ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Οχτώβρη 2007
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΤΑΛΙΑ - ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΓΑΛΛΙΑ
Η «ξαναζεσταμένη σούπα» της ενσωμάτωσης

Οι δυναμικοί αγώνες, όπως αυτός στη Γαλλία το Μάρτη του 2006 (φωτό) ενάντια στο λεγόμενο νόμο για την πρώτη απασχόληση, δεν αρκούν από μόνοι τους, αν δεν υπάρχει συνολική ρήξη με την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων

Associated Press

Οι δυναμικοί αγώνες, όπως αυτός στη Γαλλία το Μάρτη του 2006 (φωτό) ενάντια στο λεγόμενο νόμο για την πρώτη απασχόληση, δεν αρκούν από μόνοι τους, αν δεν υπάρχει συνολική ρήξη με την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων
Τρία επιφανή στελέχη του λεγόμενου Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που έχει δημιουργηθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τη χρηματοδότηση που του εξασφαλίζει η ΕΕ, δηλαδή το εργαλείο εξυπηρέτησης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, είχαν πρόσφατα μια συνάντηση, συμμετέχοντας στη συζήτηση που διοργανώθηκε από το Φεστιβάλ της Ουμανιτέ του Γαλλικού ΚΚ.

Αυτή η συζήτηση και τα όσα εκθέτουν είναι πολλαπλά χρήσιμα για να δείξουν τις τάσεις που διαμορφώνονται στις λεγόμενες ατμομηχανές της «Ευρωπαϊκής Αριστεράς».

Ο Ιταλός Φάουστο Μπερτινότι, πρόεδρος του ΚΕΑ και της Ιταλικής Βουλής και πρώην πρόεδρος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, ο Λόταρ Μπίσκι, συμπρόεδρος της Γερμανικής Λίνγκε («Αριστερά») και ο Φράνσις Βουρτς, από το Γαλλικό ΚΚ, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί. Ας τους παρακολουθήσουμε:

Το όραμα της «μεγάλης Αριστεράς»

Ο Φάουστο Μπερτινότι, αναφορικά με τη «σύγχρονη Αριστερά», σημειώνει: «Η πρότασή μας, που έχουμε διατυπώσει στην Ιταλία, είναι η οικοδόμηση ενός πολιτικού υποκειμένου της εναλλακτικής αριστεράς, ενωτικού και πλουραλιστικού. Στο πλαίσιο αυτό η συμμετοχή ή όχι στην κυβέρνηση είναι μια μεταβλητή που εξαρτάται από το μέλλον της εναλλακτικής αριστεράς. Πρόκειται για μια επιλογή που πρέπει να την κάνουμε όταν είναι αναγκαία για μια χώρα και όταν παρουσιάζονται οι δυνατότητες προώθησης ενός προγράμματος κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα η σχέση ανάμεσα στην εναλλακτική πολιτική και τα (κοινωνικά) κινήματα είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή. Η αναζήτηση μιας τέτοιας σχέσης είναι το νεύρο της πολιτικής των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων».

Αυτά πρέπει να πούμε πως λέγονται όταν η πραγματικότητα στην Ιταλία βοά ότι ο λόγος που η Επανίδρυση και οι Ιταλοί κομμουνιστές βρίσκονται σε κρίση είναι γιατί με τις κυβερνητικές συνεργασίες, με τα «αντιδεξιά» μέτωπα ενάντια στον Μπερλουσκόνι και τη στήριξη της κεντροαριστεράς του Ρομάνο Πρόντι, έχουν καταφέρει να χάσουν τη στήριξη των λαϊκών δυνάμεων. Ομως οι αναλύσεις του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς λένε ότι για την αύξηση της ανεργίας, τη φτώχεια, τα κοινωνικά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, φταίει το «πολιτικό κενό που υπάρχει στην Ευρώπη, αποτέλεσμα της προώθησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών» και άρα με «άλλο μείγμα πολιτικής που προτείνει η αριστερά το κενό θα μπορέσει να ξεπεραστεί και μαζί η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών για την πολιτική, που πλήττει την Ευρώπη».

Μόνο που τέτοιες αναλύσεις κρύβουν το ουσιαστικό: Την καπιταλιστική εκμετάλλευση, τη ρίζα όλων των προβλημάτων. Και όταν δε βλέπεις αυτό, δεν έχεις δηλαδή ταξικά γυαλιά, ενσωματώνεσαι και το μόνο που κάνεις είναι να ψάχνεις για θέσεις στα σαλόνια της αστικής πολιτικής και της πλουτοκρατίας. Οι διεργασίες που εξελίσσονται και στην Ιταλία, αυτό που χαρακτήρισε σε πρόσφατο άρθρο του ο Ιταλός κομμουνιστής Φάουστο Σορίνι ως «ροζ υπόθεση», δείχνουν ότι χωρίς ρήξη με το σύστημα, τη γενική γραμμή πλεύσης, δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος. Αλλωστε και όλες οι συνεργασίες με τη σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά στη χώρα αυτή οδήγησαν, ώστε αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως κομμουνιστές να χρεώνονται: Από τη συνενοχή σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, όπως για παράδειγμα το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας (επί της πρώτης κυβέρνησης Πρόντι), τα ήξεις αφήξεις για την πολιτική της ΕΕ στη Μέση Ανατολή, που εκβιάζει τον παλαιστινιακό λαό για το τι κυβέρνηση πρέπει να επιλέξει, μέχρι στα εσωτερικά της χώρας το χτύπημα κατακτήσεων στις εργασιακές σχέσεις, τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, τις ιδιωτικοποιήσεις κλπ. Αλλά και πάλι η λύση που προτείνεται ...«για να κερδηθεί ο κόσμος της δουλιάς», είναι μια νέα θολή «μεγάλη Αριστερά». Την ίδια ώρα που το σύστημα ετοιμάζει τη ρεζέρβα, που ακούει στο όνομα «Δημοκρατικό Κόμμα» (υποτίθεται αναδομημένη κεντροαριστερά) του Μπελτρόνι, πρώην δημάρχου της Ρώμης.

Τα μίνιμουμ προγράμματα γίνονται «μπούμερανγκ»

Ο Λοτάρ Μπίσκι, ο δεύτερος ομιλητής, αναφέρθηκε στην εμπειρία της συγχώνευσης του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού με την Εναλλακτική Λύση για τη Δουλιά και την Κοινωνική Δικαιοσύνη (του σοσιαλδημοκράτη Οσκαρ Λαφοντέν) και ειδικότερα στο μίνιμουμ πρόγραμμα που κατέληξαν για μέτρα όπως «το ελάχιστο εγγυημένο μεροκάματο, τη μη αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, την απαίτηση εφαρμογής προγράμματος καταπολέμησης της φτώχειας, ενάντια στη χρησιμοποίηση στρατιωτικών μέσων για την επίλυση πολιτικών προβλημάτων, την απαίτηση για δημοψήφισμα για τη "νέα απλοποιημένη ευρωπαϊκή συνθήκη"». Ετσι καταλήγει: «Στη Γερμανία διαταράχτηκε το παραδοσιακό σύστημα με την εμφάνιση μιας πολιτικής δύναμης που δείχνει σταθερότητα και συνέπεια» και εκτιμά ότι γίνεται μια «αριστερή στροφή» και στους πράσινους και στους σοσιαλδημοκράτες του SPD, ενώ σημειώνει ότι το πεδίο δράσης είναι η Ευρώπη.

Ο κυβερνητισμός της γερμανικής Αριστεράς είναι επίσης εμφανέστατος. Δεδομένη και η χρόνια συνεργασία τους με τους Σοσιαλδημοκράτες, ειδικά του πρώην Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού στα τοπικά κοινοβούλια του Βερολίνου και στα άλλα κρατίδια της χώρας. Ετσι ενώ υποτίθεται αντιτίθονταν στην αντεργατική «Ατζέντα 2010» του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, την ίδια ώρα συνέβαλαν στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής με τη συμμετοχή τους στις τοπικές κυβερνήσεις.

Στο όνομα σήμερα μιας καλύτερης «αναδιανομής του πλούτου», το κόμμα της λεγόμενης Αριστεράς προβάλλει μια πολιτική διαχείριση στο πλαίσιο της ΕΕ, που δε βάζει στο επίκεντρο τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, αλλά σταδιακά εγκαταλείπει και την όποια θολή προοπτική του σοσιαλισμού. Η εξέλιξη με τη δημιουργία κυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού» χριστιανοδημοκρατών - σοσιαλδημοκρατών έχει οδηγήσει τώρα τους δήθεν αριστερούς της Γερμανίας σε νέες αυταπάτες ότι μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές μέσα στην ίδια τη σοσιαλδημοκρατία και για μια μελλοντική συνεργασία...

Ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες;

Ο Φράνσις Βουρτς, από το Γαλλικό ΚΚ, προσπαθεί, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εμβαθύνει για τις αιτίες της κρίσης της αριστεράς, προφανώς παίρνοντας αφορμή από τη μεγάλη πτώση του κόμματός του στη Γαλλία σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις τα τελευταία χρόνια. Αφού κάνει μια αναδρομή στις «εξελίξεις μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου», που «ακύρωσαν τον κομμουνισμό του 20ου αιώνα», όπως σημειώνει, προσθέτει: «Εμείς οι αγωνιστές των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να δείξουμε αποφασιστικότητα: Να κάνουμε τα πάντα ώστε να βρούμε τις νέες ιδέες, χωρίς ποτέ να κλείσουμε τα μάτια μας και εκ των προτέρων να αποκλείσουμε οτιδήποτε στις αναζητήσεις μας». Και συμπληρώνει: «Αυτό που συνέβη στο Γαλλικό ΚΚ στις τελευταίες εκλογές δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Εδώ και πολλές δεκαετίες αγωνιζόμαστε να θέσουμε τέρμα σε αυτή τη συρρίκνωση, χωρίς αποτέλεσμα στη μείωση της επιρροής μας, παρά τις τεράστιες προσπάθειες για την ανανέωσή μας. Ανανεώνουμε συνεχώς τις αναλύσεις μας και όμως η σταδιακή μείωση της ελκτικότητας των χωρών που αποκαλούσαμε "σοσιαλιστικό στρατόπεδο" μέχρι την ολοκληρωτική του κρίση, είχε σοβαρό αντίκτυπο στην επιρροή μας».

Αυτή η ανάλυση, να αποδίδεται στις εξελίξεις των ανατροπών του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης η σημερινή συρρίκνωση του Γαλλικού ΚΚ (στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές έφτασε το 1,93%), όσο και αν βρίσκεται μακριά από τον γράφοντα η άποψη ότι οι ανατροπές του '89-'91 δεν επιδρούν στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, εντούτοις ο τρόπος που εξηγείται το φαινόμενο, εκτός των άλλων, προσπαθεί να αποκρύψει ένα βασικό στοιχείο: Το πρόβλημα στρατηγικής του Γαλλικού ΚΚ, που εκφράζεται από τη συνεχή μετατόπισή του τα τελευταία κυρίως 20 χρόνια από θέσεις αρχών, την αναθεώρηση ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων ενός Κομμουνιστικού Κόμματος, τη σταδιακή ενσωμάτωση και διάχυση σε ιδέες και απόψεις που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν αυτό το κόμμα σε μια σοσιαλδημοκρατική - οπορτουνιστική μετάλλαξη.

Το Γαλλικό ΚΚ αναμφίβολα πληρώνει, και μάλιστα πολύ ακριβά, το ότι, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, για χρόνια βρέθηκε με τις επιλογές του στην ουρά του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σε συγκυβερνήσεις, στη λογική των «αντιδεξιών μετώπων» και της αντιμετώπισης της «ακροδεξιάς». Σε μια εποχή όπου ιδιαίτερα μετά την «ενιαία εσωτερική αγορά» και τις εξελίξεις στην ΕΕ και παγκόσμια βρέθηκαν στην ίδια όχθη σε όλες τις χώρες της ΕΕ κλασικοί νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, με αποτέλεσμα αυτά τα αριστερά κόμματα που ακολούθησαν τέτοιες επιλογές, ανεξάρτητα από προθέσεις, να φτάσουν σε στρατηγικές και τακτικές ουσιαστικά ενσωμάτωσης και όχι ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα. Το ότι ξεκόπηκαν από εργατικές μάζες (χαρακτηριστική η διάλυση των κομματικών οργανώσεων στα προάστια). Το ότι στήριξαν κυβερνήσεις όπως του Ζοσπέν, που χτύπησαν εργατικές κατακτήσεις και συνέβαλαν στην προώθηση των ιμπεριλιαστικών σχεδιασμών και τόσα άλλα, είναι μόνο λίγα παραδείγματα για το θέμα.

Η ρήξη με τον καπιταλισμό ο μονόδρομος των λαών

Αυτές οι πολιτικές αντιλήψεις που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και στις τρεις χώρες που αναφερόμαστε, την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε αποκοίμιση των λαϊκών συνειδήσεων, δε βοηθάνε στη ριζοσπαστικοποίηση και μαχητικότητα πρώτα και κύρια της εργατικής τάξης. Επιπλέον, έχουν συμβάλει στη συστηματική προσπάθεια που γίνεται χρόνια τώρα από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό για την ενσωμάτωση και τον αφοπλισμό του εργατικού κινήματος και του λαϊκού κινήματος ευρύτερα.

Επομένως, η σύγκρουση με τον οπορτουνισμό, με τη λογική τού «να πατάμε σε δύο βάρκες», να είμαστε και με τη στρατηγική της ΕΕ του κεφαλαίου και με τα εργατικά, λαϊκά συμφέροντα, είναι καθαρό από την ίδια την ιστορική πλέον εμπειρία ότι οδηγεί σε συρρίκνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος, αφού η αλλαγή στρατηγικής πλεύσης, η στρατηγική της ρήξης, της αντεπίθεσης, είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα για να υπάρξουν θετικές διεργασίες και στη συνείδηση των εργατικών λαϊκών στρωμάτων, καθώς και των φυσικών κοινωνικών συμμάχων τους.

Μάλλον, θα πρέπει να σκεφτούν όσοι ενδιαφέρονται για την προοπτική και για την αναζωογόνηση της ελπίδας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την πραγματική εναλλακτική λύση του σοσιαλισμού, ότι πρέπει να ηττηθεί η λογική του παζαρέματος και της συναλλαγής. Να νικήσει η αντίληψη της σύγκρουσης τόσο με τον «κεντροδεξιό πόλο» όσο και με αυτόν της «κεντροαριστεράς», η σύγκρουση με τη στρατηγική της άρχουσας τάξης, του κεφαλαίου, που εκφράζεται σήμερα και από φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες, όπου Γης.

Η σύγκρουση με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό και τους οργανισμούς του (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ.) πρέπει να έχει στόχο την εργατική λαϊκή εξουσία. Ωστε να οργανωθεί η οικονομία και η κοινωνία με τέτοιο τρόπο που να περάσει ο τεράστιος πλούτος που παράγεται σήμερα στα χέρια του λαού. Και αυτή η προοπτική γίνεται δυνατή μόνο στο έδαφος της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού- κομμουνισμού.


Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ