ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 27 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /32
Η σιωπή και η αφύπνιση των «αντίθετων φωνών»

Ισραηλίτες σε εκδήλωση ενάντια στις δολοφονίες από τον ισραηλινό στρατό

Associated Press

Ισραηλίτες σε εκδήλωση ενάντια στις δολοφονίες από τον ισραηλινό στρατό
«Γιατί δε συγχωρώ τον εαυτό μου; Οχι γιατί εκτέλεσα εντολές... Δεν τον συγχωρώ γιατί ποτέ δεν αναρωτήθηκε για το περιεχόμενο αυτών των εντολών, παραδείγματος χάριν μήπως δεν επιτρέπεται να βομβαρδίζει κανείς αθώους πολίτες; Μήπως δεν είναι ηθικό;.. Ντρέπομαι γιατί καμία αμφιβολία δεν πέρασε από το μυαλό μου... Ντρέπομαι γιατί συμμετείχα χωρίς αμφιβολίες σε έναν πόλεμο επιλογής, όπως λεγόταν... Φαίνεται ότι κάθε κτηνωδία που συμβαίνει εδώ δικαιολογείται "για λόγους ασφαλείας"... Είπα στους ανωτέρους μου ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχω σε καμία επιχείρηση στην παραλία της Λωρίδας της Γάζας...». Αυτά γράφει ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Ρον Γκέρλιτζ, πλοίαρχος στο ισραηλινό πολεμικό ναυτικό, ένας από τους 1.126 (μέχρι τα τέλη Ιουνίου) εφέδρους του ισραηλινού στρατού, οι οποίοι αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στα παλαιστινιακά εδάφη με τίμημα τις αλλεπάλληλες καταδίκες τους από στρατοδικεία.

«... Εμείς, που καταλαβαίνουμε τώρα ότι το τίμημα της Κατοχής είναι η απώλεια του ανθρώπινου χαρακτήρα των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων και η διαφθορά ολόκληρης της ισραηλινής κοινωνίας.

Εμείς, που ξέρουμε ότι τα Κατεχόμενα δεν είναι Ισραήλ και ότι όλοι οι εποικισμοί στο τέλος θα εκκενωθούν.

Εμείς, με αυτό το έγγραφο, διακηρύττουμε ότι δε θα συνεχίσουμε να συμμετέχουμε σε αυτόν τον πόλεμο των Εποικισμών.

Ισραηλίτισσα μέλος φιλειρηνικής οργάνωσης δίνει ένα φυλλάδιο σε Παλαιστίνιο

Associated Press

Ισραηλίτισσα μέλος φιλειρηνικής οργάνωσης δίνει ένα φυλλάδιο σε Παλαιστίνιο
Εμείς δε θα συνεχίσουμε να πολεμούμε πέρα από τα σύνορα του 1967, προκειμένου να κυριαρχούμε, να εκδιώκουμε, να υποχρεώνουμε σε λιμοκτονία και ταπείνωση έναν ολόκληρο λαό.

Εμείς, με αυτό το έγγραφο, διακηρύττουμε ότι θα συνεχίσουμε να υπηρετούμε τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις σε οποιαδήποτε αποστολή εξυπηρετεί την άμυνα του Ισραήλ.

Οι αποστολές κατοχής και καταπίεσης δεν εξυπηρετούν αυτόν το σκοπό και δε θα πάρουμε μέρος σε αυτές».

Με αυτήν τη συγκλονιστική διακήρυξη έκανε το Γενάρη του 2002 την εμφάνισή του το κίνημα των αρνητών εφέδρων. Αν και το φαινόμενο της άρνησης στρατιωτικής θητείας σε κατεχόμενες περιοχές δεν είναι καινούριο στο Ισραήλ, αυτή τη φορά, γρήγορα, έλαβε διαστάσεις τόσο σε εμβέλεια όσο και ως προς το θόρυβο που προκάλεσε εντός Ισραήλ. Πιθανότατα, ο κύριος λόγος αυτού του θορύβου είναι το γεγονός ότι, κατά κοινή ομολογία, το κίνημα των αρνητών εφέδρων ήταν το γεγονός εκείνο που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά του αποδυναμωμένου ισραηλινού φιλειρηνικού κινήματος.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή και ενώ η δεύτερη Ιντιφάντα είχε ήδη συμπληρώσει περισσότερο από ένα χρόνο με τις αιματηρές της πλευρές να διαγράφονται, ήδη, ξεκάθαρα, οι φωνές που στιγμάτιζαν την ισραηλινή κυβερνητική πολιτική και καταδίκαζαν τις ενέργειες του ισραηλινού στρατού ήταν λίγες. Και το κενό φάνταζε ακόμη μεγαλύτερο, αν σκεφθεί κανείς ότι το ισραηλινό φιλειρηνικό κίνημα με διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων πίεσε, το 1982, για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής που έκρινε ηθικά υπεύθυνο τον τότε υπουργό Αμυνας, Αριέλ Σαρόν, για τις σφαγές στα προσφυγικά παλαιστινιακά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα στο Λίβανο. Ηταν οι Ισραηλινοί φιλειρηνιστές διαδηλωτές, που με καθημερινές μαζικές διαμαρτυρίες, τουλάχιστον, επέσπευσαν την ισραηλινή στρατιωτική αποχώρηση από το Νότιο Λίβανο, το 2000.

Επιπλέον, δεν ήταν λίγοι όσοι θεωρούσαν ότι «το φιλειρηνικό στρατόπεδο» στην ισραηλινή πολιτική σκηνή ήταν αυτό που ασκούσε την εξουσία από το 1993 μέχρι και την έναρξη της Ιντιφάντα, με δεδομένη τη «συμφωνία του Οσλο» και τις αλλεπάλληλες δηλώσεις προθέσεων επίτευξης οριστικής συμφωνίας από τους ιθύνοντες του τότε κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος. Αυτή η ψευδαίσθηση «εξουσίας» οδήγησε, άλλωστε, και στη, σχεδόν απόλυτη, σιωπή του φιλειρηνικού κινήματος κατά τη διάρκεια της «ειρηνευτικής διαδικασίας του Οσλο», που εξηγείται, ως ένα βαθμό, από την επικρατούσα αντίληψη ότι «όλα πλέον βαίνουν προς την οριστική ειρηνική επίλυση».

Ακόμη, όμως, και αν δεχτεί κανείς ότι η ισραηλινή κοινή γνώμη πίστευε ότι το Παλαιστινιακό είχε λυθεί, με δεδομένη άλλωστε και την πλήρη άγνοιά της για την πραγματικότητα που επικρατούσε στα παλαιστινιακά εδάφη και τις συγκαταβατικές δηλώσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων αξιωματούχων, δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί πώς αυτό το μεγάλο κομμάτι του ισραηλινού λαού που, επανειλημμένως, με πολλούς τρόπους είχε εκφράσει την επιθυμία του για ειρηνική συνύπαρξη με τους Παλαιστινίους παρέμεινε (και παραμένει μέχρι σήμερα στον έναν ή στον άλλο βαθμό) απαθές απέναντι στα αιματηρά τεκταινόμενα που ακολούθησαν το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα. Πολλοί Ισραηλινοί και ξένοι φιλειρηνιστές αναλυτές συγκλίνουν, πλέον, στην άποψη ότι το καθοριστικό σημείο που «παρέλυσε» την ισραηλινή κοινή γνώμη, συμπεριλαμβανομένου του φιλειρηνικού κινήματος, ήταν η σύνοδος του Καμπ Ντέιβιντ, το καλοκαίρι του 2000.

Οπως επισημαίνουν όλοι, η εικόνα που επισταμένα καλλιέργησε το επιτελείο του τότε πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ (που εκλέχτηκε με δεσμεύσεις για οριστική ειρήνη, ακόμη και αν το τίμημα για το Ισραήλ θα ήταν οδυνηρό) για τη σύνοδο του Καμπ Ντέιβιντ λειτούργησε καταλυτικά στη μετέπειτα σιωπή απέναντι στη δράση του ισραηλινού στρατού. Και, σύμφωνα με τα στοιχεία που, μέχρι στιγμής, έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η εκτίμηση αυτή δεν είναι αβάσιμη.

Η «μαγική εικόνα» του Καμπ Ντέιβιντ

Οταν κατέρρευσαν οι συνομιλίες του Καμπ Ντέιβιντ, η πλειοψηφία της ισραηλινής κοινής γνώμης φάνηκε να πείθεται ότι η ειρήνη με τους Παλαιστινίους είναι, προς το παρόν, ανέφικτη. Πώς μπορεί κανείς να ελπίζει σε ειρήνη, όταν οι συνομιλητές της κυβέρνησης Μπαράκ «απέρριψαν την πιο γενναιόδωρη πρόταση που κατέθεσε ποτέ ισραηλινή κυβέρνηση; Οταν απέρριψαν το σύνολο σχεδόν της Δ. Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας, όταν απέρριψαν την προσφορά της ανατολικής Ιερουσαλήμ;».

Και μάλιστα, όλα αυτά, τη στιγμή που στην ισραηλινή εξουσία βρίσκονταν οι αυτοαποκαλούμενες «περιστερές» του Εργατικού Κόμματος, αρκετοί εκ των οποίων, όπως ο Σιμόν Πέρες και ο Γιόσι Μπεϊλίν, είχαν λάβει ενεργό μέρος στις συνομιλίες για τη συμφωνία του Οσλο. Το συναίσθημα που κατέκλυσε τους περισσότερους Ισραηλινούς μετά το Καμπ Ντέιβιντ, όπως αναφέρουν αναλυτές και δημοσιογράφοι, ήταν η απόλυτη απογοήτευση, καθώς με γνώμονα τα στοιχεία που γνώριζαν «οι περιστερές απέτυχαν», οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν μια ιστορική ευκαιρία και η μοναδική εναλλακτική λύση φαινόταν να είναι αυτή των όπλων «για αμυντικούς πάντα λόγους», όπως πρότεινε ακατάπαυστα το Λικούντ των Αριέλ Σαρόν και Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Ετσι, όλα σίγησαν, όταν ο ισραηλινός στρατός ανέλαβε δράση. Μόνο που η αλήθεια δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα που διαμόρφωσε το επιτελείο Μπαράκ και η οποία, όντως, έθεσε τις βάσεις της πολυπόθητης «λαϊκής αποδοχής» και «ενότητας», που δεν υπήρχαν μέχρι τότε, απέναντι στο «ενδεχόμενο» μιας «κλιμάκωσης».

«Στο Καμπ Ντέιβιντ, οι Παλαιστίνιοι επιχειρηματολογούσαν υπέρ της δημιουργίας ενός κράτους, βασισμένου στα σύνορα της 4ης Ιουνίου 1967, προτιθέμενοι να συμβιώσουν με το Ισραήλ. Αποδέχτηκαν την ιδέα της προσάρτησης εδαφών της Δ. Οχθης για τη στέγαση των μεγάλων συγκροτημάτων των οικισμών εποίκων. Αποδέχτηκαν την αρχή της κυριαρχίας του Ισραήλ επί των εβραϊκών συνοικισμών της ανατολικής Ιερουσαλήμ, που δεν αποτελούσαν τμήμα του Ισραήλ πριν από το 1967. Αν και επέμειναν στην αναγνώριση του δικαιώματος της επιστροφής των προσφύγων, συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί με τρόπο τέτοιο που θα προστατεύει τα δημογραφικά συμφέροντα και την ασφάλεια του Ισραήλ, αποδεχόμενοι μείωση του αριθμού των παλιννοστούντων». Αυτά αποκαλύπτει σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», τον Ιούλιο του 2001, ο Ρόμπερτ Μάλεϊ, ειδικός σύμβουλος του Προέδρου Κλίντον επί αραβο-ισραηλινών θεμάτων, ο οποίος συμμετείχε στις συνομιλίες του Καμπ Ντέιβιντ. «Καμία άλλη αραβική οντότητα, επισημαίνει ο Μάλεϊ, που είχε διαπραγματευτεί με το Ισραήλ, δε φαντάστηκε ποτέ να εξετάσει την πιθανότητα τέτοιων υποχωρήσεων».

Ο Αμερικανός αξιωματούχος αναφέρει, εξίσου, γλαφυρότατα ότι «... εάν είχε ζητηθεί από οποιοδήποτε μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας των ΗΠΑ να περιγράψει τις αληθινές θέσεις του Μπαράκ, είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια του Καμπ Ντέιβιντ, είτε ακόμη και σήμερα, θα είχε μεγάλη δυσκολία να απαντήσει... Η τελική και σε μεγάλο βαθμό λανθάνουσα συνέπεια της προσέγγισης Μπαράκ είναι ότι, κυριολεκτώντας, δεν υπήρξε ποτέ ισραηλινή πρόταση. Οι ιδέες που προωθήθηκαν στο Καμπ Ντέιβιντ δεν εκφράστηκαν ποτέ εγγράφως και επιπλέον παρουσιάστηκαν περισσότερο ως αντιλήψεις των ΗΠΑ, παρά του Ισραήλ... Ο Μπαράκ αρνήθηκε κάθε ουσιαστική συνάντηση με τον Αραφάτ». Παρ' όλα αυτά, η ισραηλινή αντιπροσωπεία απαίτησε από τους Παλαιστινίους να δηλώσουν γραπτώς τη λήξη της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης, κάτι που σημαίνει ότι εγκαταλειπόταν οριστικά, ως νομική βάση περαιτέρω συνομιλιών, η απόφαση 242 του ΟΗΕ για τα κατεχόμενα αραβικά εδάφη.

Εκτοτε, η ισραηλινή ηγεσία δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ σε επίπεδο προπαγάνδας το συγκεκριμένο μοτίβο: η ειρήνη με τους Παλαιστινίους είναι επιθυμητή, αλλά υπάρχουν «τρομοκρατικά» στοιχεία που δεν επιτρέπουν καμία πρόοδο. Το πλήγμα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης παρείχε στις ισραηλινές ηγεσίες το κατάλληλο κλίμα να διαμορφώσουν το «παιχνίδι στα μέτρα τους». Οι συνδέσεις με τη «διεθνή τρομοκρατία» έγιναν και οι προτεραιότητες επανατέθηκαν στο τραπέζι. Πλέον, όταν ξεκινά ένας νέος γύρος ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών, σε κάποια ανάπαυλα της βίας, το πρωταρχικό θέμα είναι η ισραηλινή ασφάλεια, χωρίς να γίνεται καμία σύνδεση με τα αίτια που οδήγησαν στο να απειλείται.

Οι ευθύνες των «περιστερών»

Με δεδομένη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά και με τη βοήθεια των κυρίαρχων ΜΜΕ, η ισραηλινή ηγεσία κατάφερε - όπως επισημαίνει ο Ισραηλινός αναλυτής Ραν ΧαΚοέν - να συνδέσει την έκρηξη οργής των Παλαιστινίων μέσα από την Ιντιφάντα με την άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης του Ισραήλ. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ως απόδειξη του συγκεκριμένου επιχειρήματος. Μέσα σε ένα κλίμα όπου η ισραηλινή κοινή γνώμη έτεινε να πειστεί ότι όχι μόνο η ειρήνη με τους Παλαιστινίους είναι ανέφικτη, αλλά ακόμη και η ίδια η επιβίωση του ισραηλινού λαού απειλείται, το ισραηλινό φιλειρηνικό κίνημα φάνηκε να παραλύει εντελώς. Ακόμη και όταν άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι πρώτες φωνές αντίδρασης, το θέμα πέρασε στα «ψιλά», όπως λέμε, ακόμη και των ισραηλινών ΜΜΕ.

Οπως επισημαίνει ο Ραν ΧαΚοέν σε άρθρο του, τεράστια ευθύνη για την κατάσταση στην οποία περιήλθε το ισραηλινό φιλειρηνικό κίνημα φέρει η ισραηλινή κεντρο-αριστερά και οι ισχυρές «περιστερές» της. Ο Ραν ΧαΚοέν επικρίνει, κυρίως, το Εργατικό Κόμμα και το κεντρο-αριστερό «Μέρετζ», των οποίων στελέχη ηγούνταν των μεγαλύτερων φιλειρηνικών οργανώσεων όπως η «Peace Now» και παράλληλα ηγούνταν «της διαδικασίας του Οσλο». «Υιοθέτησαν πλήρως την επιχειρηματολογία περί έλλειψης συνομιλητή στην ειρήνη μετά το Καμπ Ντέιβιντ, καλλιεργώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αίσθηση ότι η κατάσταση είναι αδιέξοδη. Εστρωσαν το δρόμο για την ενίσχυση της άποψης Σαρόν περί στρατιωτικού μονοδρόμου», τονίζει ο ΧαΚοέν.

Συμπληρώνει, μάλιστα, ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του Οσλο, οι μεγάλες φιλειρηνικές οργανώσεις, που συνδέονταν με το Εργατικό Κόμμα και το «Μέρετζ», που βρίσκονταν στην εξουσία, ουδέποτε αποκάλυψαν την πραγματικότητα που επικρατούσε στα παλαιστινιακά εδάφη και τα αδιέξοδα της ισραηλινής τακτικής, με αποτέλεσμα η ισραηλινή κοινή γνώμη να τρέφει ψευδαισθήσεις. Ως ενδεικτικό της ευθύνης που φέρουν, κατά τον Ραν ΧαΚοέν, είναι το γεγονός ότι ακόμη και μέχρι σήμερα το «Μέρετζ», ας πούμε, δεν υποστηρίζει τους αρνητές εφέδρους, επικαλούμενο τη θέση του περί υποχρεωτικής θητείας για όλους και αγνοώντας την ουσία της άρνησης των εφέδρων, οι οποίοι δεν αρνούνται γενικώς να υπηρετήσουν, αλλά αρνούνται να μεταβούν σε κατεχόμενα εδάφη. Επίσης, υπενθυμίζει ότι η «Peace Now», τα τελευταία χρόνια, ακόμη και μετά το ξέσπασμα της Ιντιφάντα, έχει αρκεστεί σε γενικόλογες ανακοινώσεις και σε εκδόσεις «δελτίου απαρίθμησης και καταγγελίας» των εποικισμών, ενώ - όπως υποστηρίζει - δεν τόλμησε ποτέ να συνδέσει τη διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση εντός Ισραήλ με τα έξοδα των στρατιωτικών επιχειρήσεων και της κατοχής.

Αργή σταδιακή αφύπνιση

Λίγο πριν την έναρξη της επιχείρησης «Προστατευτική Ασπίδα» το Μάρτη του 2002, που οδήγησε στην ανακατάληψη, ουσιαστικά, των εδαφών της Δυτικής Οχθης, οι ισραηλινές φιλειρηνικές και ανθρωπιστικές οργανώσεις είχαν, ήδη, αρχίσει να επανακάμπτουν, παρά τις εσωτερικές διαφωνίες και τη διχογνωμία που επικρατούσε μεταξύ τους. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων αυτών, ο Ραν ΧαΚοέν αναφέρει την άρνηση της οργάνωσης «Peace Now» να συμμετάσχει σε διαδήλωση που διοργανώθηκε από πλήθος πολιτικών και φιλειρηνικών οργανώσεων (νεολαία του «Μέρετζ», ΚΝ Ισραήλ, Νεολαία του αραβικού κόμματος Μπαάλαντ και φιλειρηνικές οργανώσεις όπως Γκους Σαλόμ, Μπατ Σαλόμ, Τααγιούς και πολλές άλλες) λίγο πριν την «Προστατευτική Ασπίδα», το 2002, χωρίς να διατυπώσει κάποια πειστική δικαιολογία.

Παρ' όλα αυτά τα εμπόδια, αργά, πλην σταθερά, μικρότερες ή και νεότερες, σε ηλικία, οργανώσεις (φιλειρηνικές, ισραηλινο-παλαιστινιακής φιλίας, ανθρωπιστικές κλπ.) δραστηριοποιούνται πλέον έντονα τόσο στο Ισραήλ όσο και εντός των παλαιστινιακών εδαφών. Ο Τζεφ Χάλπερ, επικεφαλής της Ισραηλινής Επιτροπής Κατά των Κατεδαφίσεων Σπιτιών Παλαιστινίων, εκτιμά ότι, παρά τα λίγα μέλη τους, οι οργανώσεις αυτές κατάφεραν κάτι πάρα πολύ σημαντικό: μετέφεραν και μεταφέρουν ολοένα και περισσότερους Ισραηλινούς εντός των παλαιστινιακών εδαφών. «Βλέπουν πλέον τι πραγματικά συμβαίνει, βλέπουν πώς ζουν οι Παλαιστίνιοι εξαιτίας του ισραηλινού στρατού και αυτό μπορεί να είναι σοκ, αλλά βοηθά πάρα πολύ στο να συνειδητοποιήσει όλο και περισσότερος κόσμος ότι τα πράγματα δεν έχουν μόνο μια πλευρά και μάλιστα μόνο υπό την οπτική γωνία της ισραηλινής ηγεσίας», λέει ο Χάλπερ.

Πολλές από αυτές τις οργανώσεις έχουν, ήδη, αρχίσει να προβάλλουν δεόντως και τις επιπτώσεις της διαρκούς κατάστασης πολέμου στην ίδια την ισραηλινή κοινωνία (όπως οι «New Profile», «New Family», «Sikkuy», «Givat Haviva», «Alternative Voice in Galilee»), επισημαίνοντας ότι εκτός από ένα καθεστώς απόλυτου τρόμου και αδιεξόδου, στο οποίο οφείλεται, όπως υποστηρίζουν, και η ακροδεξιά στροφή των ψηφοφόρων, η ισραηλινή κοινωνία έχει στρατιωτικοποιηθεί. Ολα τα ζητήματα ωχριούν, υποβαθμίζονται και τελικώς «θυσιάζονται στο βωμό της ασφάλειας», τονίζουν, αναφέροντας ως ενδεικτικό το, διαρκώς, εντεινόμενο χάσμα και τις διακρίσεις σε βάρος της αραβικής - παλαιστινιακής μειονότητας των Ισραηλινών πολιτών, που απαρτίζουν το 1/5 του συνόλου, αλλά παραδείγματος χάριν η αιματηρή καταστολή των διαμαρτυριών συμπαράστασης που διοργάνωσαν προς τους Παλαιστινίους δεν απασχόλησε τη δικαιοσύνη ποτέ.

Παρά τα μέτρα καταστολής που οι ισραηλινές αρχές έχουν, πολλάκις και χωρίς ιδιαίτερη φειδώ, χρησιμοποιήσει κατά των Ισραηλινών, αλλά και των ξένων φιλειρηνιστών (με αποκορύφωμα τις δολοφονίες ξένων ακτιβιστών στα παλαιστινιακά εδάφη τον τελευταίο χρόνο), η ισραηλινή κοινή γνώμη αρχίζει να συνειδητοποιεί, σταδιακά, ότι ο δρόμος της στρατιωτικής πάταξης των Παλαιστινίων είναι αδιέξοδος και εξαιρετικά οδυνηρός και για το ίδιο το Ισραήλ. «Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αρχίζει και πάλι να διαμορφώνεται μια πλειοψηφία που επιθυμεί να τερματιστούν όλα αυτά», υποστηρίζει ο Νέβε Γκόρντον, λέκτορας Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν και σημαίνον στέλεχος της «Τααγιούς».

«Ο ισραηλινός λαός κουράστηκε από το αίμα και τον τρόμο. Θέλει να ζήσει φυσιολογικά. Ακόμη και μεταξύ των εποίκων υπάρχουν πολλοί που επιθυμούν να επιστρέψουν, αλλά η κυβέρνηση αρνείται να τους βοηθήσει οικονομικά για να αρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή, ενώ αντίθετα τους δίνει όλο και περισσότερα χρήματα για να παραμείνουν στους εποικισμούς. Το στοίχημα, πλέον, για το ισραηλινό φιλειρηνικό κίνημα, καταλήγει ο Γκόρντον, δεν είναι να παλέψουμε την κυρίαρχη αντίληψη που διαμόρφωσε η κυβερνητική προπαγάνδα. Τα ίδια τα γεγονότα τη διέψευσαν. Το στοίχημα για εμάς είναι ο κόσμος αυτός να κατέβει στους δρόμους για να διεκδικήσει τη ζωή που η πολιτική που ακολουθούν οι ηγεσίες μας τους στέρησε: μια ζωή ήρεμη, ειρηνική, γαλήνια, με σεβασμό για το λαό που ζει δίπλα μας».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ