Στο παρόν άρθρο, που όπως και τα προηγούμενα στην ίδια ενότητα, είναι βασισμένο και περιέχει αποσπάσματα κειμένου του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ που δημοσιεύεται στην ΚΟΜΕΠ τ. 6/2016, ασχολούμαστε με τις εκτιμήσεις για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα, ορισμένους παράγοντες που κάνουν την πορεία αυτή επίφοβη, καθώς και βασικά σημεία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Αναφορικά με τις αστικές προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017, οι εκτιμήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά, ανάλογα με την πηγή της πρόβλεψης, και κυμαίνονται από 2,8% της πιο πρόσφατης πρόβλεψης του ΔΝΤ και 2,7% της Κομισιόν, μέχρι 0,7% στην έκθεση των 8 γερμανικών ινστιτούτων. Το σύνολο, ωστόσο, των προβλέψεων εκτιμά πως το 2017 η ελληνική οικονομία θα γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι κυβερνητικές προβλέψεις, όπως αποτυπώθηκαν και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2017, κάνουν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% ετησίως.
Οι αστικές προβλέψεις, ωστόσο, είναι επισφαλείς, τόσο στο φόντο της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, όσο και μιας σειράς παραγόντων που είδαμε και σε προηγούμενα άρθρα, που μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης.
Ενδεικτικά καταγράφουμε ορισμένους απ' αυτούς:
Τέλος, παρ' όλο που στη σχέση οικονομίας - πολιτικής το θεμελιακό στοιχείο είναι η οικονομία, η πολιτική δεν είναι παθητική. Κι από αυτήν την άποψη, σειρά πολιτικών παραγόντων στο εσωτερικό και διεθνώς (π.χ. εξελίξεις και εκλογές στην ΕΕ, διαδικασία του Brexit κ.ο.κ.) μπορούν να επιδράσουν ανασταλτικά στη διαφαινόμενη τάση ανάκαμψης, όπως εξάλλου συνέβη και μεταξύ 2014-2015.
Στη βάση και των παραπάνω είναι σχετικά υψηλή η πιθανότητα επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης το 2017, ωστόσο με ρυθμό ανάπτυξης σαφώς πιο περιορισμένο.
Με βάση αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα, η αστική τάξη στην Ελλάδα προσαρμόζει και ιεραρχεί βασικούς στόχους, όπως η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων για την ανάδειξη της χώρας σε κόμβο μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων στην ευρύτερη περιοχή, η καπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση με την προώθηση αλλαγών στην κλαδική διάρθρωση της οικονομίας ώστε να ενισχυθεί ο εξαγωγικός προσανατολισμός, η διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας, ο εκσυγχρονισμός της δομής, της λειτουργίας και της υποδομής του αστικού κράτους, ώστε να συμβάλει πιο αποτελεσματικά στην καπιταλιστική κερδοφορία.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ υπηρετεί τους στόχους αυτούς, ενώ συνεχίζοντας επί της ουσίας την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, προωθεί περαιτέρω δυο αλληλένδετες επιδιώξεις, προσπαθώντας να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας:
Στο πλαίσιο αυτό εφαρμόζει με συνέπεια τους στόχους που προβλέπονται στα μνημόνια για τη δημοσιονομική εξυγίανση, εκφράζοντας γενικότερες στρατηγικές επιλογές της Ευρωζώνης για την ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο της Ενιαίας Οικονομικής Διακυβέρνησης και του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ και εξειδικεύεται για την Ελλάδα στο 3ο μνημόνιο. Γι' αυτό έχει προχωρήσει στη συγκρότηση του «Δημοσιονομικού Συμβουλίου», που θα επιβλέπει την εκτέλεση του προϋπολογισμού και θα παρεμβαίνει σε περίπτωση αποκλίσεων από τους στόχους, ενώ θεσμοθέτησε τον αυτόματο δημοσιονομικό «κόφτη», που σήμερα διευρύνεται και εμπλουτίζεται στο πλαίσιο και της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη «αξιολόγηση».
Η «δημοσιονομική εξυγίανση» αποτελεί, άλλωστε, και επιλογή της αστικής τάξης της χώρας, γιατί η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων εγγυάται τη δυνατότητα του αστικού κράτους να χρηματοδοτεί την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, αποτελεί και ανάγκη για τη διασφάλιση της συμμετοχής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Συγχρόνως, στις παρούσες συνθήκες, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση του αστικού κράτους σε πηγές φθηνότερης χρηματοδότησης, όπως φανερώνει και η διαπραγμάτευση για το ξεπάγωμα της δεύτερης «αξιολόγησης» του ελληνικού προγράμματος (βλέπε ένταξη στο «πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές βρίσκονται στον πυρήνα της κυβερνητικής αναπτυξιακής πρότασης, της λεγόμενης «παραγωγικής ανασυγκρότησης» που ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι εξασφαλίζει τη «δίκαιη ανάπτυξη» και δεν απαιτεί - δήθεν - νέες θυσίες από τους εργαζόμενους.
Πρόκειται, βέβαια, για απάτη με στόχο να στρατεύσει το λαό στους στόχους του κεφαλαίου, αφού το πρόγραμμα περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους και πολιτικές κατευθύνσεις που υπηρετούν την άρχουσα τάξη, άξονες εξάλλου που αναφέρονται σε κάθε κυβερνητική αναπτυξιακή πρόταση την τελευταία 20ετία: «αξιοποίηση εργατικού δυναμικού», «εξωστρέφεια», «καινοτομία», «τεχνολογικές αλλαγές στον παραγωγικό ιστό» κ.ά.
Αλλωστε, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται και στον προϋπολογισμό, τα παραπάνω αποτελούν τρόπον τινά μια αναγκαστική επιλογή για την αστική διαχείριση, ώστε από άλλο δρόμο «να κερδηθεί η μάχη της ανταγωνιστικότητας» του κεφαλαίου, δεδομένου ότι «η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της», δηλαδή η δυνατότητα περαιτέρω συμπίεσης μισθών για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχει εξαντληθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει στο λαό να αποδεχτεί ως δεδομένες τις τεράστιες απώλειες που είχε έως σήμερα και που η πολιτική του έρχεται να παγιώσει, προσδοκώντας σε έναν περιορισμό των απωλειών για το μέλλον. Αντίθετα από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ο λαός πρέπει να κρίνει την κάθε νέα αναπτυξιακή πρόταση με κριτήριο την ανάκτηση των μεγάλων απωλειών του και κυρίως την απαίτηση ικανοποίησης των αναγκών του, που θυσιάζονται συνεχώς στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους.
Το κυριότερο, βέβαια, είναι ότι όπως κάθε αστική πολιτική σε συνθήκες ανάκαμψης που στοχεύει στην αύξηση των κερδών του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η κυβερνητική πολιτική υποβοηθά την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων:
Γενικότερα, η πλούσια διεθνής και ελληνική πείρα επιβεβαίωσε ότι καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό. Καθώς σαπίζει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, θα γίνεται όλο και πιο βάρβαρος, όλο και πιο αντιδραστικός. Η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι δεμένη με την εξαθλίωση των εργαζομένων, σχετική ή και απόλυτη.