ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 26 Απρίλη 2000
Σελ. /32
ΞΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ελληνική οικονομία ενόψει της ένταξης στη ζώνη του ΕΥΡΩ

Ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Λουκά Παπαδήμου προς την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων (περίληψη)

1. Εισαγωγή

Το 1999 ήταν έτος ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική οικονομία. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες διαμορφώθηκαν συνθήκες νομισματικής σταθερότητας. Το επίτευγμα αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και επίπονης προσπάθειας. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η πρόοδος προς τη δημοσιονομική εξυγίανση και η σχετική σταθερότητας της ισοτιμίας της δραχμής έναντι των βασικών ευρωπαϊκών νομισμάτων έχουν διαμορφώσει ένα νέο οικονομικό περιβάλλον, το οποίο αφ' ενός επιτρέπει την ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) και αφ' ετέρου προάγει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της. Με την ολοκλήρωση της πολύχρονης φάσης σταθεροποίησης της οικονομίας, είναι χρήσιμο, παράλληλα με την αξιολόγησης της οικονομίας και της πολιτικής που ασκήθηκε κατά το προηγούμενο έτος, να εξεταστούν η μεγάλη πρόοδος προς τη σταθερότητα κατά την τελευταία δεκαετία και οι νέες δυνατότητες αλλά και προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.

2. Σύγκλιση προς τη σταθερότητα

Οι εξελίξεις στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία είχαν και θετικές και αρνητικές επιδράσεις στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες. Η ταχύτερη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας και η βελτίωση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων διαμόρφωσαν ένα γενικά θετικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η προοδευτική επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση στη διάρκεια του 1999 και η διατήρηση, κατά μέσο όρο, χαμηλού πληθωρισμού, παρά την πρόσφατη αύξησή του, άσκησαν ευνοϊκή επίδραση στην ελληνική οικονομία. Ωστόσο, η μεγάλη άνοδος της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και η σημαντική υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου και του γιεν στη διάρκεια του 1999, με δεδομένη την ασκούμενη πολιτική συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ευρώ, είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση του πληθωρισμού από τον Οκτώβριο και μετά, την αύξηση του εξωτερικού χρέους τη χώρας αποτιμώμενου σε δραχμές και τη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Μέσα σ' αυτό το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με πολύ ικανοποιητικό ρυθμό. Ταυτόχρονα, πέτυχε την περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και, γενικότερα, τη σύγκλιση προς τη σταθερότητα.

2.1 Πληθωρισμός

Οι εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις εξασθένησαν σημαντικά και σταθερά κατά το προηγούμενο έτος. Ο πληθωρισμός, όπως μετριέται με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), ακολούθησε πτωτική τροχιά στο πρώτο εξάμηνο του 1999 και υποχώρησε με ταχύ ρυθμό από 3,9% το Δεκέμβριο του 1998 σε 2,0%-2,1% στην περίοδο Ιουνίου - Σεπτεμβρίου. Το επίπεδο αυτό θεωρείται συμβατό με την έννοια της σταθερότητας των τιμών. Από τον Οκτώβριο του 1999 και μετά, ο πληθωρισμός σημείωσε σταδιακή άνοδο, σχεδόν αποκλειστικά λόγω του υπερδιπλασιασμού της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, και διαμορφώθηκε σε 2,7% το Δεκέμβριο του 1999. Ο «πυρήνας» όμως του πληθωρισμού, ο οποίος υποδηλώνει ακριβέστερα τις ενδογενείς πληθωριστικές τάσεις, διότι δεν επηρεάζεται από την εξέλιξη των τιμών των καυσίμων και των νωπών οπωροκηπευτικών, επιβραδύνθηκε στο 1,9% τον Οκτώβριο του 1999, τρεις εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ό,τι το Δεκέμβριο του 1998, και από τότε (έως το τέλος του έτους και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2000) δεν έχει υπερβεί το 2%. Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει σαφώς ότι επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σταθερότητα των τιμών κατά το προηγούμενο έτος. Τέλος, με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,1% το 1999 και υποχώρησε περαιτέρω στο 2% στο δωδεκάμηνο που έληξε το Μάρτιο του 2000. Συνεπώς, η Ελλάδα ικανοποιεί πλέον το σχετικό κριτήριο σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ από το Δεκέμβριο του 1999.

Η υποχώρηση του πυρήνα του πληθωρισμού το 1999 οφείλεται στη νομισματική και οικονομική πολιτική που ασκήθηκε, στις ευνοϊκές εξελίξεις στην αγορά εργασίας και σε μικρότερο βαθμό, στην επίδραση ειδικών και εξωγενών παραγόντων. Η νομισματική πολιτική ειδικότερα διατήρησε, και σε ορισμένες περιόδους ενίσχυσε, την αντιπληθωριστική της κατεύθυνση. Στη διάρκεια του 1999 η δραχμή παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή έναντι του ευρώ (ενώ σε μέσα επίπεδα ανατιμήθηκε ελαφρά) και τα ονομαστικά επιτόκια διατηρήθηκαν αμετάβλητα από τα μέσα Φεβρουαρίου έως και τα μέσα Οκτωβρίου. Μάλιστα, η δραχμή ανατιμήθηκε σε πραγματικούς όρους, ενώ η σταθερότητα των ονομαστικών επιτοκίων, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του πληθωρισμού, οδήγησε σε σημαντική αύξηση των πραγματικών επιτοκίων. Οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν την ενίσχυση του αντιπληθωριστικού χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, ο ρυθμός ανόδου της ρευστότητας της οικονομίας (Μ4Ν) σημείωσε σημαντική επιβράδυνση στο 5,6% και ο ρυθμός αύξησης του συνόλου των τραπεζικών πιστώσεων διατηρήθηκε περίπου σταθερός (10,9%). Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, σχεδόν κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα στο 2,7% το 1999, συνέβαλε επίσης σημαντικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, ενώ ευνοϊκή επίδραση άσκησε και η μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ στο 1,6% από 2,5% το 1998.

2.2 Δημόσια οικονομικά

Η δημοσιονομική θέση της χώρας βελτιώθηκε περαιτέρω το 1999 και στήριξε τη διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας στην οικονομία. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, σε εθνικολογιστική βάση, περιορίστηκε κατά μία εκατοστιαία μονάδα περίπου, στο 1,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), δηλαδή στο ήμισυ περίπου της τιμής αναφοράς (3%) του σχετικού κριτηρίου σύγκλισης της Συνθήκης και σε επίπεδο ελαφρά υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο (1,2%) στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Επίσης, το ενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε κατά μία εκατοστιαία μονάδα στο 104,4% του ΑΕΠ, παρά τη σημαντική αυξητική επίδραση στο χρέος σε συνάλλαγμα από την ανατίμηση του δολαρίου και του γιεν έναντι της δραχμής. Ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερος από την τιμή αναφοράς (60%) του σχετικού κριτηρίου της Συνθήκης και από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (72,2%). Η συνεχής όμως μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους κατά σχεδόν 7 εκατοστιαίες μονάδες συνολικά στα προηγούμενα τρία έτη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός «μειώνεται επαρκώς» και «με ικανοποιητικό ρυθμό» και επομένως κρίνεται ότι ικανοποιείται το σχετικό κριτήριο της Συνθήκης.

Η εξέταση της εξέλιξης των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών κατά την τελευταία δεκαετία οδηγεί σε ορισμένες γενικές διαπιστώσεις σχετικά με την πρόοδο που έχει συντελεστεί προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς και σχετικά με τον προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής στο μέλλον. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκε από 16% περίπου το 1990 σε 10,2% το 1995 και 1,6% το 1999. Η εντυπωσιακή αυτή εξέλιξη αντανακλά αφ' ενός τη βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος της δημοσιονομικής διαχείρισης - τη μετατροπή μεγάλων πρωτογενών ελλειμμάτων (ύψους 6,6% του ΑΕΠ το 1999) σε σχεδόν ισόποσα πρωτογενή πλεονάσματα (5,8% του ΑΕΠ το 1999) - και αφ' ετέρου τη μείωση, αν και όχι συνεχή, στη διάρκεια της δεκαετίας της δαπάνης για τόκους σε ενοποιημένη βάση, από 9,5% του ΑΕΠ το 1990 σε 7,4% το 1999.

2.3 Συναλλαγματική ισοτιμία και μακροπρόθεσμα επιτόκια

Η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικό μέσο αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, δεν μπορεί να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα εάν δε στηρίζεται από νομισματική και, γενικότερα, μακροοικονομική πολιτική που αποσκοπεί στη διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας στην εγχώρια οικονομία. Στα δύο έτη περίπου που παρήλθαν από την ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) το Μάρτιο του 1998, η δραχμή δε δέχτηκε πιέσεις που να δημιούργησαν ένταση στην αγορά συναλλάγματος. Στην περίοδο αυτή, η άσκηση αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής με τη διατήρηση σχετικά υψηλών επιτοκίων, καθώς και οι ευνοϊκές προσδοκίες των αγορών όσον αφορά την προοπτική σταθεροποίησης και σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας, είχαν ως αποτέλεσμα η δραχμή να είναι συνεχώς ανατιμημένη σε σχέση με την κεντρική της ισοτιμία στο μηχανισμό. Το ποσοστό της θετικής απόκλισης της τρέχουσας από την κεντρική ισοτιμία κυμάνθηκε από 2% έως 9%. Δεδομένου ότι η δραχμή συμμετέχει στον ΜΣΙ για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και χωρίς σοβαρή ένταση ή υποτίμηση έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους - μέλους, κρίνεται ότι ικανοποιείται και το κριτήριο σύγκλισης που αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία.

6. Η ελληνική οικονομία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ

Η ένταξη της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ θα επηρεάσει καθοριστικά τη λειτουργία και τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Η υιοθέτηση του ευρώ θα προκαλέσει σημαντική μεταβολή του οικονομικού περιβάλλοντος, θα αποφέρει οφέλη και θα δημιουργήσει ευκαιρίες, αλλά παράλληλα θα θέσει περιορισμούς και θα αναδείξει προκλήσεις για την οικονομική πολιτική. Οι επιδόσεις της οικονομίας τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθούν συνεπώς από την ικανότητα του ιδιωτικού τομέα και των οικονομικών αρχών να εξασφαλίσουν τα δυνητικά οφέλη, να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες, να προσαρμοστούν επιτυχώς στους περιορισμούς και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις νέες προκλήσεις. Τα κρίσιμα θέματα για τη μετά την ένταξη στην ΟΝΕ εποχή είναι οι συνέπειες της εισαγωγής του ενιαίου νομίσματος αφ' ενός για τη νομισματική σταθερότητα και αφ' ετέρου για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και επομένως την προοπτική πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας την επόμενη δεκαετία.

Ενα βασικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα από την υιοθέτηση του ευρώ είναι η θετική προοπτική σταθερότητας των τιμών.

Ενα άλλο δυνητικό όφελος για τη χώρα μας από την πλήρη συμμετοχή της στην ΟΝΕ είναι η προοπτική ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης. Η δυνατότητα υψηλότερου ρυθμού ανόδου της επενδυτικής και της οικονομικής δραστηριότητας συνδέεται με την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου στις διασυνοριακές συναλλαγές εντός της ζώνης του ευρώ, με το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, καθώς και με το μικρότερο συναλλακτικό κόστος και τη μεγαλύτερη διαφάνεια των τιμών. Η προοπτική όμως ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι δεδομένη και δεν πρέπει να θεωρείται αυτόματη συνέπεια της υιοθέτησης του ευρώ.

Η οικονομική θεωρία αλλά και η διεθνής πείρα υποδηλώνουν σαφώς ότι πρέπει να αναμένονται αποκλίσεις στις επιδόσεις των χωρών - μελών μιας νομισματικής ένωσης όσον αφορά τον πληθωρισμό και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Ειδικότερα, η αρχική και σύντομη εμπειρία των έντεκα χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ επιβεβαιώνει την ύπαρξη τέτοιων αποκλίσεων, αν και σχετικά περιορισμένων. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αποκλίσεις αυτές δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν, τουλάχιστον σε σημαντικό βαθμό, σε αξιόλογες διαφορές της ασκούμενης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Διάφοροι παράγοντες και τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των οικονομιών των χωρών της ζώνης του ευρώ είναι δυνατόν να προκαλέσουν αποκλίσεις στις οικονομικές τους επιδόσεις. Πρώτον, διαφορές στη διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και στη λειτουργία των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας, συνεπάγονται διαφορές στο μηχανισμό μετάδοσης των επιδράσεων της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στον πληθωρισμό και την οικονομική δραστηριότητα των επιμέρους χωρών. Δεύτερον, ενδέχεται να υπάρχουν διαφορές στις φάσεις του οικονομικού κύκλου στις χώρες - μέλη της ζώνης του ευρώ. Τρίτον, εξωγενείς παράγοντες είναι δυνατόν να επηρεάζουν ασύμμετρα, δηλ. σε διαφορετικό βαθμό, τις επιμέρους χώρες. Τέταρτον, η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και η ενίσχυση του διασυνοριακού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, που οδηγούν σε σύγκλιση των επιπέδων των τιμών των εμπορεύσιμων αγαθών, είναι δυνατόν να συντελέσουν στη διαμόρφωση διαφορικών ρυθμών πληθωρισμού κατά την αρχική φάση λειτουργίας της νομισματικής ένωσης.

Είναι αυτονόητο ότι οι ανωτέρω στόχοι δεν είναι δυνατόν να επιδιωχτούν με την άσκηση εθνικής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, εφόσον μετά την υιοθέτηση του ευρώ η νομισματική πολιτική που θα εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος θα είναι η ενιαία ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Συνεπώς, οι στόχοι για την ανάπτυξη και την απασχόληση θα πρέπει να επιδιωχτούν με μέτρα διαρθρωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Η διατηρήσιμη ανάπτυξη, η καταπολέμηση της ανεργίας, η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών μπορούν και πρέπει να επιτευχθούν κυρίως με μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής που αποσκοπούν στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στις εγχώριες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στην πιο αποτελεσματική και ευέλικτη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και το κυριότερο μέσο για την αύξηση των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, που είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μια μικρή και ανοιχτή οικονομία μπορεί να επιτύχει σταθερή και ταχύρυθμη άνοδο του πραγματικού εθνικού εισοδήματος. Η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και της ευελιξίας στην αγορά εργασίας είναι αναγκαία όχι μόνο για να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών, αλλά και για να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στην απασχόληση από εξωγενείς και μη αναμενόμενες μεταβολές της συνολικής εγχώριας ζήτησης ή άλλες αναταράξεις στις διεθνείς αγορές.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση του ανταγωνισμού και επομένως στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μπορούν να υπαχθούν σε τέσσερις κατηγορίες. Πρώτον, μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην απελευθέρωση των αγορών και τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού. Η ταχύτερη απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και ορισμένων υπηρεσιών, καθώς και η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, θα βελτιώσουν την ποιότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα θα συντελέσουν στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Δεύτερον, μεταρρυθμίσεις που συνεπάγονται την ενίσχυση του ρόλου του κράτους σε ορισμένους τομείς και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του. Το κράτος έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην περαιτέρω βελτίωση των υποδομών αλλά και στην ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης, καθώς και στην προώθηση της τεχνολογικής έρευνας και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Ειδικότερα, υποστηρίχτηκε προηγουμένως ότι η βελτίωση της εκπαίδευσης των νέων και των μακροχρόνια ανέργων για την απόκτηση και ανανέωση δεξιοτήτων θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αντιστοίχιση της ζήτησης και προσφοράς εργασίας και, συνεπώς, στη μείωση της ανεργίας. Τρίτον, μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων που προάγουν τις επενδύσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η απλοποίηση των διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων, καθώς και για την έγκριση και υποδοχή άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό, θα ενθαρρύνει την επιχειρηματική δράση και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Τέταρτον, θεσμικές μεταρρυθμίσεις (σε συνδυασμό με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας) που αποβλέπουν στη βελτίωση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και ειδικότερα της χρηματοδότησης νέων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι προοπτικές για υψηλή και σταθερή ανάπτυξη και για αύξηση της απασχόλησης είναι ευνοϊκές. Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται σε τρεις διαπιστώσεις. Πρώτον, οι εγχώριες συνθήκες σταθερότητας που έχουν δημιουργηθεί και η επικείμενη ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ διαμορφώνουν περιβάλλον που γενικά θα προαγάγει την ανάπτυξη. Δεύτερον, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει αυτό το στόχο και έχει δεσμευτεί να τον επιτύχει. Επίσης, όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου και η ελληνική κοινωνία στηρίζουν την επίτευξή του, ενώ και η Ευρωπαϊκή Ενωση, στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, ανέδειξε την οικονομική ανάπτυξη, αφ' ενός, και τη μείωση της ανεργίας, αφ' ετέρου, ως βασικές προτεραιότητες της πολιτικής. Τρίτον, υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο, εφόσον αξιοποιηθεί και ενεργοποιηθεί, θα αποτελέσει τον κύριο συντελεστή της αναπτυξιακής διαδικασίας. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν πρέπει βέβαια να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επίτευξη των στόχων είναι εύκολη υπόθεση. Η διατηρήσιμη και ταχύρυθμη ανάπτυξη απαιτεί, όπως υποστηρίχτηκε, διαρθρωτικές προσαρμογές σε πολλούς τομείς, καθώς και συνέχιση της προσπάθειας για πλήρη δημοσιονομική εξυγίανση κατά τα επόμενα έτη. Επιπλέον, η ανάπτυξη θα πρέπει να επιτευχθεί στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον της ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης και σε αυτό που διαμορφώνει η νέα οικονομία της τεχνολογίας και της γνώσης. Μπορούμε όμως να είμαστε αισιόδοξοι, και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά και επειδή υπάρχει κατανόηση των περιορισμών που αντιμετωπίζουμε, καθώς και των μέτρων πολιτικής τα οποία απαιτούνται για να επιτευχθούν οι στόχοι. Σημασία έχει η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των μέτρων, η οποία θα εξαρτηθεί και από τη συναίνεση και συνεργασία των κοινωνικών εταίρων και οικονομικών φορέων. Η υιοθέτηση του ευρώ ως νομίσματος της χώρος το 2001 επιβάλλει την επιτάχυνση των αναγκαίων προσαρμογών στην οικονομία. Παράλληλα, αναμένεται ότι η πλήρης ένταξη στην ΟΝΕ θα συντελέσει στην εφαρμογή πρόσφορης οικονομικής πολιτικής και στην αναδιοργάνωση του κράτους και του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να λειτουργήσει η οικονομία ανταγωνιστικά και να αυξηθεί η κοινωνική ευημερία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ