Εκθεση έργων του στο Μουσείο Μπενάκη
«Ο Βασίλης θα παραμείνει κοντά μας, μαζί με τις αναμνήσεις της θεατρικής και κινηματογραφικής του δουλιάς και την αξέχαστη φύση της ανικανοποίητης ιδιοσυγκρασίας του (...). Ανήκε στους λίγους που έδιναν ατσιγκούνευτα πάντα και πάντοτε χωρίς ανταλλάγματα». Ηταν ένας άνθρωπος «που δεν εξαργύρωσε την προσφορά του, δεν υπέκυψε στα θέλγητρα του χρήματος και της κοσμικότητας. Τόλμησε να απαρνηθεί μια σταδιοδρομία με εξασφαλισμένη επιτυχία, προκειμένου να ξανοιχτεί σε γοητευτικές περιπέτειες νέων ανακαλύψεων(...)», τονίζει, μεταξύ άλλων, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβοριάς, προλογίζοντας την έκδοση. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται βιογραφικό σημείωμα που έγραψε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για το λήμμα «Βασίλης Φωτόπουλος» στο «ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ» (2000, εκδόσεις «Μέλισσα»), αλλά και ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Βασίλη Φωτόπουλου, που συνόδευσε την έκθεση έργων του στο Μουσείο Βορρέ (1991). Αντλώντας από αυτά τα κείμενα, επιχειρούμε να συνοψίσουμε το βιο-εργογραφικό «πορτρέτο» αυτού του ξεχωριστού δημιουργού.
Ανήσυχος και ανικανοποίητος καλλιτεχνικά, το 1960 εγκαταλείπει την ΕΛΣ για να γνωρίσει στην Ευρώπη όλα τα πρωτοποριακά εικαστικά και θεατρικά «ρεύματα». Γυρίζει το 1962 και αναλαμβάνει την εικαστική όψη της περίφημης παράστασης των Μ. Θεοδωράκη - Μ. Χατζιδάκι - Μποστ «Ομορφη Πόλη». Η φήμη του φθάνει στις ΗΠΑ. Το 1963 ο Ηλίας Καζάν του αναθέτει τα σκηνικά και κοστούμια της ταινίας «Αμέρικα - Αμέρικα». Η δουλιά του ενθουσιάζει, αλλά το Χόλιγουντ δύσκολα δίνει «Οσκαρ» σε «ξένο». Το 1964, όμως, του δίνει «Οσκαρ» για τα σκηνικά-κοστούμια στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς». Παραμένει στις ΗΠΑ και εργάζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο (συνεργάστηκε και με τον Κόπολα). Το 1973, εμπνεόμενος από τον αρχαίο μύθο, φιλοτεχνεί σε σχέδια και μετά σκηνοθετεί μια δική του ταινία, με τίτλο «Ορέστης».
Επιστρέφοντας μετά τη μεταπολίτευση φιλοτεχνεί τα σκηνικά -κοστούμια της πρώτης παράστασης του Ζυλ Ντασσέν στην Ελλάδα, με την μπρεχτική «Οπερα της πεντάρας». Μέχρι το 1996 συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, την ΕΛΣ, το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, το «Θέατρο Τέχνης», τους θιάσους Θ. Καρακατσάνη, Καρέζη - Καζάκου, Αλεξανδράκη. Θαυμαστής του ο Αλέξης Μινωτής τού αναθέτει τα σκηνικά - κοστούμια αξέχαστων παραστάσεών του («Προμηθέας Δεσμώτης», «Βασιλιάς Ληρ», «Θυσία του Αβραάμ», «Αυτοκράτωρ Μιχαήλ», κ.ά.).
«Ο Εμφύλιος σκότωσε τον πατέρα μου, τον δάσκαλό μου, έντεκα πρώτα ξαδέλφια της μάνας μου, τον άντρα της αδελφής της. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς φίλους. Φοβήθηκα τον απαίδευτο άνθρωπο. Εγινα μόνος. Το σπίτι διαλύθηκε οικονομικά. Η ζωγραφική ήτανε το καταφύγιό μου και το μοναστήρι του Βουλκάνου ο κρυψώνας μου (...)», έγραφε ο Β. Φωτόπουλος.
Μετά το Γυμνάσιο «μόνος, χωρίς καμιά βοήθεια» ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει ζωγραφική. Η ζωή του ήταν δύσκολη και γινόταν δυσκολότερη όσο συνειδητοποιούσε «το απέραντο μέγεθος της Τέχνης». Κάποτε, απελπισμένος, έκαψε τα έργα του και πήγε να δουλέψει σε γιαπί, όπου αποφάσισε «ποτέ πια να μη λιποτακτήσει» από την Τέχνη του.
Από τη δεκαετία του 1980 αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στη ζωγραφική. Εβλεπε το θέατρο «αλλιώτικο». Προβληματιζόταν. Να τι εξομολογούνταν στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα: «Η ζωγραφική παραμόνευε. Με βοήθαγε να εκφραστώ. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Αλλά να πω τι νιώθω. Ανοίξαμε τρύπες στον ουρανό. Η θάλασσα πεθαίνει, τα δελφίνια αυτοκτονούν, τα είδη των ζώων χάνονται, τα δάση ξεραίνονται ή γίνονται χαρτοπολτός. Οι πόλεις έγιναν ακατοίκητες. Οι πόροι του πλανήτη έγιναν όπλα κι οι νέοι μένουν άνεργοι, ανενεργοί, απελπισμένοι (...)».
Ο Β. Φωτόπουλος, όμως, κλείνοντας το σημείωμά του, με κριτική για τη γενιά του που «ξέσκισε τις σημαίες της», τελικά αισιοδοξούσε: «Μόνη ελπίδα οι νέοι, που όσο κι αν προσπαθούμε να τους βάλουμε σε καλούπια, αυτοί αντιστέκονται. (...). Εχοντας εμείς ευτελίσει κάθε θεσμό, κάθε όραμα, κάθε ιδέα, πετύχαμε να τους ελευθερώσουμε από τις δομές της υποταγής που συνθέσαμε για να δημιουργήσουμε ένα "ποίμνιο" υπάκουο. Υπάρχει σ' αυτή την αντίσταση η ελπίδα για όλους μας».