ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
Σελ. /4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
Ανθρωποι και ποντίκια

Τάσος Αυγερινός, «Δυτική λεωφόρος», (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»)

Το καινούριο αυτό μυθιστόρημα του Τάσου Αυγερινού τοποθετείται στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και ξεκινάει, κάπως απροσδόκητα (παίρνοντας υπ' όψη τη θεματική των προηγούμενων βιβλίων του συγγραφέα) με ένα νεαρό που έτρεχε τις νύχτες στα παράνομα ράλι της Δυτικής λεωφόρου με τη «Γιαμάχα» του και καταλήγει εξίσου απροσδόκητα με την εσωτερική κάθαρση ενός αστυνόμου.

Η σχέση, που έχουν αυτοί οι δύο μεταξύ τους φανερώνεται στο πρώτο μέρος, εξαφανίζεται στο δεύτερο και ξαναμπαίνει σε μια δραματική κλιμάκωση στο τρίτο. Το δεύτερο μέρος κάνει τον αναγνώστη να ξεχάσει περίπου το πρώτο μέρος σε σημείο που να μπει κανείς στον πειρασμό να θεωρήσει το βιβλίο ασυνάρτητο. Και όμως, τα νήματα συναντιούνται στο τρίτο μέρος και αποκαθιστούν τη συνοχή ενός ιστού που έμοιαζε χαλασμένος.

Ο συγγραφέας, με το καινούριο αυτό βιβλίο του, φέρνει στο προσκήνιο πολλά από τα προβλήματα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης τύπου Αθήνας. Δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης, στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα και αυτό δεν έχει σημασία. Το φαινόμενο είναι υπαρκτό και αναγνωρίσιμο, ούτως ή άλλως.

Το πρώτο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που αγγίζει ο συγγραφέας είναι αυτό του παιδιού που μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο και στέλνεται μετά στη ζωή με κρύα ψυχή, χωρίς τίποτα και κανέναν. Νιώθει την απόλυτη απόρριψη, διότι μόλις γεννήθηκε (με «λαγόχειλο», δηλαδή «ελαττωματικός»), οι γονείς του τον είχαν παρατήσει στην είσοδο του κρατικού βρεφοκομείου. Δηλαδή, κανείς δεν τον ήθελε από τη στιγμή που γεννήθηκε και αυτό το αίσθημα τον τραυματίζει σ' όλη του τη ζωή. «Για τους "κύκνους", το προσωπικό έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα και πότε πότε τους χάριζε κι ένα χάδι. Αντίθετα, για τα "ασχημόπαπα", κανένας δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και ούτε τα πλησίαζε κάποιος να χαρίσει και σ' αυτά λίγη τρυφερότητα».

Παίρνει, λοιπόν, τον άσχημο δρόμο ο νεαρός, παρασυρμένος από πιο αδίστακτους φίλους, χωρίς ωστόσο να έχει πολλή διάθεση. Ο ίδιος, παρόλο που οι συνθήκες ζωής του θα τον προδιαθέτανε αλλιώς, έχει μέσα του καλά χαρακτηριστικά. Το πρώτο μέρος του βιβλίου εισάγει τον αναγνώστη στο ξεκίνημα της ζωής του, καθώς και στη γνωριμία με τον άνθρωπο που θα αποδειχνόταν ο σωτήρας του.

Στο δεύτερο μέρος κυλάει καλά η ζωή του νέου πρωταγωνιστή, προσπαθεί να χαράξει καινούρια πορεία και το πετυχαίνει. Ετοιμάζεται και να παντρευτεί. Σχεδόν ξεχνάμε, ότι τον ψάχνει η αστυνομία για μια διάρρηξη, που δε διαλευκάνθηκε ποτέ.

Στο τρίτο μέρος, από μια απίθανα τυχαία αλυσίδα γεγονότων, η αστυνομία ξαναβρίσκει τα ίχνη του και όλα είναι πολύ κοντά στην ανατροπή χωρίς, ωστόσο, να το γνωρίζει ο πρωταγωνιστής. Εκ νέου, ο ευεργέτης του, ένας απλός άνθρωπος με ασυνήθιστο ήθος, που τον είχε καλύψει στην πρώτη έρευνα της αστυνομίας για τη διάρρηξη, προσπαθεί ξανά να τον σώσει. Αυτή τη φορά, όμως, μοιάζει να μην τα καταφέρνει και η ζωή του νεαρού Γιώργου κινδυνεύει να καταστραφεί, χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή ιδέα, όπως είπαμε. Σ' αυτό το μέρος είναι έντονες οι εσωτερικές αγωνίες, η διαμάχη στην ψυχή των συμμετεχόντων στην ηθική διαπάλη - δηλαδή του σωτήρα και του άτεγκτου αστυνομικού - που συγκρούονται. Ο ένας παλεύει για να μη συλληφθεί ο Γιώργος, ο άλλος για το αντίθετο, για να εφαρμόσει άκριτα το νόμο, που πιάνει μόνο τους μικρούς και να εισπράξει μια επιτυχία αποκαθιστώντας την τιμή του στο αστυνομικό σώμα. Μετά από μια βασανιστική πάλη με τον εαυτό του, αποφασίζει τελικά ο αστυνομικός να μη συλλάβει το Γιώργο: «Ναι, να κλείσει τα μάτια του, να παρασπονδήσει για πρώτη φορά αφότου είχε καταταγεί στην Αστυνομία και να μην τον συλλάβει. Δε θα έχανε, δα, και τίποτε ο νόμος, έτσι άρχισε να σκέφτεται ξαφνικά, αν ξέφευγε από τον ιστό του και ένα μικρό έντομο ή ένα μικρό πουλί, όπως είχε δει στο όνειρό του. Μ' αυτή την πράξη του, άλλωστε, θα εξιλεωνόταν ίσως και για κάποια άλλα φτωχά σπουργίτια που τα είχε βάλει στο κλουβί της φυλακής, λόγω της άτεγκτης προσήλωσής του στο νόμο».

Τα θέματα σ' αυτό το βιβλίο είναι πολλαπλά κοινωνικά (οι τεράστιες διαφορές στη ζωή των ανθρώπων σε μια μεγαλούπολη, το περιβάλλον, η προσφυγιά, τα ορφανά παιδιά, η εγκληματικότητα κλπ.) και ζητούν από τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τα κοινωνικά αίτια των ανθρώπινων συμπεριφορών, να καταλάβει ποια συμφέροντα «βολεύουν» οι νόμοι σε μια κοινωνία, που γεννάει το έγκλημα, αλλά τιμωρεί μονάχα τα μικρά «έντομα».


Α. Ι.

Η μελωδία της σκέψης «ΡΙΖΟχαρτο»
«ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΕΣ» (1970)

Μουσική: Μάνος Λοΐζος. Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ερμηνεία: Γιάννης Καλατζής, Γιώργος Νταλάρας, Γιάννης Πάριος, Μαρίζα Κωχ, Μάνος Λοΐζος και χορωδία

Στις 17 Σεπτέμβρη συμπληρώνονται 26 χρόνια από την ημέρα που έφυγε ο Μάνος Λοΐζος (1982).

***

«Σεβάχ ο Θαλασσινός»

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μουσική: Μάνος Λοΐζος

Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος

«Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι

γαλέρες έρχονται και πάνε

ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι

κι οι πειρατές μεθοκοπάνε

στο καπηλειό το λιμανίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα

γιατί να σ' αγαπήσω

Σαρακηνοί και Βενετσάνοι

πιάνουν και δένουν στο κατάρτι

ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη

το παλικάρι τον αντάρτη

τον άντρακλα τον πελαγίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα

γιατί να σ' αγαπήσω

Κι εκεί στου μακελειού την άψη

δαγκώνω τα σχοινιά τα λύνω

και μα τον άγιο Κωνσταντίνο

όλους τους ρίχνω μες στη χάση

δεμένους με τα χέρια πίσω

Θάλασσα πικροθάλασσα

πώς να μην σ' αγαπήσω;»

Απόσπασμα

[...]Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την κατάθεσή του στον υπαστυνόμο Κώστα Λέρτα, ο νυχτοφύλακας Μιχάλης Καναρίδης βγήκε από το νοσοκομείο και τράβηξε για το σπίτι του. Πήρε το λεωφορείο της γραμμής και καθώς το όχημα πήγαινε αργά, λόγω της μεγάλης κίνησης στους δρόμους του κέντρου, αυτός σκεφτόταν ότι σωστά έπραξε που δεν αποκάλυψε στην αστυνομία την ταυτότητα του νεαρού διαρρήκτη Γιώργου Αναγνώστου. «Σε τι θα ωφελούσε η σύλληψη και η φυλάκισή του; αναλογιζόταν. Σε τίποτε! Οι φυλακές δεν είναι σωφρονιστήρια. Ποτέ κανένας δε βγήκε από αυτές καλύτερος απ' ό,τι μπήκε. Ποτέ...».

Αν τυχόν ο Καναρίδης διατύπωνε ανοιχτά, φωναχτά, την κριτική του για τις φυλακές, θα καταλάβαινε εύκολα κανείς ότι οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισε να μην παραδώσει το νεαρό στους αστυνομικούς δεν ήταν μόνο συναισθηματικοί, αλλά και ιδεολογικοί. Κινήθηκε, δηλαδή, και από την πεποίθησή του ότι τα κελιά δε λύνουν το θέμα της εγκληματικότητας. Γιατί δε λειτουργούν ως χώροι σωφρονισμού εκείνων που κλείνονται σ' αυτά, αλλά μόνο ως χώροι κολασμού, τυφλής τιμωρίας πιο σωστά, των παραβατών του νόμου, στα πλαίσια μιας νομοθεσίας και μιας δικαιοσύνης που δείχνουν να λειτουργούν με τη λογική «οφθαλμόν αντί οφθαλμού».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ