στη μικρή τη Γιούρα και τη φυλακή»
Η Γυάρος άνοιξε από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς ως τόπος φυλακής και εξορίας πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, τον Ιούλη του 1947 και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες περιόδους ως το 1974, που έφυγαν οι τελευταίοι από τη χούντα πολιτικοί κρατούμενοι. Στο κάτεργο αυτό, εξορίστηκαν και βασανίστηκαν χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές.
Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα αποσπάσματα από το βιβλίο «Γιούρα το θανατονήσι», μικρό δείγμα της ωμής βίας και τρομοκρατίας, που άσκησαν η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της, ενάντια στο λαϊκό δίκιο, στην ανιδιοτέλεια και τον ηρωισμό.
«Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής: Βία ωμή. Βασανιστήρια φριχτά. Κτηνωδία. Φρίκη. Μπορούμε να πούμε πως η τρομοκρατία είναι "ανοργάνωτη" ακόμα. Λείπει ένα πρόγραμμα μελετημένης εξόντωσης. Γι' αυτό το βασικό είναι το απροσχημάτιστο, συνεχές, τρομερό ξύλο, σε κάθε στιγμή. Η άμεση κτηνώδης βία. Η πολιτική του "όποιον πάρει ο χάρος" ή του "δε σας έχουμε μετρημένους". Ολη αυτή η ταχτική εκφράζεται στα λόγια του Παπαδημητρόπουλου: "Θα φτάνει η καρδιά σας στους τρεις παλμούς. Τότε θα σας στέλνω στη Σύρα όχι για να θεραπευτείτε αλλά για να πεθάνετε στο δρόμο".
Στην πρώτη γραμμή της κτηνωδίας είναι η καινούρια άφιξη των κρατουμένων. Η "υποδοχή". Είναι ο βασικός στόχος. Πρέπει να 'ναι τρομερή η υποδοχή, ξαφνική, να ξεπερνά κάθε προετοιμασία του καινουριοφερμένου. "Από μας εξαρτάται αν θα τους πάρουμε τον αέρα μια για πάντα", καθοδηγούσε ο Παπαδημητρόπουλος. Και έστελνε τους φύλακές του για τις "επιχειρήσεις". Βοηθούσαν και οι χωροφύλακες και ο αντισυνταγματάρχης Κωσταντακόπουλος. οι πρώτες μεγάλες αποστολές κρατουμένων στη Γιούρα έγιναν από τον Ιούλη - Σεπτέμβρη του 1947. Την εποχή ακριβώς που ήταν διευθυντής ο Παπαδημητρόπουλος. Τ' αρματαγωγά, τα καράβια, τα καΐκια άδειαζαν καθημερινά το ανθρώπινο φορτίο τους. Τι είχαν υποφέρει οι άνθρωποι αυτή πριν πεταχτούν στη Γιούρα είναι γνωστό. Παρανομία, σύλληψη, Ασφάλειες, δίκες, φυλακές. Αλυσίδα από αμέτρητα βασανιστήρια. Και, ξαφνικά, αρπάζονται απ' τον τόπο τους, χωρίς να δούνε κανέναν συγγενή ν' αποχαιρετήσουν, χωρίς να πάρουν καμιά ενίσχυση - για τη Γιούρα.
Η Γιούρα ήταν ακόμα κάτι άγνωστο. Λίγοι ξέραν τ' όνομά της. Ολοι όμως, με την πείρα χρόνων φυλακής και καταπίεσης, μπορούσαν να φανταστούν τι σήμαινε Γιούρα: Καινούρια βάσανα. Σφίγγαν τα δόντια. Ηταν αγωνιστές της λευτεριάς και ξέραν την τύχη τους, σαν πέφταν στα νύχια του φασισμού. Ετοιμαζόντουσαν και περίμεναν τη Γιούρα... "Εντυπώσεις" σπάνια μπορούσε να πάρει ο νεοφτασμένος: Δεν πρόφταινε ν' αντιληφθεί πότε έφτασε, πότε εγκατέλειψε το πλοίο, πώς βρέθηκε πάνω στα βράχια: Οι χωροφύλακες της συνοδείας τον πέταγαν με κλοτσιές έξω. Πριν συνέλθει δεχόταν το πρώτο ρόπαλο στο κεφάλι, στο σώμα. Το ρόπαλο συνέχιζε. Καινούρια ρόπαλα. Νιώθει το κνούτο στο σώμα του. Μετά κλοτσιές. Φωνές γύρω του ανάκατες. Εξαλλες και φωνές πόνου. Βρισιές και αναστεναγμοί. Νιώθει το αίμα να κυλά απ' τη μύτη, από το στόμα. Ανοίγει μια στιγμούλα τα μάτια και βλέπει τους συναδέλφους του ριγμένους στο χώμα - αίμα - πόσο αίμα!.. άλλοι να τρέχουν αλλόφρονες. Φύλακες, χωροφύλακες, αξιωματικοί. Δέρνουν, δέρνουν...
Η "υποδοχή" κράταγε ώρες. Οταν "κόπαζε" το μαρτύριο, μέτραγες. Κι ήταν τ' αποτελέσματα τραγικά, κάτι σα να είχε γίνει μάχη, ή μεγάλο δυστύχημα: Σπασμένα κεφάλια, χέρια, πλευρά. Ματωμένα τα σώματα....
Ομως τα βάσανα δεν τελείωναν με την "υποδοχή". Σακατεμένος καθώς ήσουν, έπρεπε να φορτωθείς τα ρούχα σου, ό,τι σου 'χε απομείνει, γιατί άλλα μέναν στα πλοία, άλλα τα πέταγαν στη θάλασσα, άλλα τ' άρπαζαν οι φύλακες, χωροφύλακες και φεύγαν. Πού να μείνει καιρός να σκεφτείς τις αποσκευές... Αρπαζες, λοιπόν, τις αποσκευές σου και τράβαγες για την "έρευνα". Ισως ν' αναρωτιόσουνα: Τι τη θέλουν την έρευνα; Από φυλακή ερχόμαστε, τι απαγορευμένο μπορούμε να 'χουμε; Ομως, ίσως να μην τέλειωνες τη σκέψη: Το ξύλο συνεχιζόταν. Μαζί και το καψώνι: Φορτώσου τα ρούχα, όλα, ό,τι παίρνει η πλάτη σου (τι να πρωτοπάρεις; Ούτε στα πόδια μπορούσες να σταθείς). Και τρέχα. Ανέβαινε πάνω στα βράχια, σκαρφάλωσε, τσακίσου. Αλίμονο αν καθυστερούσες.... Αρχιζε η έρευνα. Αυτό απαγορεύεται. Τούτο δεν το επιτρέπουμε. Εκείνο δεν μπορεί να το 'χει ο κρατούμενος. Γίνεται μια τέτοια λεηλασία, που δε μένει τίποτα: Ρούχα, παπούτσια κατάσχονται. Ρολόγια, στιλό, μηχανές ξυρίσματος, βιβλία, χαρτί, γραμματόσημα. Κατάσχεση υπέρ του φύλακα που ερευνούσε.
Ο Παπαδημητρόπουλος είχε επιτρέψει τη λεηλασία σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι φύλακες - χωροφύλακες. Φυσικά, αυτοί ξεπέρναγαν κάθε όριο. Τ' ανεχόσουν. Ξανάσφιγγες τα δόντια, έλεγες - χαλάλι τους, ας βγω ζωντανός απ' την κόλαση τούτη. Ομως, σκιζόταν η καρδιά σου απ' το κλέψιμο: Να σου βγάζουν χρυσά δόντια, να σου παίρνουν τη βέρα που σου 'δωσε η αγαπημένη - γυναίκα, μνηστή. Να σ' αφήνουν γυμνό. Λίγοι, δε στάθηκαν ψύχραιμοι. Παρακάλεσαν, διαμαρτυρήθηκαν. Αυτό ήταν: Καινούρια επίθεση. Πάλι ξύλο - σε πατούσαν με τις αρβύλες να σε λιώσουνε. "Στάση". Ετσι αρπάζουν 5-6 και δέρνοντάς τους συνέχεια τους στέλνουν στο "πειθαρχείο". "Πειθαρχείο". Πάντα στη Γιούρα ήταν κάτι το τρομερό. Την εποχή εκείνη ήταν κάτι το αφάνταστο: Μια χτιστή σπηλιά, μες στη βαθύτερη χαράδρα της Γιούρας. Κρύο και λάσπη - αέρας βρώμικος. Δεσμοφύλακας ο Σουπιώνης - όχι μόνος του όμως: Τον βοηθούσαν όσοι είχαν κέφι, όσοι δεν ικανοποιήθηκαν με ό,τι έκαναν πριν λίγη ώρα. Τα βασανιστήρια φριχτά. Φάλαγγα, ξεγύμνωμα, περίχυμα με βρώμικα νερά, δέσιμο με σύρμα (αγκαθωτό πολλές φορές), πάτημα (χορός) στην κοιλιά, βούρδουλας. Οταν τέλειωνες, δέσιμο στη συκιά, την ξακουσμένη συκιά της Γιούρας: Να κρέμεσαι ώρες, γυμνός, πεθαμένος... Οι οιμωγές, οι φωνές ήταν τόσο δραματικές κάθε φορά, που όλο το στρατόπεδο σιγούσε. Τα βασανιστήρια σταματούσαν όταν οι δήμιοι κουράζονταν...».
Ο αέρας κατεβαίνει δροσερός, ακόμη, ψηλά από τις κορυφές της Καμήλας, εκεί που οι χρυσαετοί ζυγίζονται ανάμεσα στα σύννεφα, πάνω από τα πετρόχτιστα σπίτια. Αυτή η διαδρομή από την Αρτα, ως τα Ζαγοροχώρια, προσφέρει εικόνες απίστευτης φυσικής ομορφιάς που δένεται αρμονικά με τις δημιουργίες των παλιών Ηπειρωτών μαστόρων που σμίλευαν και συνταίριαζαν την πέτρα. Το γεφύρι της Αρτας, τα πολύτοξα και μονότοξα μικρότερα γεφύρια, που φαίνονται να μην έχουν βάρος. Τα ξωκκλήσια που φωλιάζουν στις κόχες των βράχων, το παλιό μοναστήρι στην κατάκρημνη πλευρά του Βίκου, που στέκεται θαρρείς μετέωρο πάνω από το χάος ενός από τα ωραιότερα φαράγγια.