ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Ιούλη 2005
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η «ένοπλη βία» και ο βιασμός της Ιστορίας

(φωνάζει ο κλέφτης...)

Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Ανέκαθεν γνωρίζαμε ότι η «πλουραλιστική» αστική κοινωνία, και στη «δημοκρατικότερη» μορφή της, επιτρέπει καθένας, ακόμα και στον τομέα των επιστημών, να λέει ό,τι θέλει, χωρίς και να διαθέτει σε όλους τις ίδιες δυνατότητες διάδοσης αυτών που λέει. Το ίδιο γνωστό είναι και τούτο: Μια άποψη, όσο κι αν εκφράζει την αλήθεια, δε θα υιοθετείται και δε θα διαδίδεται ανάλογα με την αξία της, όσο δεν ακουμπά στην κοινωνική δράση, όσο δεν εμπνέει και δεν υποστηρίζεται από καταπιεσμένα, υπό εκμετάλλευση λαϊκά στρώματα και από κοινωνικά κινήματα. Ακόμα και όταν υιοθετηθεί, θα εκφράζεται ως ρεύμα στα κινήματα και στον κόσμο που επηρεάζουν. Δεν μπορεί να γίνει «επικρατούσα άποψη», όσο τα αντίστοιχα κινήματα δεν «επικρατούν», όσο δεν έχουν εξουσία.

Στην «άλλη όχθη» της κοινωνικής πραγματικότητας, το αστικό κράτος, μέσα από τις πολυποίκιλες δυνατότητες που διαθέτει το αστικό ιδεολογικό εποικοδόμημα, αξιοποιεί τον αστικό πλουραλισμό και διαδίδει πλατιά κάθε άποψη, κάθε αντίληψη, που στηρίζει ή τουλάχιστον δεν αμφισβητεί τον καπιταλισμό. Ανάλογα με τα συμφέροντα και τις ανάγκες της στιγμής, αναδεικνύει μια άποψη περισσότερο από τις άλλες, πάντοτε όμως τις αξιοποιεί όλες, γιατί όλες στηρίζουν τη διαμορφωμένη κρατούσα κοινωνική συνείδηση, που εύκολα μπορεί να αποδέχεται το αληθοφανές, το ταξικά κυρίαρχο.

Η Ιστορία, ως επιστήμη, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση της παραπάνω διαπίστωσης. Απεναντίας, η ιδεολογική και άρα πολιτική χρησιμότητά της στην ταξική αντιπαράθεση, της έχει θέσει αυστηρότατα όρια, μέσα στα οποία κινείται και το οποιοδήποτε ρεύμα «αποϊδεολογικοποίησης».

Ετσι, η «επίσημη» ιστοριογραφία δε γράφτηκε ποτέ από τους «ηττημένους». Στα σχολεία, στην αστική προπαγάνδα, στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στα «κοινωνικά εργαστήρια» διαμόρφωσης συνείδησης, η αντίθετη άποψη ή δεν υπάρχει ή αποτελεί το «μαϊντανό», το άλλοθι του «πλουραλισμού» (Αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει και υποτίμηση της ανάγκης αξιοποίησης οποιασδήποτε δυνατότητας προβολής και ζύμωσης προοδευτικών αντιλήψεων, μέσα σε τέτοιους χώρους!).

Εδώ και 300 χρόνια οι θεωρητικές κατακτήσεις της εποχής του Διαφωτισμού αποτέλεσαν την προπαρασκευαστική φάση, τόσο για τη συνειδητή επέμβαση των μαζών στο ρου της Ιστορίας, όσο και για την ανάδειξη της διαλεκτικής ως επιστημονικού εργαλείου, που, σε αντίθεση με τη μεταφυσική, μας οδηγεί στην πληρέστερη κατανόηση της πραγματικότητας και του τρόπου με τον οποίο μπορούμε (ή δεν μπορούμε) συνειδητά να παρέμβουμε σ' αυτήν.

Η αστική (χεγκελιανή) έκφανση της διαλεκτικής «αποθνήσκει» σταδιακά, γιατί ως «συγγενική» δίνει περισσότερες δυνατότητες για την προσέγγιση του επιστημονικά και πρακτικά υπέρτερου και μεταγενέστερου απ' αυτήν διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού (μαρξισμού). Ο παραμερισμός, ακόμα κι αυτής, ειδικά στις «θεωρητικές» επιστήμες, σχετίζεται άμεσα με τον μόνιμο και δικαιολογημένο φόβο των αστών, να χάσουν την εξουσία.

Ασχετα από μεγαλοστομίες και δημαγωγίες των εκφραστών της, η πλουτοκρατία έχει συνείδηση των εκρηκτικών καταστάσεων που «υποθάλπουν» οι εγγενείς αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Στηριζόμενοι στην εμπειρία των δικών τους «κοινωνικών προγόνων», που ηγήθηκαν των αστικών επαναστάσεων, όσο και στην εμπειρία των προλεταριακών επαναστάσεων, που με απαρχή την Παρισινή Κομμούνα (1871) άλλοτε αμφισβήτησαν και άλλοτε ανέτρεψαν την εξουσία τους, οι αστοί έχουν επίγνωση του κινδύνου από την πραγματικά αντίπαλη ιδεολογία. Γνωρίζουν καλά πόσο εκρηκτική μπορεί να γίνει η μείξη αλήθειας και λαϊκών μαζών.

Ταυτόχρονα, το σημερινό επίπεδο προόδου της ανθρωπότητας και των επιστημών, καθώς και οι δικές τους ανάγκες τεχνολογικής εξέλιξης, τους αφήνει μικρά περιθώρια επιβολής μιας απόλυτα μεταφυσικής αντίληψης στην επιστημονική έρευνα και στην κοινωνία. Το Μεσαίωνα δεν μπορούν να τον αναστήσουν. Γι' αυτό και η απολογητική τους, υπεράσπισης του «ακλόνητου» του καπιταλισμού (ιμπεριαλισμού), είναι υποχρεωμένη να αξιοποιεί και στοιχεία διαλεκτικών αντιθέσεων, έστω παραμορφωμένα, και να τα εισάγει σε διάφορες προσμείξεις παμπάλαιων αστικών ή ρεφορμιστικών ιδεολογικών ρευμάτων, παρουσιάζοντας μάλιστα τη «νέα συσκευασία» ως επαναστατική τομή και ως «ανανέωση». Η αξιοποίηση παλιών ιδεών ως μορφή «ανανέωσης» δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των «ανανεωτών» της προλεταριακής κοσμοθεωρίας, αλλά εντοπίζεται και στα σημερινά αστικά ρεύματα.

Στο πλαίσιο και προωθώντας στην ουσία τον αγνωστικισμό (τη δήθεν αδυναμία προσέγγισης της αντικειμενικής αλήθειας), στην επιστήμη της Ιστορίας το ατομικό αντιπαραβάλλεται στο ταξικό, το μερικό και το τοπικό στο γενικό. Ακόμα και όταν αναφέρονται σε επιλογές της αστικής τάξης χρησιμοποιούν τον όρο «τοπικές ελίτ»!

Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν πλήρως και κατά τη διάρκεια του πρόσφατου τριήμερου συνεδρίου, που διοργάνωσε το «Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων» στην Πρέβεζα (1-3 του Ιούλη), με θέμα «Η κοινωνία σε πόλεμο - στρατός και αντάρτες στη δεκαετία του 1940».

Θυμίζουμε ότι το «δίκτυο» συστάθηκε το 2000 με πρωτοβουλία των καθηγητών Νίκου Μαραντζίδη και Στάθη Καλύβα, οι οποίοι με τη δημοσίευση «μανιφέστου» τους το 2004 ξεσήκωσαν μια έντονη αντιπαράθεση τόσο γύρω από ζητήματα θεωρίας της Ιστορίας (πώς ερμηνεύουμε τα γεγονότα, πώς σχετίζεται το μερικό με το γενικό, τι είναι τελικά Ιστορία) όσο και γύρω από πλευρές της ελληνικής Ιστορίας της περιόδου 1940-1950 (τι ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας, πότε ξεκίνησε ο Εμφύλιος Πόλεμος, κλπ.).

Ιστορική έρευνα κατ' επίφαση...

Το 5ο κατά σειρά συνέδριο του «Δικτύου» επιβεβαίωσε μονότονα ό,τι και τα προηγούμενα. Οτι το «ψωμί» τους είναι «οι επιμέρους ένοπλες συγκρούσεις», «η ένοπλη τρομοκρατία του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ» που σπρώχνει τους άμοιρους διωκόμενους να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας, οι «τοπικές διαμάχες και οι προσωπικές βεντέτες» που οδηγούν τον απλό κόσμο είτε στο αντάρτικο είτε στη συνεργασία με τον κατακτητή, το «πλιάτσικο» του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, τα «βιαίως επιστρατευμένα φοβισμένα κοριτσόπουλα του ΔΣΕ» και βεβαίως η ανάδειξη της «μη ΕΑΜογενούς αντίστασης», δηλαδή της ΠΑΟ, της ΡΑΝ και άλλων παρόμοιων «πατριωτικών αντιστασιακών οργανώσεων», όπως το κατασκοπευτικό δίκτυο «Απόλλων». Σ' αυτά προστέθηκε και η «ανακοίνωση» της Κ. Τσέκου με θέμα «Η πολιτική καταλογισμού ευθυνών στον ΔΣΕ», όπου η εξέταση των τραγικών γεγονότων της 2ης και 7ης Ταξιαρχίας (Μπούλκες και Νικηφόρος) περιορίστηκε στο συμπέρασμα ότι «οι μελανές σελίδες του ΚΚΕ δεν είναι άσχετες με τον τρόπο λειτουργίας του», δηλαδή «με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και την προσωπολατρία» και ότι τελικά η ωμή βία κι ο σαδισμός είναι «δείγματα σταλινικής πολιτικής αντίληψης και πρακτικών».

Η ύπαρξη ελαχιστότατων φωτεινών εξαιρέσεων από αυτόν τον κανόνα τελικά τείνει να καταντήσει το άλλοθι ενός κατ' επίφαση ακαδημαϊκού πλουραλισμού. Το ψευδεπίγραφο του πλουραλισμού απορρέει και από τη στέρηση της δυνατότητας του ακροατηρίου να εκφράσει συνολική άποψη. Στο όνομα των αυστηρών χρονικών πλαισίων (που για άλλες περιπτώσεις, όπως ο χρόνος έναρξης των συνεδριάσεων, δεν τηρήθηκε ποτέ), μπορούσες να μιλήσεις το πολύ δύο λεπτά!

Στις παραπάνω εξαιρέσεις εντάσσεται πρωτίστως η ομιλία της Ελένης Αντωνιάδου - Μπιμπίκου, που πέρα από τη σαφή υπεράσπιση της επιστημονικής μεθοδολογίας που πρέπει να χαρακτηρίζει την επιστήμη της Ιστορίας ακόμα και στη διεπιστημονική έρευνα, αξιοποίησε το παράδειγμα της μεγαλειώδους κινητοποίησης στην Κατοχή ενάντια στην επιστράτευση, τόσο για να αποδείξει ότι με το «μερικό» δεν μπορείς να ερμηνεύσεις τα μεγάλα και κυρίαρχα στην Ιστορία γεγονότα, όσο και για να τονίσει το διαχρονικό δικαίωμα των λαών στην αντίσταση. Υπενθυμίζοντας και τη ρήση του Κολοκοτρώνη «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», απάντησε και σε πολιτικές απόψεις που εκφέρουν με πλάγιο τρόπο τέτοιου είδους συνέδρια.

Στο τέλος του συνεδρίου ο Στ. Καλύβας, ο οποίος πέρυσι αναθεμάτιζε τις «κομματικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις» των «παλιών» ιστορικών, εξέφρασε άλλη μια φορά τον «απολιτικοποίητο αντικομμουνισμό» του με τη διαπίστωση (περισσότερο σαν ευχή ίσως) ότι «...ο εμφύλιος πρέπει να φύγει από την πρακτική της καθημερινής πολιτικής (...) Δεν αλλάζουμε τη σημερινή πολιτική με τη μελέτη του εμφυλίου πολέμου!». Αλλωστε, το «apolitique» του είχε ξεκαθαρίσει ήδη πριν επτά μήνες, όταν σε άρθρο του για τη Μάχη του Δεκέμβρη («Το Βήμα», 5/12/04) διαπίστωνε: «Αν υπάρχει ένα θετικό στοιχείο στην τραγωδία της Δεκεμβριανής σύρραξης, αυτό αναμφισβήτητα είναι η έκβασή της: Η απομάκρυνση, δηλαδή, της προοπτικής μιας κομμουνιστικής επικράτησης με τραγικές συνέπειες για τη χώρα».

Αυτό άλλωστε ήταν και η «πιπεράτη» πλευρά του συνεδρίου. Οι περισσότεροι χωρίστηκαν σε «στρατόπεδα» γύρω από το εάν το ΚΚΕ, κατά την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές, επιδίωκε ή όχι να πάρει την εξουσία. Το ερώτημα, αν το ΚΚΕ νομιμοποιούνταν κι έπρεπε να το επιδιώξει, απαντιόταν έμμεσα αρνητικά (με βάση το παραπάνω σκεπτικό Καλύβα) είτε δεν έμπαινε καθόλου!

Υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα, όχι τόσο με τις απόψεις καθηγητών όπως οι παραπάνω, αλλά με το πώς αυτοί, αξιοποιώντας την ακαδημαϊκή τους θέση, αλλά και διάφορες κυβερνητικές και ΕΟΚικές επιχορηγήσεις, εξαναγκάζουν στην ουσία τους νέους επιστήμονες, όπως αυτοί που παρακολούθησαν το συνέδριο, να ασχοληθούν με την ιστορική έρευνα, ενταγμένοι αυστηρά στα θεματολογικά και μεθοδολογικά πλαίσια που εκείνοι καθορίζουν. Είναι ανάγκη, στα θέματα αυτά, το φοιτητικό κίνημα να αντιδράσει και να παρέμβει εντονότερα. Το ίδιο, αν όχι περισσότερο, ισχύει για τους νέους κομμουνιστές, σημερινούς και αυριανούς επιστήμονες, για τους οποίους η εντρύφηση στη μαρξιστική έρευνα δεν αποτελεί απλά καθήκον, αλλά βασικό κλειδί για την αποτελεσματική παρέμβαση στον επιστημονικό τους κλάδο.


Του Νίκου ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ*
*Ο Νίκος Παπαγεωργάκης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ