ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Μάρτη 2008
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ»
Θα διαπραγματευτούμε τα όρια της φτώχειας;

Η υιοθέτηση της άποψης ότι με τις διάφορες μικροενισχύσεις που δίνονται σε όσους ζουν σε συνθήκες απόλυτης αθλιότητας, λύνονται τα προβλήματα των εργαζομένων, στην ουσία σημαίνει αποδοχή του ίδιου του συστήματος που γεννά και αναπαράγει τη φτώχεια

Παπαγεωργίου Βασίλης

Οι συζητήσεις για τη λεγόμενη «κοινωνική πολιτική» και τις περιβόητες «παροχές κοινωνικού χαρακτήρα», είναι ένα από τα πεδία στα οποία οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις δίνουν στίγμα, για την αντίληψή τους απέναντι σε ένα σύνολο ζητημάτων που αφορούν στο χαρακτήρα της κοινωνίας και την ουσία των οικονομικών σχέσεων, ανάμεσα στις τάξεις και τα διάφορα κοινωνικά στρώματα.

Πριν από μερικές μέρες, όταν δημοσιεύτηκαν τα στοιχεία της ΕΕ για τη φτώχεια (στοιχεία που δείχνουν τη συνεχή αύξηση και μαζί χειροτέρευση της κατάστασης που αντιμετωπίζουν τα οικονομικά αδύνατα τμήματα της κοινωνίας), η ΑΥΓΗ επέλεξε να το κάνει πρώτο θέμα με την εξής δική της σημείωση: «Το σκανδαλώδες φαινόμενο είναι ότι στη χώρα μας οι κοινωνικού χαρακτήρα παροχές - ενισχύσεις προς τους φτωχούς μειώνουν τον κίνδυνο της φτώχειας, μόνον κατά 8%, όταν στις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ ο κίνδυνος μειώνεται κατά 42%»...

Τα πράγματα σήμερα δεν είναι ίδια, όπως πριν δυο - τρεις δεκαετίες. Τότε, για συγκεκριμένους λόγους, που διευκόλυναν την καπιταλιστική ανάπτυξη εκείνης της εποχής και κάτω από την πίεση που ασκούσαν τα επιτεύγματα των λαών στις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας, οι εργαζόμενοι είχαν αποσπάσει μια σειρά καταχτήσεις. Τότε, σαν δείκτες της «κοινωνικής πολιτικής», εμφανίζονταν στοιχεία που αφορούσαν ολόκληρο τον πληθυσμό και ενδιέφεραν το σύνολο των λαϊκών νοικοκυριών. Μέσα σ' αυτούς υπολογίζονταν ο βαθμός της κάλυψης της παρεχόμενης δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, η δωρεάν πρόσβαση και εξυπηρέτηση στο δημόσιο σύστημα Υγείας, οι επιδοτούμενες από το Δημόσιο υπηρεσίες για τη διατήρηση χαμηλών τιμολογίων σε ρεύμα - νερό - τηλέφωνο, τα σαφώς πολύ φτηνότερα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών, η δυνατότητα πολλών εργαζομένων να αποκτούν δωρεάν σπίτι από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, τα διάφορα επιδόματα κοινωνικού χαρακτήρα για ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων κ.ο.κ. Ηταν μια πολιτική ενσωμάτωσης λαϊκών δυνάμεων στο σύστημα, χωρίς καθόλου να θίγει τις σχέσεις παραγωγής.

Σήμερα, στο φόντο των ραγδαίων αναδιαρθρώσεων που απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου για την εξασφάλιση ακόμα καλύτερων όρων για την απρόσκοπτη συνέχιση και αύξηση της κερδοφορίας του, το τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό. Κυβερνήσεις και κόμματα εξουσίας και μαζί τους το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που περιορίζουν τις προοπτικές εξέλιξης της κοινωνίας στη διαχείριση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, δηλαδή στην καλυτέρευση του ίδιου του καπιταλισμού, όταν μιλούν για «κοινωνική πολιτική» έχουν κάτι εντελώς διαφορετικό στο μυαλό τους. Υπονοούν, όπως σαφώς φαίνεται και από την τοποθέτηση της ΑΥΓΗΣ, σε... στοχευμένες πολιτικές εκδηλώσεις «κοινωνικής αλληλεγγύης». Την ώρα, δηλαδή, που οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα οφείλουν να πασχίζουν για την ολοκληρωτική ανατροπή του συστήματος, αυτοί περί άλλα τυρβάζουν...

Μπλε, πράσινοι και ροζέ, έχουν αποδεχτεί ότι οφείλουμε να κινηθούμε στην τροχιά της «παγκοσμιοποίησης» και της «επιχειρηματικότητας» δίνοντας καθημερινά μάχες για τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας». Μιλάμε για τρεις στόχους, που από μόνοι τους αποτελούν συστατικά στοιχεία συγκεκριμένων οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες απαντούν και ικανοποιούν τις ανάγκες και τα συμφέροντα αποκλειστικά του μεγάλου κεφαλαίου και των γιγάντιων επιχειρηματικών ομίλων. Κι όμως, απόλυτα συνειδητά και παραπλανώντας τους εργαζόμενους, τους παρουσιάζουν ως στοχεύσεις που πρέπει να γίνουν υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας και των εκατομμυρίων εργαζομένων στη χώρα μας και παντού. Μόνο που «παγκοσμιοποίηση» είναι η δυνατότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται ολόκληρους λαούς που παράγουν στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα της μακρινής Ανατολής με βδομαδιάτικο 4-5 δολάρια, ενώ το προϊόν αυτής της παραγωγής το πωλούν με απίστευτα ποσοστά κέρδους σε αγορές - κοινωνίες με μεροκάματο 30 ευρώ. «Επιχειρηματικότητα» δεν είναι άλλο, από την αγιοποίηση της λογικής της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και της προώθησης τέτοιων οικονομικών πολιτικών, που να ενισχύουν την κυριαρχία και τη θέση του κεφαλαίου - επιχειρηματία, σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Ενώ ο διαβόητος «ανταγωνισμός», που είναι μεν απαραίτητος για το κεφάλαιο, απέναντι στους εργαζόμενους αποτελεί απλά το ιδεολόγημα, πίσω από το οποίο εξιλεώνεται κάθε πολιτική μείωσης των εργατικών αποδοχών, κάθε χτύπημα των εργατικών καταχτήσεων, κατάργηση στοιχειωδών δικαιωμάτων για μια αξιοπρεπή ζωή.

Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης και το πολιτικό τους προσωπικό αγνοούν τα προβλήματα που προκαλεί η πολιτική συνεχούς ενίσχυσης του κεφαλαίου και συνεχούς συρρίκνωσης των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η συνεχής διόγκωση, δηλαδή, των προβλημάτων επιβίωσης που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα. Πρέπει να μελετήσουμε, έλεγε πρόσφατα μιλώντας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφης, το «βαθμό στον οποίο η παγκοσμιοποίηση αυξάνει την οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών και το βαθμό στον οποίο περιθωριοποιεί τις φτωχότερες τάξεις στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες ταυτόχρονα». Πρέπει να διαβάσουν καλύτερα το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης, θα μπορούσε να του απαντήσει κανείς, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, που συνδέεται με τη σύγχρονη αντίληψη για την «κοινωνική πολιτική». Ποιο είναι;

Ολοι τους δέχονται ότι η πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη όξυνση σε αυτό που λέμε κοινωνικές ανισότητες. Η ανατροπή καταχτήσεων που ίσχυαν δεκαετίες, η πολυετής πολιτική εισοδηματικής λιτότητας, η εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η αμφισβήτηση στο δικαίωμα συνταξιοδότησης, η εμπορευματοποίηση - ιδιωτικοποίηση βασικών τομέων κάλυψης των λαϊκών αναγκών, συνθέτουν ένα αφόρητο αντιλαϊκό κράμα, το οποίο οδηγεί στην απόλυτη οικονομική περιθωριοποίηση όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών του κεφαλαίου - που έχουν τη στήριξη όχι μόνο των κομμάτων εξουσίας, αλλά και των κάθε λογής οπορτουνιστών - είναι να αυξάνεται ραγδαία το ποσοστό των νοικοκυριών που «πέφτουν» κάτω από τα όρια της επίσημης φτώχειας, μια κατηγοριοποίηση που δεν έχει σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, αλλά, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί υπαρκτό στατιστικό δείκτη. Αυτή είναι μια πορεία που δεν εμφανίζεται μόνο στη χώρα μας, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, σε ολόκληρη την ΕΕ. Ε, λοιπόν, εδώ παρεμβαίνει η... σύγχρονη «κοινωνική πολιτική», που πρέπει να είναι «στοχευμένη» και «προσανατολισμένη ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο».

Και καλά τα κόμματα που παραδοσιακά θεωρούνται κόμματα της πλουτοκρατίας. Τα άλλα; Εκείνα που θέλουν να παρουσιάζονται ως αριστερά και βαυκαλίζονται ότι έχουν πρόταση διεξόδου, προς το συμφέρον του λαού; Τι κάνουν; Πώς αντιδρούν; Πώς προσεγγίζουν το θέμα; Για το ΣΥΝ, όπως προκύπτει και από το πρωτοσέλιδο της ΑΥΓΗΣ, τα πράγματα είναι καθαρά: Δέχονται ότι υπάρχουν φτωχοί. Δέχονται ότι τμήματα των λαών δεν μπορούν να επιβιώσουν σ' αυτό το καθεστώς. Ταυτόχρονα όμως αποδέχονται την ιδέα ότι θα διαιωνίζεται η πολιτική, που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Και επειδή συμβιβάζονται πλήρως με αυτό, υποστηρίζουν πως χρειάζεται μια «κοινωνική πολιτική» που θα μειώνει τον αριθμό των νοικοκυριών που περιέρχεται στην κατηγορία της απόλυτης φτώχειας. Με δύο λόγια υιοθετούν ακριβώς τη λογική που προβάλλουν, ο καθένας από τη σκοπιά του, ΕΕ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τη λογική της «στοχευμένης κοινωνικής πολιτικής», μέσω της οποίας κάποια τμήματα από αυτούς που συνθλίβονται από τη σύγχρονη (στατιστική) φτώχεια να πάρουν για κάποιο διάστημα μερικές πενταροδεκάρες, για να μην πεθάνουν της πείνας.

Η... μείωση του κινδύνου της φτώχειας αποτέλεσε τον κεντρικό πυρήνα ακόμα και της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας, όταν παρουσιάστηκε το προκλητικό για τους εργαζόμενους νομοθέτημα για το «Ταμείο Εθνικής Συνοχής». Ο Γ. Αλογοσκούφης ήταν ξεκάθαρος: Οι μεταρρυθμίσεις, έλεγε τον Οχτώβρη που μας πέρασε, αποκρύβοντας τον αντιδραστικό και αντιλαϊκό τους χαρακτήρα, δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες για τους εργαζόμενους κι έτσι η κυβέρνηση δεν πρέπει να ασκεί «κοινωνική πολιτική» προς κάθε κατεύθυνση, αφού έτσι χάνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας των όποιων ρυθμίσεων και δημιουργούνται ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό. Γι' αυτόν το λόγο -συμπλήρωνε - όταν λέμε κοινωνική πολιτική θα πρέπει να εννοούμε «ολοκληρωμένα προγράμματα που θα παρέχουν στοχευμένη εισοδηματική ενίσχυση σε όσους συμπολίτες μας έχουν πραγματικά ανάγκη, σε όσους δηλαδή βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας».

Το ίδιο λέει, ουσιαστικά, και το ΠΑΣΟΚ, αφού πέρα από τα πολύ γνώριμα χαρακτηριστικά της πολιτικής που εφάρμοσε τόσα χρόνια, όταν σήμερα αναφέρεται στα περί «βιώσιμου και ισχυρού συστήματος πρόνοιας και κοινωνικής προστασίας», έχει υπόψη του τις ίδιες ακριβώς κατευθύνσεις και πολιτικές με αυτές της ΝΔ.

Παρόμοια, είναι και η προσέγγιση του ΣΥΝ, στο βαθμό που το σκανδαλώδες της υπόθεσης δεν το εντοπίζει στο γεγονός ότι στο σύστημα των καπιταλιστών δεσπόζουν κοινωνικο-παραγωγικές σχέσεις που επιτρέπουν να αναπαράγεται η φτώχεια και άρα μοναδικός στόχος των εργαζομένων πρέπει να είναι το ίδιο το σύστημα, αλλά στο ότι «στη χώρα μας οι κοινωνικού χαρακτήρα παροχές - ενισχύσεις προς τους φτωχούς μειώνουν τον κίνδυνο της φτώχειας, μόνον κατά 8%, όταν στις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ ο κίνδυνος μειώνεται κατά 42%»... Το ίδιο, άλλωστε δείχνει, και η πρόταση που κατά καιρούς προβάλλει ο ΣΥΝ για το λεγόμενο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, παραλλαγές της οποίας διατυπώνονται και από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από βουλευτές της ΝΔ. Πρόταση, η οποία, ουσιαστικά, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια εξαγοράς - και μάλιστα φτηνής - της κατάφωρης καταπάτησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην εργασία, στην αξιοπρεπή και σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής αμοιβής της, στη δωρεάν δημόσια Παιδεία, Υγεία, Πολιτισμό, Αθλητισμό.

Στις σημερινές συνθήκες είναι απόλυτα βέβαιο ότι η οικονομική ολιγαρχία όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει οτιδήποτε, αλλά αντίθετα, πασχίζει να πάρει πίσω ό,τι μπορεί περισσότερο. Η εξέλιξη είναι αντικειμενική. Οσο το σύστημα, μέσα από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των μονοπωλιακών ομίλων εξαντλεί τα όριά του, τόσο περισσότερο έχει ανάγκη από την ακόμα μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, ενώ ταυτόχρονα γίνεται πιο επιθετικό, πιο αυταρχικό, πιο αδιάλλακτο σε όλους τους τομείς των πολιτικο-οικονομικών σχέσεων, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Γίνεται μια εξουσία έτοιμη να σαρώσει στο πέρασμά της ό,τι και όποιον διεκδικεί ριζικές ανατροπές, ό,τι και όποιον αντιστέκεται, ό,τι και όποιον διεκδικεί. Με αυτή την έννοια, ζητούμενο δεν είναι να διαπραγματευτούμε τα όρια της φτώχειας, στην οποία μας καταδικάζει, αλλά να διεκδικήσουμε την ολόπλευρη ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών μας, να κερδίσουμε ό,τι μας ανήκει. Ετσι, το μόνο που μένει ως διέξοδος για την εργατική τάξη, τους άλλους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα συνολικά, είναι η ανατροπή αυτής της εξουσίας, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ