Σε απόλυτη σύμπνοια με την Κεντρική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ), που συνήλθε σε συνέδριο πριν από περίπου ένα μήνα, η Ενωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας (ΕΝΑΕ) ζήτησε μεταρρυθμίσεις στη δομή της χώρας, με τη συγκρότηση μεγαλύτερων διοικητικών σχημάτων, που θα ασκούν αποτελεσματικά μια σειρά αρμοδιότητες αξιοποιώντας τις δυνατότητες του θεσμικού πλαισίου, αλλά και του Δ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, για συμπράξεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο και για φορολόγηση των εργαζομένων.
Ο διάλογος κυβέρνησης και συλλογικών οργάνων της Αυτοδιοίκησης για τη νέα διοικητική δομή της χώρας αναμένεται να ξεκινήσει αμέσως μετά τις γιορτές. Σχετική συνάντηση για θέματα που αφορούν τη διοικητική μεταρρύθμιση είχε την Παρασκευή ο υπουργός Εσωτερικών, Π. Παυλόπουλος με τον πρωθυπουργό, Κ. Καραμανλή, στην οποία προσδιορίστηκαν οι διαδικασίες προώθησης της αντιλαϊκής επιλογής.
Με λίγα λόγια, η λεγόμενη «ισχυρή» Αυτοδιοίκηση που στοχεύουν δήμαρχοι και νομάρχες, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας αποτελεσματικός μηχανισμός υλοποίησης των επιλογών του κράτους, όπως αυτές εκπορεύονται από την ΕΕ. Γι' αυτό άλλωστε και στα δύο συνέδρια προτάθηκε η ανάγκη ύπαρξης ενός επιτελικού κράτους - στρατηγείου, το οποίο θα αποκεντρώνει τις αρμοδιότητές του στα νέα ισχυρά διοικητικά σχήματα που θα τις ασκούν. Αυτό συνεπάγεται, πέρα από τη μεταφορά του οικονομικού κόστους άσκησης αυτών των αρμοδιοτήτων και τη διάσπαση του ενιαίου δημόσιου χαρακτήρα τους (Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία), την παράδοσή τους στο μεγάλο κεφάλαιο για τη δράση του οποίου έχει ήδη στρωθεί το έδαφος.
Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο ψήφισμα του συνεδρίου - στο οποίο ομονόησαν οι δυνάμεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΝ και του ΛΑΟΣ, «το ζήτημα της διοικητικής μεταρρύθμισης αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη και βασική προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό της χώρας σε όλα τα επίπεδα και για την προσαρμογή της στα διεθνή ανταγωνιστικά δεδομένα». Με αυτή την έννοια και αναζητούνται λιγότεροι και μεγαλύτεροι διοικητικοί μηχανισμοί που θα μπορούν να αναπτύξουν επιχειρησιακή ικανότητα - είναι προφανές ότι ένας μικρότερος δήμος ή νομός δεν μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικός στην υλοποίηση των αντιλαϊκών επιλογών.
Ειδικά για το θεσμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος αποτελεί το δεύτερο βαθμό Αυτοδιοίκησης, ζητείται η ενσωμάτωσή του σε νέο περιφερειακό σχήμα. Συγκεκριμένα, το συνέδριο της ΕΝΑΕ ζητά τη θεσμοθέτηση ευρύτερων και ισχυρότερων περιφερειακών αυτοδιοικητικών μονάδων με αιρετά όλα τα όργανά τους και με ενσωματωμένες τις σημερινές δομές των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που παραμένουν διοικητικές μονάδες του νέου θεσμού, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του νησιωτικού, ορεινού και δυσπρόσιτου χώρου».
Ο νέος θεσμός ζητείται να ισχύσει από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010. Στο μεταξύ, ζητήματα που αφορούν το γεωγραφικό εύρος, το πληθυσμιακό μέγεθος, την οργάνωση και στελέχωση των νέων σχημάτων έχουν παραπεμφθεί σε μελέτη του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ).
Μάλιστα, η ΕΝΑΕ ζητά με το ψήφισμά της τα νέα σχήματα να «έχουν ευρύτατο πεδίο αρμοδιοτήτων». Συγκεκριμένα, ζητούν να αναλάβουν τις εξής αρμοδιότητες:
Για να ασκήσουν δε αυτές τις αρμοδιότητες ζητούν τα νέα σχήματα να αναλάβουν φορολογική εξουσία.
Με το όραμα αυτό, της διαχείρισης δηλαδή του άδικου και αντιλαϊκού φορολογικού συστήματος, η ΕΝΑΕ ζήτησε την επαναφορά κάποιων επιμέρους πόρων (όπως το 10% του τέλους μεταβίβασης ακινήτων), αλλά προσπέρασε την πενιχρή χρηματοδότηση του θεσμού, η οποία για το 2008 προϋπολογίζεται μόλις στο 4,5 τοις χιλίους επί του κρατικού προϋπολογισμού.
Τόσο η ΚΕΔΚΕ όσο και η ΕΝΑΕ εξαντλείται σε αιτήματα αναπροσαρμογής του τρόπου χρηματοδότησης της ΝΑ, αντί να διεκδικήσει την απόδοση ενός σταθερού επί του κρατικού προϋπολογισμού ποσοστού, που δε θα επιτρέπει και παρερμηνείες στον τρόπο υπολογισμού της επιχορήγησης. Με το σκεπτικό αυτό, οι αιρετοί της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΝ και του ΛΑΟΣ, άφησαν έξω από τη συζήτηση και την παρακράτηση των θεσμοθετημένων πόρων τους - των λεγόμενων Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) - η οποία παρακράτηση, από το 1997, ανέρχεται σε περίπου 267 εκατομμύρια ευρώ.
Συμφωνία των δυνάμεων του δικομματισμού και του ΣΥΝ υπήρξε και στο ζήτημα του νέου Νομαρχιακού Κώδικα που έχει επεξεργαστεί η κυβέρνηση και ενέκρινε το συνέδριο χωρίς προηγούμενη ουσιαστική συζήτηση στα Νομαρχιακά Συμβούλια.
Οπως χαρακτηριστικά σημείωσε, στην παρέμβασή του στο συνέδριο εκ μέρους της «Νομαρχιακής Αγωνιστικής Συνεργασίας» (ΝΑΣ), ο νομαρχιακός σύμβουλος, Ν. Στεφανίδης, «η όλη διαδικασία εκτίμησης, κατάρτισης του συγκεκριμένου σχεδίου ήταν καθαρά διεκπεραιωτική, στημένη στα πρότυπα των κοινωνικών διαλόγων όπως αυτοί εννοούν τον όποιο κοινωνικό τους διάλογο και δεν υπήρχαν αντιπαραθέσεις ουσίας από του συμμετέχοντες (υπηρεσιακούς παράγοντες και εκπροσώπους της ΕΝΑΕ)».
Ασκώντας κριτική στο περιεχόμενο του νομαρχιακού κώδικα, ο Ν. Στεφανίδης τόνισε, ότι μεταξύ άλλων: