλλά οι βρετανικές κυβερνήσεις σκόπιμα παρέκαμψαν την Κοινωνία των Εθνών (και τη Σοβιετική Ενωση, που μετά το 1935 κατείχε εξέχουσα θέση στην Κοινωνία των Εθνών), επειδή πίστευαν ότι θα τους δυσκόλευε περισσότερο στην επίτευξη συμφωνιών με τον Χίτλερ».
Υπάρχει μία ακόμη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στο όλο ζήτημα που αξίζει να την παραθέσουμε. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στη δίκη της Νυρεμβέργης ο εκπρόσωπος της Τσεχοσλοβακίας συνταγματάρχης Εγκερ ρώτησε τον Γερμανό στρατάρχη Κάιτελ, τον άνθρωπο που είχε υπογράψει την άνευ όρων συνθηκολόγηση της χώρας του το Μάη του 1945: «Το Ράιχ θα επιτίθετο εναντίον της Τσεχοσλοβακίας το 1938, αν οι δυτικές δυνάμεις είχαν υποστηρίξει την Πράγα;».
Η απάντηση του Κάιτελ ήταν αποστομωτική: «Βεβαίως, όχι. Από στρατιωτική άποψη δεν ήμαστε αρκετά ισχυροί. Ο σκοπός του Μονάχου (δηλαδή της συμφωνίας η οποία υπεγράφη στο Μόναχο) ήταν να κρατήσει τη Ρωσία μακριά από την Ευρώπη, να κερδίσουμε χρόνο και να ολοκληρώσουμε τους εξοπλισμούς μας»25. Τα σχόλια περιττεύουν.
1. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας - Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821-1967», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 391.
2. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια ιστορία», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Θ1-Θ2, σελ. 72-75.
3. Ι. Στάλιν: «Απαντα», εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, τόμος 7ος, σελ. 298-299.
4. Στο ίδιο, σελ. 301.
5. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια ιστορία», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Θ1-Θ2, σελ. 221.
6. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 1ος, σελ. 22-25.
7. Ρίτσαρντ Στόρι: «Η Ιαπωνία και το Σύμφωνο Αντικομιτέρν» στο «Παρνέλ: Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 4ος, σελ. 1.626-1.630.
8. Ian Kershaw, στο ίδιο, σελ. 90.
9. Ρ. Α. Στέινιγκερ: «Η δίκη της Νυρεμβέργης», Αθήνα 1960, σελ. 87.
10. Μορίς Μπομόν: «Μόναχο, σύμβολο Καταισχύνης», «Παρνέλ: Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 4ος, σελ. 1.656.
11. Βέρα Ολίβοβα: «Η θυσία της Τσεχοσλοβακίας», «Παρνέλ: Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 4ος, σελ. 1.647-1.650.
12. Ιβάν Μάισκι: «Το δράμα του Μονάχου», εκδόσεις Ιδεολογική Πάλη, Αθήνα 1977, σελ. 48.
13. Ιβάν Μάισκι, στο ίδιο, σελ. 50.
14. Ουίν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος - Απομνημονεύματα», εκδόσεις: Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος Α΄, σελ. 264-265.
15. Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, τόμος Α΄ σελ. 43.
16. Κ. Χ. Γιάνσεν: «Οταν ο Χίτλερ ενέδωσε», «Παρνέλ: Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 4ος, σελ. 1.651.
17. Στη Διάσκεψη του Μονάχου συμμετείχαν επίσης οι υπουργοί Εξωτερικών την Αγγλίας Χάλιφαξ, της Γαλλίας Μπονέ, της Γερμανίας Ρίμπεντροπ και της Ιταλίας Τσιάνο.
18. William Shirer: «Η Ανοδος και η Πτώσις του Γ΄ Ράιχ», εκδόσεις Αρσενίδη, τόμος Α΄, σελ. 617.
19. Ian Kershaw: «Χίτλερ 1936-1945: Νέμεσις», εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 114.
20. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια ιστορία», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Θ1-Θ2, σελ. 694-695.
21. Ιβάν Μάισκι, στο ίδιο, σελ. 65.
22. Ουίν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος - Απομνημονεύματα», εκδόσεις: Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος Α΄, σελ. 266.
23. Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος Α΄, σελ. 10.
24. Alastair Parker: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ/ ΘΥΡΑΘΕΝ - Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σελ. 28-29.
25. Ουίν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος - Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος Α΄, σελ. 27.