Μετά την κοινωνικο-ιδεολογική και αισθητική αλλοίωση της ιψενικής «Νόρας» (παρουσιάστηκε στο προπέρσινο Φεστιβάλ Αθηνών) και την απερίγραπτη χυδαιοποίηση του σαιξπηρικού «Ονείρου θερινής νύχτας» (παρουσιάστηκε στο περσινό Φεστιβάλ) από τη «Σαουμπίνε», τρίτωσε το κακό. Ο νυν διευθυντής και σκηνοθέτης του - άλλοτε περίφημου γερμανικού θεάτρου - αν και διόλου άμοιρος ταλέντου, Τόμας Οστερμάγιερ, θεωρώντας ίσως εαυτόν ως τον σπουδαιότερο όλων από γενέσεως θεάτρου και επομένως ότι του έχει παραχωρηθεί πλήρης ερμηνευτική ελευθερία, βυσσοδομεί διασκευαστικά και σκηνοθετικά σε βάρος μεγάλων έργων του παρελθόντος. Εργων, με ανυπεράσπιστο πλέον το πνευματικό (συγγραφικό) και ηθικό δικαίωμα των δημιουργών τους. Ο Οστερμάγιερ ηδονίζεται με το να εκφυλίζει τη θεατρική τέχνη και να καταρρακώνει αριστουργήματα. «Φτιάχνεται» με το να φτύνει μεγάλα έργα, λ.χ. του Ιψεν και του Σαίξπηρ. Αυτό έκανε και με τον «Αμλετ». Ευτέλισε και γελοιοποίησε τον τραγικό ήρωα. Εξαφάνισε τη διάνοια, τη στοχαστικότητα, το ψυχικό του άλγος, το πένθος, την οργή του για τα ραδιούργα και δολοφονικά μέσα κατάκτησης της εξουσίας και την κοινωνική σήψη που προκαλεί μια τέτοια εξουσία. Αλλοιώνοντας το πνεύμα και το γράμμα, την ποίηση του Σαίξπηρ, μετέτρεψε τον ήρωα σε αηδιαστικό, χοντρομπαλά, ηλίθιο, μισοξεβράκωτο, γελοίο ανδρείκελο. Σε ανθρωπόμορφο γουρούνι, σερνάμενο σε λάσπες και αποφάγια. Ελεγχόμενο, όχι μόνον από καλλιτεχνική άποψη αλλά και από οικονομική, είναι και το εξής γεγονός. Με την ασυνάρτητη διασκευή και την ανερμάτιστη σκηνοθετική «ανάγνωσή» του χρησιμοποίησε μόνον έξι ηθοποιούς, παίζοντας δύο, τρεις και τέσσερις ρόλους ο καθένας τους. Ηθοποιοί με ικανότητες, που όμως αυτοεξευτέλισαν την τέχνη τους αποδεχόμενοι να είναι έρμαια της ασυδοσίας ενός «δικτάτορα» σκηνοθέτη, αντί να αντισταθούν ως καλλιτέχνες με νου και γνώση.
«Βάτρα Χ» με το Εθνικό Θέατρο
Η «νόσος» των διασκευών κλασικών έργων («νόσος» που αποφέρει συγγραφικά κέρδη στους διασκευαστές) χρόνια τώρα υφέρπει και στο ελληνικό θέατρο, τείνοντας να γίνει επιδημία, ιδιαίτερα όσον αφορά στο αρχαίο δράμα. Η υπογράφουσα τη στήλη έχει εκφράσει, κατ' επανάληψη, την άποψη ότι η μεταγραφική επεξεργασία, η διασκευή, η ελεύθερη διασκευή, η παράφραση, ακόμα, του μύθου ενός μεγάλου έργου του παρελθόντος ούτε καινοφανής είναι, και κάθε άλλο παρά αθέμιτη και απορριπτέα είναι. Το αρχαιοελληνικό δράμα με «δάνεια» αρχαιότερων μύθων μεγαλούργησε. «Δάνεια» από δράματα Ελλήνων, από αρχαιοελληνικούς και πρωτορωμαϊκούς μύθους πήραν οι Λατίνοι ποιητές. Το ίδιο έκαναν ο Σαίξπηρ, ο Ρακίνας, ο Χόφμανσταλ, ο Γκαίτε, ο Μπρεχτ, ο Ανούιγ, ο Ο' Νιλ και πλήθος άλλοι κορυφαίοι δραματουργοί. Πρόβλημα, κατά τη γνώμη της στήλης, υπάρχει όταν η δάνεια διασκευή ενός έργου πελαγοδρομεί χωρίς έρμα και, τελικώς, εξαιτίας της μυθοπλαστικής σύγχυσης και αμηχανίας και της ετερόκλητης αισθητικής της «ναυαγεί» στα ρηχά. Αυτό συνέβη με την παράσταση «Βάτρα Χ», σε ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη. Ο Δ. Λιγνάδης, καλλιτέχνης με σπουδές Φιλολογίας και πατροπαράδοτη θεατρολογική καλλιέργεια, πολυδοκιμασμένο σε κλασικά έργα και μεγάλους ρόλους υποκριτικό ταλέντο, με αποδειγμένες σκηνοθετικές ικανότητες, ίσως για να «απελευθερωθεί» από τη σοβαρή «κληρονομιά» και πορεία του, ίσως για να ξαλεγράρει, ίσως παρασυρμένος από το αχαλίνωτο ρεύμα του εισαγόμενου εντυπωσιοθηρικού μεταμοντερνισμού, ίσως για να προλάβει σε λίγο χρόνο να διασκευάσει, να σκηνοθετήσει του αριστοφανικούς «Βατράχους» και επί πλέον να παίξει δυο ρόλους (Ξανθία και Αισχύλο), κατέληξε σε μια αμήχανη, ετερόκλητων στοιχείων, κειμενική, σκηνοθετική και υποκριτική «σαλάτα». Μια άκριτη, χωρίς ειρμό μεταμοντερνιά, με ολίγον «θέατρο μέσα στο θέατρο», ολίγον αυτοσαρκασμό, ολίγη σάτιρα περί σκηνοθετών, ολίγη αναφορά σε «ακαδημαϊκές» παραστάσεις αρχαίου δράματος, ολίγον από τους κατά Κουν «Ορνιθες», ολίγον άνοστο χιούμορ, ολίγον επιθεώρηση, ολίγον τηλεοπτικό σόου, ολίγον Σάκης Ρουβάς. Τελικώς, πάρα πολύ ολίγος Αριστοφάνης. Κρίμα τόσος κόπος από τους συντελεστές και τους ερμηνευτές της παράστασης.
Οπου δει ο αναγνώστης της στήλης να παρουσιάζεται (σε δήμους και φεστιβάλ) η παράσταση της «Διαδρομής» με την κωμωδία του Αλέξανδρου Ρίζου - Ραγκαβή «Του Κουτρούλη ο γάμος», να μην τη χάσει. Εχει να κερδίσει πολλά. Και με την κωμωδία του Ραγκαβή και με τη δημιουργία του Γ. Καλατζόπουλου. Εχει πραγματικά πολλά να απολαύσει. Την άκρως επίκαιρη σατιρική κωμωδία του Ραγκαβή για τις γελοιότητες, την αμορφωσιά, τη βλακεία, τα ξενομανή μαϊμουδίσματα, τη μωροφιλοδοξία, τη συμφεροντολογική αρπακτικότητα, μικροαστών και πλουτισμένων επαρχιωτών, και τα κυβερνητικο-πολιτικά παίγνια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Την παραδειγματικού σεβασμού, αλλά και οιστρήλατο διασκευή και τη μετασκευή της καθαρευουσιάνικης γλώσσας του Ραγκαβή, με σημερινή λαλούσα, κωμικά χυμώδη, γλώσσα από τον Γιάννη Καλατζόπουλο. Η διασκευή του Γ. Καλατζόπουλου είναι ένα επίτευγμα. Είναι ουσιαστική, αληθινή δραματουργική δημιουργία. Το κείμενό του, εμπλουτισμένο και με εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών γραμμένων από τον ίδιο, αποτελεί μεγάλο «μάθημα» για το τι σημαίνει εκσυγχρονιστική μεταγραφή ενός σπουδαίου έργου του παρελθόντος, όταν υπάρχει ταλέντο, αλλά και γνώση, σεβασμός, συστηματική σπουδή και μόχθος, προκειμένου να μην εξαφανιστεί το ήθος, ο χαρακτήρας και το μήνυμα του πρωτοτύπου. Ο θεατής θα έχει και άλλες αισθητικές απολαύσεις. Με την ευφάνταστη, γοργόρυθμη, πληθωρικού χιούμορ σκηνοθεσία του Γ. Καλατζόπουλου, με συντελεστή το λειτουργικό, ρεαλιστικό σκηνικό και τα όμορφα, πολύχρωμα κοστούμια της Αννας Μαχαιριανάκη. Με την εύφορη, γλυκόλαλη, σχολιαστικά περιπαικτική μελοποίηση των τραγουδιών από τον σπουδαίο και παραγωγικότατο στη θεατρική μουσική, Βασίλη Δημητρίου. Με την καλοδουλεμένη χορογραφία της Κατερίνας Ανδριοπούλου. Και βέβαια έχει να ευφρανθεί, να γελάσει χορταστικά με το πηγαίο, ευφρόσυνο κωμικό ταλέντο του Παύλου Χαϊκάλη, με την αμεσότητα και το κωμικό γκελ του Δημήτρη Μαυρόπουλου, με το σαρκαστικό χιούμορ του Παύλου Ορκόπουλου, με τη σκηνική χάρη και υποκριτική ικανότητα της νέας ηθοποιού Κατερίνας Μάντζιου, με τις χαρακτηριστικές ανθρώπινες «καρικατούρες» που πλάθουν οι Δημήτρης Παλαιοχωρίτης, Σαμψών Φύτρος και Μάκης Αρβανιτάκης, με την εύγλωττα συμβολιστική ερμηνεία της Ειρήνης Κονίδου (Ψωροκώσταινα), αλλά και με το μεταμορφώσιμο υποκριτικό κέφι σε διάφορους μικρούς ρόλους των άλλων ηθοποιών του πολυμελούς θιάσου.