ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
Σελ. /4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
Πτυχές των επαναστατημένων Ελλήνων του 1821

Ισίδωρου Ζουργού, «Η αηδονόπιτα» (εκδ. «Πατάκη»)

Τα τελευταία χρόνια, το ιστορικό μυθιστόρημα γνωρίζει άνθηση στα ελληνικά γράμματα. Το γεγονός είναι αρκετά θετικό: είναι σημαντικό, σε μια εποχή που της μόδας είναι ο αυτοεγκλεισμός του λογοτέχνη στους ατομικούς του ορίζοντες, άνθρωποι των γραμμάτων να καταπιάνονται με την κατασκευή μεγάλων τοιχογραφιών, αξιοποιώντας το υλικό που παρέχει η επιστήμη της ιστορίας και η συλλογική ιστορική μνήμη. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα τα λογοτεχνήματα που κινούνται στο χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος είναι αριστουργήματα: ωστόσο, ανάμεσά τους, μπορεί κανείς να ανθολογήσει ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προτάσεις των τελευταίων ετών.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει το τελευταίο μυθιστόρημα του - ενεργού δάσκαλου - Ισίδωρου Ζουργού, «Η αηδονόπιτα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Σε αυτό, ο Ζουργός καταπιάνεται με ένα θέμα - μύθο, με τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Οι κίνδυνοι οι οποίοι εμπεριέχονται στη λογοτεχνική διαχείριση αυτού του μέγιστου γεγονότος, είναι δύο ειδών: ο λογοτέχνης μπορεί να διολισθήσει σε μια γραφική αναπαράσταση της εποχής, που να παραπέμπει σε σχολική γιορτή. Από μια αντίθετη πλευρά, μπορεί, προσπαθώντας να τηρήσει συναισθηματικές (ακόμα και ιδεολογικές) αποστάσεις, να υποβαθμίσει το γεγονός, να το αντιμετωπίσει με τον αφ' υψηλού αέρα του κοσμοπολιτισμού, ως ένα, εκτεταμένο έστω, επεισόδιο άσκησης ένθεν και ένθεν εθνικιστικής βίας.

Στην «Αηδονόπιτα», ο Ισίδωρος Ζουργός περνά με επιτυχία ανάμεσα σε αυτές τις Συμπληγάδες. Η θέση του για την Επανάσταση του '21 είναι σαφής: κορυφαία, πολιτική έκφραση της συγκρότησης ελληνικού έθνους που αποτυπώνεται στην ένοπλη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του από τους οθωμανούς και στη συγκρότηση έθνους - κράτους. Ταυτόχρονα, επανάσταση που ξεσπά μέσα σε συνθήκες γενικευμένης νίκης της αντεπανάστασης και, για τούτο, συσπειρώνει τα πιο ριζοσπαστικά πνεύματα της εποχής: επαγγελματίες επαναστάτες που επένδυαν σε κάθε καινούριο επαναστατικό ξέσπασμα και πήγαιναν να πολεμήσουν - για να καταλήξουν, δίνοντας τη ζωή τους πολλοί από αυτούς, στο μόνο από τα ξεσπάσματα αυτά που φαινόταν να έχει ιστορικό μέλλον: την επανάσταση των Ελλήνων.

Με τα μάτια ενός τέτοιου «επαγγελματία επαναστάτη» προσπαθεί να δει την επανάσταση ο Ζουργός. Ο νεαρός Αμερικανός Γκάμπριελ Θακερέι Λίντον, νόθος γιος ενός πλούσιου πουριτανού του νέου κόσμου, λάτρης και μελετητής της κλασικής ελληνικής παιδείας, μετά από έναν άτυχο έρωτα, θα φύγει για την επαναστατημένη Ελλάδα, έχοντας στο μυαλό του την άμωμη τελειότητα των αρχαίων αγαλμάτων, για να βρει μια νέα χώρα και ένα νέο λαό: όχι ξεκομμένο από τη συλλογική μνήμη του χώρου, αλλά με την ιδιοσυστασία και τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του. Θα συναντήσει την ωμή βία των οθωμανών κυριάρχων αλλά και την εθνικοαπελευθερωτική βία των επαναστατημένων Ελλήνων. Θα δει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα του ίδιου του επαναστατημένου έθνους, καθώς και τις βλέψεις τους για τον τύπο του υπό συγκρότηση κράτους. Θα διαβλέψει τις αρπακτικές διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας, απέναντι στο μελλοντικό κράτος. Θα ελπίσει ότι η παρέμβαση της - νεαρής ακόμη - χώρας του, στα πράγματα της Μεσογείου θα βελτιώσει τα πράγματα προς όφελος των υπό διαμόρφωση ακόμη εθνών της περιοχής - και, την ίδια στιγμή, θα γεννηθεί στην ψυχή του ο φόβος και η αμφιβολία για το τι είδους «δημοκρατία» είναι ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Θα πολεμήσει στο Μεσολόγγι (οι σκηνές της πολιορκίας και της εξόδου είναι εξαιρετικές), θα γνωρίσει μεγάλες μορφές του αγώνα (τον Καραϊσκάκη, το Λόρδο Μπάιρον και... τον «Ανώνυμο Ελληνα», τον άγνωστο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας», στον οποίο ο Ζουργός δίνει ένα καθ' όλα νόμιμο λογοτεχνικά πρόσωπο). Θα ερωτευτεί μια Ελληνίδα με την οποία θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του και θα γίνει, για τους Ελληνες συντρόφους του στον αγώνα, «ο Γαβρίλης».

Ενα από τα μεγάλα προσόντα του βιβλίου είναι η εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα του. Ο Ζουργός έχει μελετήσει το ιδίωμα και τις εκφράσεις της εποχής και οι διάλογοι των ηρώων αποδίδονται με φυσικότητα και χωρίς να διολισθαίνουν σε γραφικότητα ή σε σχετικά πιο σύγχρονη ντοπιολαλιά. Μ' ένα λόγο, πρόκειται για ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, λογοτεχνικά και ιστορικά έγκυρο, που βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει με συγκίνηση πολλές πτυχές του κορυφαίου αυτού ιστορικού γεγονότος.


Θ.Ι.Μ.


Η αποικιοκρατία στο εδώλιο

Andre Brink, «Η άλλη πλευρά της σιωπής» (εκδ. «Χατζηνικολή»)

Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται κυρίως στην κατασπαραγμένη από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις αφρικανική ήπειρο και δη στη γερμανοκρατούμενη Νοτιοδυτική Αφρική, τη σημερινή Ναμίμπια, στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και εν μέρει - μέσω των αναμνήσεων «φλας μπακ» της μαρτυρικής πρωταγωνίστριας - στη Γερμανία. Η Γερμανία στέλνει για τις ανάγκες του αντρικού πληθυσμού της στη Νοτιοδυτική Αφρική φουρνιές απελπισμένων νέων γυναικών, που δε βρίσκουν διέξοδο στην πατρίδα τους και πιστεύουν ότι στη μακρινή αφρικανική χώρα τους περιμένει μια καλύτερη ζωή, «εκεί που γεννιέται ο άνεμος που κάνει τους φοίνικες να λυγίζουν».

Η Γερμανία χάνει την αποικία της στη Νοτιοδυτική Αφρική, όταν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την καταλαμβάνει η Νότια Αφρική. Η Κοινότητα των Εθνών - πρόδρομος των Ηνωμένων Εθνών - της ανέθεσε τη διοίκηση μέχρι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Νότια Αφρική προσάρτησε τη Ναμίμπια χωρίς διεθνή αναγνώριση. Τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε στη Ναμίμπια ένας εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος, όπως σε τόσες άλλες αποικίες. Το 1966 η στρατιωτική πτέρυγα της Οργάνωσης του Λαού της Νοτιοδυτικής Αφρικής (SWAPO), ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Ναμίμπια, που είχε ιδρυθεί το 1962, ξεκίνησε έναν ανεξάρτητο ανταρτοπόλεμο. Το 1990 η Ναμίμπια ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Νότια Αφρική.

Τις γυναίκες τις περιμένουν συμπατριώτες ενδεχόμενοι γαμπροί, εκτός αν απορριφθούν, και τότε δε χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ποια θα είναι η μοίρα τους. Ετσι και η Χάννα Χ., μια κοπέλα με σπάνια αξιοπρέπεια και τόλμη, που δεν κατάφερε το ορφανοτροφείο - όπου μεγάλωσε - καθώς και τα αφεντικά στα σπίτια που το ίδρυμα αυτό την έστελνε να ξενοδουλέψει - να την τσακίσουν ηθικά. Επιβιβάζεται στο πλοίο της ελπίδας για μια καινούρια ζωή, γελασμένη από το γραφείο αποστολής γυναικών στο Αμβούργο. Θέλει να φύγει, να φύγει, να φύγει... Το όνειρο, όμως, μετατρέπεται σε κόλαση και η Χάννα, που αρνείται να υποταχθεί στη θέληση των αξιωματικών και που αποκρούει κάθε προσπάθεια να την εξευτελίσουν, τελικά ακρωτηριάζεται φρικτά και στέλνεται παραμορφωμένη στο ίδρυμα - φυλακή - μπορντέλο Φραουενστάιν στην καρδιά της ερήμου, απ' όπου ξεκινάει και η ανατρεπτική πορεία της προς την εκδίκηση και την κάθαρση με κινητήρια δύναμη το μίσος: «...Οχι, ποτέ δε φανταζόταν ότι το μίσος θα ήταν έτσι. Τόσο όμορφο. Τόσο μοναδικό. Τόσο καθάριο. Τόσο γεμάτο ζωή. Νιώθει σαν να είχε πάντοτε ένα κενό μέσα της... Το οποίο τώρα έχει γεμίσει από αυτό το περίλαμπρο μίσος...».

Η ψυχογραφία, που δίνει ο συγγραφέας της εσωτερικής πορείας της πρωταγωνίστριας (η οποία υπήρξε στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας έκανε έρευνα στους καταλόγους των ονομάτων του «γραφείου», πήγε και στη Γερμανία για να εντοπίσει τα ίχνη της) είναι βαθιά και χωρίς ίχνος ηθικολογίας. Αντιθέτως, καταγγέλλεται η βαθύτατη υποκρισία των Γερμανών χριστιανών κληρικών, είτε μέσα στην ίδια τη Γερμανία, είτε μέσα στα ιδρύματά τους στην Αφρική. Η πορεία της Χάννας μπορεί να είναι ατομική, αλλά η ιστορία της είναι μια ιστορία πολλών γυναικών, απόβλητων της γερμανικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα, και μ' αυτή την έννοια συλλογική και κοινωνική. Μέσα από μια ατομική ιστορία μαθαίνουμε όλο το αίσχος ενός συστήματος, που δεν είναι μόνο γερμανικό. Η πρωταγωνίστρια τοποθετείται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και εξελίσσεται «πέρα από κάθε ατομικότητα και ταυτότητα» (με τα λόγια του συγγραφέα), γίνεται αντικείμενο βάναυσης φυλετικής και ταξικής καταπίεσης, αλλά συνάμα και δείγμα ηθικού παραστήματος. Η εικόνα της πατρίδας εχθρική και βλοσυρή, νοσηρή σε πολλές περιπτώσεις, παρόλο που δε λείπουν οι αχτίδες φωτός στη μορφή κάποιων καλών ανθρώπων.

Στην Αφρική ο πολιτισμένος κόσμος είναι οι ιθαγενείς, ενώ οι άγριοι είναι οι αποικιοκράτες, που όλο μιλούν για την υποτιθέμενη και γι' αυτούς ούτως ή άλλως δοσμένη αγριότητα των ιθαγενών, κάτι που τους δίνει το «δικαίωμα» να κάνουν ό,τι θέλουν, ακόμα και να τους σφάξουν χωρίς λόγο. Οι εμπειρίες της Χάννας με τους συμπατριώτες της στην πατρίδα συνεχίζονται και στην Αφρική. Αντιθέτως, το καλό που συναντάει προέρχεται από μια ντόπια φυλή. Ακόμα κι αν θα μπορούσες να πεις ότι ο συγγραφέας έχει μια τάση απολυτοποίησης των αντιθέσεων ανάμεσα στους δύο κόσμους και τείνει να εναποθέτει τις εναλλακτικές κοινωνικές αξίες στη γυναίκα, καθώς και στις ανέγγιχτες από το δυτικό «πολιτισμό» φυλές, δε διολισθαίνει σε ουτοπικές νοσταλγίες για παλιότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Συμπαθεί φανερά τους αγώνες για την απελευθέρωση του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και τονίζει εμμέσως τη σημασία της ατομικής ικανότητας για εξέγερση, που ωστόσο για να έχει επιτυχία πρέπει να ακολουθήσουν οι στρατιές των καταπιεσμένων.


Αννεκε Ιωαννάτου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ