ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Μάη 2008
Σελ. /20
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Κράτος και πολιτιστική διαχείριση

Με αφορμή τις προτάσεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για το ρόλο των κρατικών οργάνων στην προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς

Το 2005 το ΚΑΣ διχάστηκε για την παραχώρηση του αρχαιολογικού χώρου στο Σούνιο στην BMW και χρειάστηκε η «διπλή ψήφος» του προέδρου για να «περάσει» η έγκριση...
Το 2005 το ΚΑΣ διχάστηκε για την παραχώρηση του αρχαιολογικού χώρου στο Σούνιο στην BMW και χρειάστηκε η «διπλή ψήφος» του προέδρου για να «περάσει» η έγκριση...
Με αφορμή τον πρόσφατο διορισμό, από τον υπουργό Πολιτισμού, της νέας σύνθεσης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων δημοσιοποίησε τις απόψεις του για τον τρόπο λειτουργίας του οργάνου.

Ο ΣΕΑ αποτελεί τον επιστημονικό «πυρήνα» της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, άρα οι απόψεις του για την κρατική διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς αντανακλούν σε ένα σημαντικό βαθμό τις ιδεολογικές «ζυμώσεις» της αρχαιολογικής επιστημονικής κοινότητας. Το θέμα της κρατικής διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι σημαίνον για το λαϊκό κίνημα, δεδομένου ότι αυτή η κληρονομιά ανήκει στο λαό, αλλά απειλείται από το στόχο του κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Επιπλέον, στο κείμενο αναλύονται με ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους οι ιστορικές «μεταλλάξεις» της σχέσης του κράτους με τις αρχαιότητες.

«Θεσμική ανεξαρτησία»

Παρά και ενάντια στην πραγματικότητα του βασικού χαρακτήρα του ΚΑΣ, ως οργάνου που εφαρμόζει την εκάστοτε κυρίαρχη πολιτική για τον πολιτισμό (σ.σ. εδώ το «κυρίαρχη» νοείται με την κάθε φορά τακτική της αστικής τάξης στη διαχείριση του πολιτισμού), ο ΣΕΑ επιμένει στο να «επαναφέρει το αίτημα για θεσμική θωράκιση του κορυφαίου συλλογικού οργάνου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας».

... αλλά την ίδια χρονιά γνωμοδότησε σχεδόν παμψηφεί - μίλις ένα μέλος καταψήφισε - για την παραχώρηση του Παρθενώνα στη διαφημιστική εκστρατεία της «Φίλιπς»...
... αλλά την ίδια χρονιά γνωμοδότησε σχεδόν παμψηφεί - μίλις ένα μέλος καταψήφισε - για την παραχώρηση του Παρθενώνα στη διαφημιστική εκστρατεία της «Φίλιπς»...
«Η διασφάλιση και η προάσπιση της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου από πολιτικές παρεμβάσεις και κυρίως ο σεβασμός στη γνώμη των ειδικών επιστημόνων στα ζητήματα της προστασίας της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς είναι θέματα που θα αναδείξει ο ΣΕΑ, με στόχο την προστασία του θεσμού (...)», σημειώνει. Αυτή είναι μια σχεδόν «μεταφυσική» προσέγγιση του ΚΑΣ, αφού οι θεσμοί δεν είναι «ανεξάρτητοι» από τις κρατικές δομές που τους «γεννούν» και, συνεπώς, από την κυρίαρχη τάξη.

Ο ΣΕΑ χαρακτηρίζει ως «καίρια τομή στη λειτουργία του θεσμού» την κατάργηση του αποφασιστικού χαρακτήρα του Συμβουλίου και τη μετατροπή του σε γνωμοδοτικό. Απόφαση που «εντασσόταν στην τάση του κράτους να χαλαρώσει το πλαίσιο προστασίας των μνημείων κατά την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης». Διότι «με συντελεσμένη προ πολλού την εθνοποιητική διαδικασία και την εδαφική επικράτεια, ο βασικός πυλώνας συγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας και της πορείας του στο χώρο και στο χρόνο που ήταν η αρχαιολογική κληρονομιά, παύει να αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για το νεοελληνικό κράτος (...) Ως πρότυπο, προβάλλεται ο καταναλωτισμός και ως στόχος η ταχεία οικονομική ανάπτυξη».

«Η υπονόμευση του κύρους του ΚΑΣ αποτέλεσε παράμετρο της γενικότερης τάσης απαξίωσης του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας άλλωστε συνιστά αναπόσπαστο τμήμα». Ετσι, «το κεντρικό συλλογικό όργανο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν πρέπει να είναι πλέον ένα παντοδύναμο συμβούλιο αυθεντιών της επιστήμης της αρχαιολογίας, αλλά ένα όργανο, που θα "λαμβάνει υπ' όψη τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας". Η αντίληψη αυτή εκφράστηκε με την ευθεία εμπλοκή της πολιτικής ηγεσίας μέσα σε ένα ανεξάρτητο, έως τότε, επιστημονικό συλλογικό όργανο, αφού πλέον ορίστηκε να είναι πρόεδρος του ΚΑΣ ο εκάστοτε γενικός γραμματέας του ΥΠΠΟ. Εκτοτε, η προστασία των αρχαιοτήτων αναδεικνύεται σε διακύβευμα μεταξύ επιστημόνων και πολιτικών (...) Ομως, η θεμελιώδης αρχή της χρηστής και σύγχρονης διοικητικής επιστήμης ορίζει τον απόλυτο σεβασμό και την προτεραιότητα στην επιστημονική εξειδίκευση (...)».

Επιστήμη και πολιτική

Το πρόταγμα για ένα «παντοδύναμο συμβούλιο αυθεντιών της επιστήμης» σε συνδυασμό με τη διαπίστωση περί «διακυβεύματος» μεταξύ «επιστημόνων και πολιτικών» αντιμετωπίζει αταξικά τόσο την επιστήμη και την πολιτική, όσο και το ίδιο το κράτος αυτό καθεαυτό. Πρόκειται, μάλιστα, για πολύ παλιά αντίληψη. Ο Λένιν σημείωνε πάνω σ' αυτό ότι «δεν είναι δυνατό να υπάρξει "αμερόληπτη" κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία χτισμένη πάνω στην ταξική πάλη. (...) Το να περιμένει κανείς αμερόληπτη επιστήμη στην κοινωνία της μισθωτής δουλείας είναι κουτούτσικη αφέλεια, που μοιάζει με το να περιμένει κανείς αμεροληψία από τους εργοστασιάρχες στο ζήτημα, αν θα πρέπει ν' αυξήσουν το μεροκάματο των εργατών, ελαττώνοντας τα κέρδη του κεφαλαίου».

Ο ΣΕΑ θεωρεί ότι «η προσπάθεια αποδυνάμωσης του ΚΑΣ εντάσσεται αφ' ενός στην επέλαση της αγοράς στο κράτος και στις λειτουργίες του και αφ' ετέρου χρησιμοποιείται στοχευμένα, για να αδυνατίσει το σύστημα προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος σε μια εποχή που η γη αποτιμάται μόνο σε χρήμα». Ομως, σε χρήμα αποτιμούνταν τα πάντα - φυσικά και η γη - από την εποχή του περάσματος στον καπιταλισμό, δηλαδή από τη στιγμή που οι εμπορευματικές σχέσεις γίνονται κυρίαρχες με την εδραίωση της εξουσίας της αστικής τάξης. Σε «ποιο» κράτος «επελαύνει» η «αγορά» σήμερα και «τι» κράτος είχαμε ...πριν την «επέλαση»; Διότι η συνέχεια αυτής της σκέψης είναι ότι το κράτος μπορεί... να «ξαναγίνει» μη «αγοραίο», να «προνοεί» για τους «πολίτες» του και την πολιτιστική κληρονομιά, μέσω της «χρηστής» διοίκησης.

Πρόκειται για «κλασικές», πια, σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις που «μοιραία» οδηγούν σε προτάσεις, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν τη βασική αιτία των απειλών στην πολιτιστική κληρονομιά:

Για πρόεδρος του ΚΑΣ προτείνεται «να ορίζεται ανώτατος δικαστικός λειτουργός». Δηλαδή, εκλαμβάνεται και η Δικαιοσύνη ως, ταξικά, «ανεξάρτητη». «Η Υπουργική Απόφαση που εκδίδεται πρέπει να είναι σύμφωνη» με τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, αλλιώς να αναπέμπεται και στην «περίπτωση που το ΚΑΣ εμμείνει στην αρχική γνωμοδότηση, αυτή πρέπει να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα» για τον υπουργό. Αλλά το ΚΑΣ κρίνει με βάση τον αρχαιολογικό νόμο, δηλαδή με μια θεσμική έκφανση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, άρα, τα κριτήρια είναι ταξικά. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι διαδικαστικό, αλλά πολιτικό. Από τη στιγμή, όμως, που περιορίζεται σε ζήτημα σχέσεων μεταξύ «πολιτικών» και «αυθεντιών», είναι λογικό να προτάσσεται η διαχειριστική πλευρά.

«Διασκεδάζοντας» την «καχυποψία»

«Τα μέλη του ΚΑΣ να ορίζονται με τρόπο που να μην είναι δυνατός ο έλεγχος και η πίεση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας προς αυτά (σ.σ. με ποιο τρόπο;) ούτε να τίθεται το κύρος των απόψεών τους υπό αμφισβήτηση». Ούτε από το λαό;

Προτείνει, επίσης, «να συγκροτηθεί ένας πίνακας επιστημόνων με βάση αυστηρά καθορισμένα προσόντα και από εκεί να προέρχονται τα μέλη του ΚΑΣ», ακόμη και με κλήρωση. Αλλά ποιοι θα συγκροτήσουν αυτόν τον πίνακα; Μεγαλύτερες «αυθεντίες»; Αλλά τότε γιατί να μη γίνουν αυτές κατευθείαν μέλη του ΚΑΣ;

«Να ενισχυθεί η ανοιχτή δημόσια πληροφόρηση», για τα θέματα του ΚΑΣ. «Ο ρόλος των δημοσιογράφων που παρακολουθούν τις συνεδρίες (...) είναι κρίσιμος, δεδομένου ότι η δημοσιότητα αφ' ενός προφυλάσσει από τυχόν ανοίκειες πολιτικές παρεμβάσεις και αφ' ετέρου μπορεί να διασκεδάσει την καχυποψία του πολίτη για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στον κρίσιμο τομέα της προστασίας των μνημείων της χώρας μας. Η ανοιχτή πρόσβαση στα πλήρη πρακτικά των συνεδριάσεων αποτελεί μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα προς αυτήν την κατεύθυνση».

Επαυξάνοντας, βέβαια, στην παρουσία του Τύπου στο ΚΑΣ θα πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι αυτή δεν κατάφερε να «προφυλάξει» τα μνημεία από το να παραχωρούνται με διάφορες αφορμές και τρόπους στο κεφάλαιο. Είναι αποπροσανατολισμός να αφήνεται στον Τύπο, του οποίου ο ρόλος είναι επίσης ταξικά προσδιορισμένος, η ανάγκη για πραγματικό δημόσιο έλεγχο, με στόχο να «διασκεδάζεται» η λαϊκή «καχυποψία».

«Να γίνει επεξεργασία και σχεδιασμός ολοκληρωμένων στρατηγικών προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς» σε «αυστηρό και συγκεκριμένο πλαίσιο» και το ΚΑΣ «να χαράσσει αρχαιολογική πολιτική»! Η ανακοίνωση «προσπερνά» το γεγονός ότι ο πολιτισμός έχει ήδη τεθεί ακόμη από το Μάαστριχτ και αργότερα από τη «Στρατηγική της Λισαβόνας» ως βιομηχανική παράμετρος της αύξησης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Και μόνο ένα κίνημα με τη συμμετοχή και των επιστημόνων και της διανόησης, φυσικά και του ΣΕΑ, μπορεί να αποτρέψει την εμπορευματοποίηση και όχι ένα όργανο «σάρκα» από τη «σάρκα» του αστικού κράτους.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ