Την πολιτική της ΕΕ κατάγγειλαν στον αρμόδιο επίτροπο ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Τούσσας και εκπρόσωποι Αλιευτικών Συλλόγων
Eurokinissi |
«Η κοινή αλιευτική πολιτική πλήττει βάναυσα τον κλάδο μας, επειδή:
Οδηγεί στη διάλυση - απόσυρση σημαντικό δυναμικό του αλιευτικού στόλου, στον παροπλισμό και την πρόωρη σύνταξη πολλούς ψαράδες.
Ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού των αλιευτικών σκαφών, με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σχετικό κανονισμό και ιδιαίτερα με την προϋπόθεση διατήρησης της ιπποδύναμης.
Περιορίζει αυθαίρετα και με πρόσχημα την προστασία των ιχθυοαποθεμάτων σημαντικά αλιευτικά εργαλεία, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αλιευτικού εισοδήματος.
Θεσμοθετεί ειδικές άδειες αλιείας για τα μεγάλα πελαγικά ψάρια, δημιουργώντας λίγους προνομιούχους ψαράδες.
Ενισχύει με προκλητικό τρόπο τη θαλάσσια επιχειρηματική ιχθυοκαλλιέργεια σε βάρος του περιβάλλοντος και της συλλεκτικής αλιείας.
Η συνέχιση αυτής της πολιτικής θα αποδεκατίσει τον κλάδο με τεράστιες αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, ειδικότερα στα πολυάριθμα και απομακρυσμένα νησιά, που εξ αντικειμένου ανήκουν στις μειονεκτικές περιοχές της ΕΕ.
Διαφωνούμε ριζικά με αυτήν την πολιτική, επειδή δε θέλουμε να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας και το επάγγελμά μας.
Δε θεωρούμε μονόδρομο τη συρρίκνωση του αλιευτικού στόλου, αλλά πιστεύουμε ότι η ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων μπορεί να εξασφαλιστεί στα πλαίσια μιας πολιτικής που στο επίκεντρό της έχει τον ψαρά που ζει καθημερινά στη θάλασσα και το συνεταιρισμό του.
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ:
Βεβαίως, αν και ο αλωνισμός είναι προς το τέλος του, οι σιτοπαραγωγοί δε γνωρίζουν πόσο θα πουλήσουν τα προϊόντα τους, αφού οι τελικές τιμές δεν έχουν, ακόμα, διαμορφωθεί. Οι έμποροι, αλλά και οι Ενώσεις Συνεταιρισμών, που συγκεντρώνουν την παραγωγή, δίνουν κάποια προκαταβολή και ...υποσχέσεις πως η τιμή θα ανεβεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ενωση Συνεταιρισμών Λάρισας, που συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες σιτηρών, αγοράζει με «ανοιχτή τιμή», ενώ ορμηνεύει τους παραγωγούς να μην παραδώσουν τώρα το προϊόν τους, αλλά να το κρατήσουν για αργότερα, όταν - όπως υποστηρίζει - η τιμή θα είναι πολύ καλύτερη. Ομως, αυτό είναι πολύ δύσκολο για τους μικρομεσαίους αγρότες, οι οποίοι, λόγω μεγάλης οικονομικής ανέχειας, έχουν άμεση ανάγκη να πουλήσουν τώρα και να πληρωθούν αμέσως, οπότε αναγκάζονται να πουλήσουν σε χαμηλότερη τιμή.
Αλλά, ας δούμε αν, φέτος, οι σιτοπαραγωγοί θα έχουν, πράγματι, αυξημένο εισόδημα και «θα γεμίσουν οι τσέπες τους παράδες», όπως τους λένε πολλοί «επιτήδειοι» και διάφοροι «καλοθελητές».
Η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι ότι, ακόμα κι αν πουλήσουν το προϊόν τους σε καλύτερη τιμή, δεν πρόκειται να εξασφαλίσουν αυξημένο εισόδημα. Κι αυτό για δυο βασικούς λόγους:
-- Πρώτον, διότι οι επιδοτήσεις, οι οποίες αποτελούσαν ένα μεγάλο ποσοστό ...της τελικής τιμής του προϊόντος, έχουν περικοπεί δραστικά. Υπολογίζεται ότι η συνολική απώλεια που έχει ο αγρότης στο εισόδημά του, λόγω αυτών των περικοπών, φτάνει στο 25%.
Ως γνωστόν, με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ αποδεσμεύτηκε η επιδότηση από την παραγωγή και η ενιαία ενίσχυση - το χρονιάτικο «τσεκ» - που δίνεται στους μικρομεσαίους αγρότες είναι ελάχιστη, μετά την περικοπή καλλιεργητικών δικαιωμάτων και τις «νόμιμες» και παράνομες παρακρατήσεις που επιβλήθηκαν.
Μ ' αυτόν και με άλλους τρόπους, η ΕΕ μείωσε τη χρηματοδότηση των παραγωγών αγροτών - ένα μεγάλο ποσοστό των κονδυλίων για τον αγροτικό τομέα μεταφέρθηκε από τον 1ο πυλώνα, που αφορά στην παραγωγική διαδικασία, στον 2ο πυλώνα (αγροτοτουρισμός κλπ.) - με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης παραγωγής αγροτικών προϊόντων, να περάσει, μέσω της αγοράς, στους καταναλωτές αγροτικών προϊόντων, οι οποίοι υποχρεώνονται να τα πληρώνουν πολύ ακριβότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι αγοράζουν τις ζωοτροφές πανάκριβα και πάρα πολλοί οδηγούνται στη χρεοκοπία, ενώ, γενικότερα, η κτηνοτροφία, που πλήττεται καίρια, πάει να αφανιστεί.
Δεύτερον, διότι ανέβηκε αλματωδώς το κόστος παραγωγής, καθώς η άνοδος στις τιμές των αγροτικών μέσων και εφοδίων (σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, καύσιμα, αγροτικό ηλεκτρικό ρεύμα, μηχανήματα κ.ά.), ξεπερνάει, κατά μέσο όρο, το 30%.
Επομένως, κι αν εισπράξει λίγα λεπτά του ευρώ παραπάνω στην τιμή του προϊόντος του ο παραγωγός, θα δώσει όχι μόνο τα όποια «κέρδη» του, αλλά κι άλλα από την τσέπη του στους εμποροβιομήχανους των αγροτικών μέσων και εφοδίων και στην, ουσία, θα παίξει το ρόλο του «μεσάζοντα» που δουλεύει γι' αυτούς.
Ολα αυτά αποδεικνύουν ότι και φέτος οι σιτοπαραγωγοί, όπως άλλωστε και οι μικροκαλλιεργητές των άλλων αγροτικών προϊόντων, δεν πρόκειται να δουν το εισόδημά τους να αυξάνεται. Τελικά, πάλι χαμένοι θα είναι και το μόνο που θα τους μείνει θα είναι η κοροϊδία σε βάρος τους.
Βεβαίως, πολύ περισσότερο χαμένοι θα είναι οι εργαζόμενοι και οι ίδιοι οι αγρότες, ως καταναλωτές, αφού η αύξηση της τιμής των σιτηρών φέρνει συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα. Οι μόνοι που θα κερδίσουν πάλι και, μάλιστα, πάρα πολλά, είναι οι μεγαλέμποροι που συγκεντρώνουν την αγροτική παραγωγή, οι εμποροβιομήχανοι των αγροτικών μέσων και εφοδίων και οι πολυεθνικές των τροφίμων, που κερδοσκοπούν σε βάρος και των παραγωγών και των καταναλωτών...