ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Γενάρη 2008
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Ζητούμενο η ανατροπή αυτής της πολιτικής

Στο σύγχρονο καπιταλισμό, ακόμα και σε περιόδους ανόδου της οικονομίας, οι εργαζόμενοι ζουν σε συνθήκες λιτότητας, μαζικής ανεργίας και υποαπασχόλησης, συνεχούς αμφισβήτησης των δικαιωμάτων και κατακτήσεών τους

Γρηγοριάδης Κώστας

Οι βίαιες αναταράξεις και η κατολίσθηση των τιμών που σημειώθηκε την τελευταία βδομάδα στις χρηματαγορές ολόκληρου του κόσμου αναζωπύρωσαν τις συζητήσεις και τους προβληματισμούς των ειδικών για το χαρακτήρα της κρίσης που φαίνεται να αναδύεται στις χώρες του κεφαλαίου. Ετσι, αν πριν από λίγους μήνες οι περισσότεροι υποστήριζαν την άποψη ότι τα φαινόμενα της κρίσης αφορούν κυρίως τα χρηματιστήρια και ήταν μια κρίση που αφετηριακό της σημείο έχει τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης αμερικανικών τραπεζών, τώρα δεν είναι λίγοι εκείνοι που ήδη τρέμουν στην ιδέα ότι η καπιταλιστική οικονομία, ειδικά στις ΗΠΑ, εισέρχεται σε μια περίοδο ύφεσης. Το θέμα απασχόλησε και τα οικονομικά επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα Συμβούλια των υπουργών Οικονομίας και του Γιούρογκρουπ, όπου ναι μεν επιχειρήθηκε να τηρηθούν χαμηλοί τόνοι, σε σχέση με την αξιολόγηση της κατάστασης και τις επιπτώσεις που θα έχει στην ευρωπαϊκή οικονομία μια οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, ήταν όμως έκδηλη η ανησυχία που υπάρχει, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε και από παραινέσεις για συνέχιση των ...μεταρρυθμιστικών πολιτικών στην ΕΕ, ως ασπίδα απέναντι στο ενδεχόμενο εξάπλωσης της ύφεσης. Το χειρότερο, όμως, για τους αναλυτές, που είναι ταγμένοι να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, δεν είναι αυτό. Γνωρίζοντας καλύτερα από τον οποιοδήποτε άλλο ότι οι σύγχρονες οικονομίες λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία περισσότερο από ποτέ άλλοτε, φαίνεται πως δεν είναι καν σε θέση να εκτιμήσουν το χρόνο, το μέγεθος, το εύρος, τη διάρκεια, αλλά και τις επιπτώσεις μιας οικονομικής κρίσης, όποτε και αν αυτή κάνει την εμφάνισή της.

Ο εφιάλτης των κρίσεων

Η απειλή των οικονομικών κρίσεων στον καπιταλισμό, η αδυναμία, δηλαδή, που περιοδικά διερρήγνυε τη διαδικασία της αδιάλειπτης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, αποτελούσε για τους εκπροσώπους του συστήματος εφιάλτη, ακόμα από τις εποχές του λεγόμενου «ελεύθερου ανταγωνισμού». Τότε, που μια απλή ανισορροπία ανάμεσα στη διευρυνόμενη προσφορά παραγόμενων εμπορευμάτων από τους καπιταλιστές και τη συρρικνούμενη δυνατότητα αγοράς - απόκτησής τους από την εργατική τάξη, οδηγούσε σε γενικευμένες κρίσεις υπερπαραγωγής, την κυρίαρχη μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης του συστήματος. Της διαφοράς ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό τρόπο ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της.

Ο καημός της άρχουσας τάξης, βέβαια, ποτέ δεν ήταν ότι σαν συνέπεια της κρίσης καταστρέφεται μεγάλο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων, ούτε ότι χειροτερεύουν απότομα οι συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων, ούτε ότι δημιουργούνται νέες στρατιές ανέργων, ούτε ότι κάθε φορά ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων περιθωριοποιείται και βγαίνει οριστικά εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Το σημαντικό γι' αυτούς ήταν - και εξακολουθεί και σήμερα να είναι - ότι σαν αποτέλεσμα της κρίσης «σπάει» η αλυσίδα της αέναης εξασφάλισης όλο και περισσότερων υπερκερδών από τη διαδικασία της παραγωγής, ενώ η αποκατάσταση του κύκλου, και άρα η δυνατότητα για την εκ νέου απόσπαση κερδών, είναι μια διαδικασία που - μετά από το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων - παίρνει χρόνο. Γι' αυτό και το σύνολο των πολιτικών που εκπονούνται και εφαρμόζονται στον τομέα της οικονομίας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στην εξουσία, πάντα επιδιώκουν να επιδράσουν, να παρέμβουν στον οικονομικό κύκλο. Αυτός είναι και ο στόχος των κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων όλων των τελευταίων δεκαετιών, ρυθμίσεων που αποβλέπουν ταυτόχρονα και στην εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά και στην τήρηση κάποιων ισορροπιών και αναλογιών, που για μια περίοδο λειτουργούν ως απορροφητήρες των κραδασμών, που προκαλεί η άναρχη ανάπτυξη του ίδιου του συστήματος.

Το ζητούμενο

Ως ζητούμενο των ημερών εμφανίζεται, κυρίως, το θέμα κατά πόσο η κατρακύλα που σημειώθηκε στις διεθνείς χρηματαγορές αποτελεί μια κρίση που αφορά τις συναλλαγές στα χρηματιστήρια, ή είναι μια κρίση που αγγίζει γενικά την οικονομία. Μια κρίση, δηλαδή, που εκτός από την κατάρρευση των τιμών σε χαρτιά, θα εκφραστεί και με πτώση της παραγωγής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καπιταλιστική οικονομία, αλλά κυρίως - σε ό,τι μας αφορά - με τις συνέπειες που θα υπάρξουν για τους εργαζόμενους. Η απάντηση σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να δοθεί από τον «Ρ». Ωστόσο, όσο δύσκολο και αν είναι να απαντήσει κανείς σε ένα τέτοιο ερώτημα, είναι απόλυτα βέβαιο ότι για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, υπάρχουν τουλάχιστον δύο δεδομένα:

Το πρώτο είναι ότι η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας, κάνουν, κάθε φορά, ό,τι περνά από το χέρι τους, ώστε όσο μπορούν να παρεμβαίνουν στο ξέσπασμα των κρίσεων. Το παράδειγμα των αρχών της δεκαετίας που διανύουμε είναι χαρακτηριστικό. Τότε, ήταν πασιφανές ότι η οικονομία, και στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα, όδευε προς μία γενικευμένη, παγκόσμια οικονομική κρίση. Για να αποσοβηθεί, δεν επιστρατεύτηκαν μόνο μια σειρά οικονομικά μέτρα κρατικομονοπωλιακού χαρακτήρα. Σχεδιάστηκε και ξεκίνησε και ένας ολόκληρος νέος κύκλος ιμπεριαλιστικών πολέμων και παρεμβάσεων, με στόχο το ξαναμοίρασμα των αγορών, κυρίως, των περιοχών με πλούσια ενεργειακά αποθέματα. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις και ο πόλεμος σε Αφγανιστάν και Ιράκ, εκτός από τα ζητήματα γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας, σήμαινε και παραγγελίες δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τη στρατιωτική βιομηχανία, κάτι που αναθέρμανε την αμερικανική οικονομία και αγορά. Στην ίδια κατεύθυνση λειτούργησαν και τα φορολογικά μέτρα Μπους, για τη στήριξη των αμερικανικών επιχειρήσεων διοχετεύοντας στην αγορά πάνω από 200 δισ. δολάρια. Οι παρεμβάσεις εκείνης της περιόδου, μαζί με την εξάπλωση των τραπεζών στο χώρο των στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης, λειτούργησαν ως «καύσιμο» για την παραγωγική διαδικασία, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσαν μια παρέμβαση, που ανέβαλε την εκδήλωση μιας μακρόχρονης οικονομικής κρίσης.

Οι κινήσεις που έγιναν στις ΗΠΑ και οδήγησαν στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων στη συγκεκριμένη χώρα είχαν άμεση επίδραση σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι ΗΠΑ, ως μια χώρα με τεράστιες εισαγωγές και άρα προμήθειες από το εξωτερικό, αύξησαν τις παραγγελίες εμπορευμάτων και υπηρεσιών προς τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με αποτέλεσμα τα σημάδια οικονομικής ύφεσης που παρουσιάστηκαν στα τέλη του 2001, να έχουν τόσο περιορισμένο χαρακτήρα, που λίγοι πλέον τα μνημονεύουν. Επιπλέον, εκείνη την περίοδο στην ΕΕ τα κράτη - μέλη της ΕΕ, ενόψει του ευρώ και της δημιουργίας της ΟΝΕ, επιτάχυναν τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις (περιοριστικά μέτρα για τον έλεγχο των δημόσιων ελλειμμάτων και, άρα, περισσότεροι πόροι για το κεφάλαιο, απελευθέρωση αγορών, συγχωνεύσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων κλπ.), που επίσης λειτούργησαν ανασχετικά για το ξέσπασμα μιας οικονομικής κρίσης.

Η ουσία

Τα παραπάνω, βέβαια, αποτελούν το τυπικό μέρος της υπόθεσης. Στην πραγματικότητα, η εικόνα της ανόδου των οικονομικών δεικτών, που σημειώνεται όλα τα τελευταία χρόνια, στις χώρες του κεφαλαίου - και στην Ελλάδα - τελικά είναι αποτέλεσμα της έντονης παρεμβατικής πολιτικής του αστικού κράτους, που, όπως πάντα, επιδιώκει και στις σύγχρονες συνθήκες να παρεμβαίνει στην κίνηση του οικονομικού κύκλου, έτσι ώστε να διατηρείται η ανοδική πορεία στα κέρδη του κεφαλαίου. Και το κάνει αυτό, με πολλούς τρόπους. Πρώτα και κύρια, ενισχύοντας την παραγωγική δραστηριότητα, μέσα από την τεράστια αύξηση του τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών - καταναλωτών. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πριν από δέκα - δεκαπέντε χρόνια, το ποσοστό του ΑΕΠ που αφορούσε κατανάλωση, μέσω τραπεζικών δανείων, σχεδόν δεν ήταν μετρήσιμο. Στα μέσα του 2003, ο τραπεζικός δανεισμός είχε φτάσει το 20% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα ξεπερνά ήδη το 50%!!! Δηλαδή, το 50% του συνολικού ετήσιου τζίρου της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται, πρακτικά, σε ανύπαρκτα εισοδήματα, κάτι που αργά ή γρήγορα θα «σκάσει» ως πρόβλημα και θα έχει και την αντίστοιχη επίπτωσή του στον ίδιο το δείκτη του ΑΕΠ και την εμφανιζόμενη, ως ανοδική, εικόνα της οικονομίας.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τα όσα είπαν, την προηγούμενη Τρίτη, οι επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της ΕΕ, μαζί και ο επί των Οικονομικών της δικής μας χώρας, ο Γ. Αλογοσκούφης. Τι είπαν; Ξεκαθάρισαν, όσο μπορούσαν πιο απροσχημάτιστα, ότι, υπό το φως των νέων εξελίξεων στη διεθνή οικονομία, σκοπεύουν να εκμεταλλευτούν ακόμα και την επαπειλούμενη ύφεση, έτσι ώστε να φορτώσουν και νέα δεινά στις πλάτες των εργαζομένων. Για να ελέγξουμε, λέει, τον πληθωρισμό, οι εργαζόμενοι οφείλουν και φέτος να μη διεκδικήσουν αυξήσεις μισθών. Για να μην τεθούν, λέει, υπό αμφισβήτηση οι ρυθμοί ανόδου της οικονομίας, πρέπει να πάρουμε και άλλα μέτρα για την ενίσχυση των επιχειρήσεων. Για να ενισχύσουμε, λέει, την «ανταγωνιστικότητα», πρέπει να δεχτούμε τις αντιδραστικές ρυθμίσεις που ετοιμάζουν για το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Για να μη διακόψουμε, λέει, τη θετική πορεία των επιχειρηματικών ομίλων, πρέπει να γίνουν κι άλλες ιδιωτικοποιήσεις και να επεκταθούν οι «συμπράξεις» του Δημοσίου με τους επιχειρηματίες. Με δύο λόγια, για να εξασφαλίσουν ακόμα περισσότερα κέρδη εκείνοι που ανήκουν στην πλουτοκρατία, οι «μη έχοντες και μη κατέχοντες» πρέπει να δεχτούν και νέα επίθεση στο δικό τους βιοτικό επίπεδο. Το πώς δε θα υποταγούμε - συμβιβαστούμε με αυτή τη λογική και πώς θα ορθώσουμε το ανάστημά μας και θα εναντιωθούμε σε αυτή την πολιτική, μέχρι την οριστική ανατροπή της, αυτό θα πρέπει να είναι το ζητούμενο για όλους, όσοι θίγονται από τη διαιώνιση της πολιτικής, που θέλει τα πάντα να υποτάσσονται στα συμφέροντα του κεφαλαίου.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ