ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Νοέμβρη 2003
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΝΕΑ ΕΠΕΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Οταν το ΠΑΣΟΚ επαυξάνει στους νόμους της ΝΔ

«Τα επόμενα χρόνια θα συμπιεστεί ιδιαίτερα ο κρατικός - δημόσιος πυλώνας και πρέπει να διαφυλάξουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ουσιαστική διέξοδος είναι η παρουσία των επαγγελματικών ταμείων».

Μ' αυτή τη φράση, ο αρμόδιος υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ρ. Σπυρόπουλος προδιέγραψε την προηγούμενη βδομάδα, μιλώντας στη Βουλή, τις εξελίξεις στο χώρο της Κοινωνικής Ασφάλισης. Σε απλή μετάφραση ο υφυπουργός είπε ότι θα συμβεί ό,τι και στη Γερμανία, όπου στο όνομα της ανταγωνιστικότητας η εκεί κυβέρνηση ανακοίνωσε πάγωμα των συντάξεων ως μέτρο για τη μείωση του εργατικού κόστους. Τι σχέση έχουν οι συντάξεις με το εργατικό κόστος; Από τη σκοπιά του κεφαλαίου η σχέση είναι απλή: Τα ταμεία είπαν ότι για να δώσουν αύξηση στις συντάξεις, πρέπει να αυξήσουν τις ασφαλιστικές εισφορές. Οι βιομήχανοι είπαν πως έτσι αυξάνεται το εργατικό κόστος, η κυβέρνηση αποφάσισε να μην αυξηθούν οι συντάξεις, για να μην αυξηθούν οι εισφορές, για να μην αυξηθεί το εργατικό κόστος. Κι έτσι οι συνταξιούχοι δε θα πάρουν δεκάρα αύξηση κι ας αυξάνεται καθημερινά το κόστος ζωής. Μ' αυτό ακριβώς το μοντέλο πορεύεται και η ελληνική κυβέρνηση. Πρόκειται για μία τεραστίων διαστάσεων οπισθοδρόμηση. Αυτήν ακριβώς προαναγγέλλει και ο αρμόδιος υφυπουργός στην Ελλάδα με το πρώτο μέρος της δήλωσής του. Ακόμα χειρότερα είναι όσα προαναγγέλλονται με τη δεύτερη φράση του. Αναφέρει ως διέξοδο τα επαγγελματικά ταμεία, δηλαδή την εισαγωγή του ιδιωτικού τομέα στο χώρο των συντάξεων. Το μέτρο προβλέπεται ήδη με το νόμο 3029. Η κυβέρνηση εμφανίζεται τώρα να κάνει ένα ακόμα καθοριστικό βήμα. Με το νομοσχέδιο που κατατίθεται στη Βουλή εντός της τρέχουσας βδομάδας προβλέπει τη μετατροπή και των επικουρικών ταμείων σε επαγγελματικά. Η συγκεκριμένη ρύθμιση μαζί με τη μαζική μεταφορά εργατών από την ασφάλιση στο ΙΚΑ στην ασφάλιση στον ΟΓΑ μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν δύο από τις μεγάλες τομές που επιχειρεί η κυβέρνηση με το νέο νομοσχέδιο. Ενα κείμενο που ενώ αρχικά παρουσιάστηκε ως νομοσχέδιο «σκούπα», που λύνει θετικά υπέρ διαφόρων στρωμάτων εκκρεμή ασφαλιστικά ζητήματα, στην πράξη δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συμπληρώνει προς το αντιδραστικότερο το ήδη υπάρχον αντεργατικό ασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο. Η δήλωση επίσης από τον αρμόδιο υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή ότι «λέμε "ναι" για ένα νόμο που είχε ψηφιστεί από τη Νέα Δημοκρατία και σωστά τον έκανε», δεν αφήνει περιθώρια για καμιά αυταπάτη. Ο δρόμος που άνοιξε το '92 με τους νόμους Σιούφα, είναι αυτός όπου βαδίζει και η σημερινή κυβέρνηση με συνέπεια. Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι οδηγίες της ΕΕ για το πώς και ποιο πρέπει να είναι το ασφαλιστικό σύστημα στην ΕΕ εκτελούνται κατά γράμμα, είτε στην κυβέρνηση βρίσκεται η ΝΔ είτε το ΠΑΣΟΚ. Αυτό εξηγεί και το γεγονός πως ενώ είμαστε ήδη σε προεκλογική περίοδο ο ίδιος ο πρωθυπουργός στις ομιλίες του αναφέρεται γενικά σε ένα νέο ασφαλιστικό νόμο, χωρίς να τολμά να πει έστω κι ένα θετικό μέτρο που περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Γνωρίζει καλύτερα απ' όλους ότι το νέο ασφαλιστικό έρχεται για να κάνει ακόμα πιο αντιδραστικό το ήδη αντιδραστικότατο πλαίσιο που ισχύει στην κοινωνική ασφάλιση.

Με το νομοσχέδιο που αύριο, Δευτέρα, αναμένεται να πάρει και την υπογραφή του Ταμία της κυβέρνησης, του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών, επιβάλλονται νέες ασφαλιστικές κρατήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους, αλλάζουν προς το χειρότερο οι όροι συνταξιοδότησης για την επικουρική ασφάλιση, εξασφαλίζονται νέες εκπτώσεις για τα χρέη από ασφαλιστικές εισφορές στους εργοδότες, ενώ ιδιαίτερα θετική μεταχείριση έχουν και οι εκδότες. Επιπλέον επιβάλλονται δυσβάστακτες ασφαλιστικές εισφορές στους συμβασιούχους γιατρούς του ΙΚΑ, εμπαίζονται οι μικροί επαγγελματοβιοτέχνες με το «φάντασμα» της 37ετίας, ενώ ανοίγει ο δρόμος για αύξηση του εργάσιμου βίου στο Δημόσιο στα 40 χρόνια και παίρνονται πρόσθετα οργανωτικά μέτρα, για την ιδιωτικοποίηση των επικουρικών ταμείων.

Μέχρι χτες η κυβέρνηση εμφανιζόταν να μην έχει καταλήξει στο ζήτημα της διαδοχικής ασφάλισης. Το σίγουρο είναι ότι δε θα υπάρξει πλήρης αναπλήρωση των απωλειών που έχουν στη σύνταξή τους οι εργαζόμενοι που κατά τον εργάσιμο βίο τους ασφαλίστηκαν σε περισσότερα του ενός ασφαλιστικά ταμεία. Το δίκαιο αυτό αίτημα τίθεται εκ των πραγμάτων στις μυλόπετρες της «οικονομικής σταθερότητας», αλλά και στη δεδομένη πρόθεση της κυβέρνησης να παίξει και τη διαδοχική ασφάλιση στο προεκλογικό χρηματιστήριο.

Ο «Ρ» έχει παρουσιάσει αναλυτικά τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου στο φύλλο της 23 Οκτώβρη του 2003. Σήμερα παραθέτουμε επιπρόσθετα δύο εκτενείς αναλύσεις σχετικές με τις ρυθμίσεις που προβλέπονται για τους αγρότες και τους δημοσίους υπαλλήλους.


Θ. Λ.

Δραστική μείωση συντάξεων όσων εργάζονται στη γεωργία *

Οι αγροτικές συντάξεις παραμένουν περισσότερο επιδόματα ελεημοσύνης, παρά συντάξεις...

ICON

Οι αγροτικές συντάξεις παραμένουν περισσότερο επιδόματα ελεημοσύνης, παρά συντάξεις...
Η χειρότερη αλλαγή που προωθεί το προτεινόμενο ασφαλιστικό νομοσχέδιο και αφορά στον ΟΓΑ, είναι η μετάταξη από το ΙΚΑ στον ΟΓΑ όλων των εργατών που δουλεύουν σε αγροτικές επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, αλιευτικές επιχειρήσεις και αγροτικούς συνεταιρισμούς.

Η μετάταξη αυτή γίνεται με τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό αυτών των εργατών, ως κατά κύριο επάγγελμα αγροτών.

Σκοπός αυτής της μετάταξης είναι η δραστική μείωση των συντάξεών τους και η αντίστοιχη εισφοροαπαλλαγή των εργοδοτών τους.

Σύμφωνα με όσα ισχύουν σήμερα στον ΟΓΑ και στο ΙΚΑ, ένας εργαζόμενος στις παραπάνω επιχειρήσεις που ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, αμειβόταν με το κατώτερο ημερομίσθιο της ΕΓΣΣΕ, και είχε συμπληρώσει 15 χρόνια συντάξιμα, πράγμα πολύ δύσκολο για εποχιακούς εργαζόμενους, θα έπαιρνε την κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ, που είναι 392,16 ευρώ ή 133.628 δρχ./μήνα και 97,96 ευρώ ή 33.380 δρχ./μήνα επικουρική. Δηλαδή, θα έπαιρνε συνολική μηνιαία σύνταξη 167.008 δρχ.

Μετατασσόμενος στον ΟΓΑ, στην πέμπτη ασφαλιστική κλάση με 15 χρόνια συντάξιμα, θα πάρει μηνιαία σύνταξη μόνον 75.781 δρχ. (741,32 ευρώ Χ 0,02 Χ 15 = 222,4 ευρώ = 75.781 δρχ.), δηλαδή θα μειωθεί η συνολική μηνιαία σύνταξή του κατά 54,6% και θα παίρνει λιγότερη από τη μισή που έπαιρνε.

Ελάχιστοι από τους μετατασσόμενους εργαζόμενους από το ΙΚΑ στον ΟΓΑ θα πάρουν, επί πλέον από τη σύνταξη του ΟΓΑ, και επικουρική σύνταξη. Και αυτό γιατί, για να παραμείνουν ασφαλισμένοι στο ΕΤΑΜ, θα πρέπει με την ψήφιση του νομοσχεδίου να έχουν τουλάχιστον 1.500 ένσημα στο ΕΤΑΜ και στο μέλλον να πληρώνουν οι ίδιοι, εκτός από τη δική τους εισφορά και την εισφορά που μέχρι τότε πλήρωνε ο εργοδότης.

Οι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από πέντε εργαζόμενους θα απαλλαγούν από κάθε εισφορά που πλήρωναν μέχρι σήμερα στο ΙΚΑ και ανέρχονταν συνολικά στο 30,65% του βασικού ημερομίσθιου, δηλαδή 2.426 δρχ./μέρα ή 60.641 δρχ./μήνα.

Οι επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από πέντε εργαζόμενους θα πληρώνουν πολύ λιγότερες εισφορές. Από 60.641 δρχ./μήνα που πλήρωναν στο ΙΚΑ, θα πληρώνουν 21.471 δρχ./μήνα στον ΟΓΑ (741,32 ευρώ Χ 0,085 = 63,01 Χ 340,75 = 21.471 δρχ./μήνα. Δηλαδή, θα πληρώνουν στον ΟΓΑ περίπου το 1/3 των εισφορών που πλήρωναν στο ΙΚΑ.

Με τις παραπάνω αλλαγές, τις προκλητικές μειώσεις μέχρι και την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών των αγροτικών επιχειρήσεών επιβαρύνονται κύρια οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές, των οποίων περικόπτονται δραστικά οι συντάξεις, και ο κρατικός προϋπολογισμός, ο οποίος για την ασφάλιση κάθε εργαζόμενου σε αυτές τις επιχειρήσεις θα πληρώνει μηνιαία εισφορά διπλάσια από αυτή του ασφαλισμένου στον ΟΓΑ ή 42.942 δρχ./μήνα.

Δηλαδή, τις προκλητικές εισφοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων τις φορτώνονται οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις και τα λαϊκά στρώματα, μέσα από το αντιλαϊκό φορολογικό σύστημα.

Οι συνέπειες από τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό αυτών των εργαζομένων ως αγροτών και τη μετάταξή τους από το ΙΚΑ στον ΟΓΑ δεν περιορίζονται μόνο στη δραστική μείωση των συντάξεων, αλλά και σε άλλα κοινωνικά δικαιώματα, όπως αυτό της εργατικής κατοικίας, για το οποίο δε θα έχουν πλέον δικαίωμα. Επειδή στον ΟΓΑ δεν υπάρχει αντίστοιχο πρόγραμμα εργατικής ή αγροτικής κατοικίας.

Η μετάταξη αυτή, εκτός των συνεπειών στους εργαζόμενους, θα επιταχύνει τη συγκέντρωση της γης και της αγροτικής παραγωγής σε λίγους μεγαλοαγρότες και στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Και αυτό γιατί η μετάταξη αυτή μειώνει σημαντικά το κόστος παραγωγής αυτών των επιχειρήσεων που απασχολούν μισθωτή εργασία και στην πλειοψηφία τους είναι μεσαίες και μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Η μείωση του κόστους παραγωγής σε αυτές τις επιχειρήσεις θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά τους, σε σχέση με τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά, που δε χρησιμοποιούν ή χρησιμοποιούν ελάχιστη μισθωτή εργασία, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το καθαρό εισόδημά τους σε πρώτη φάση και σε δεύτερη να οδηγηθούν στη χρεοκοπία και στην εγκατάλειψη.

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο επαναφέρει ως υποχρεωτική την αυτοτελή ασφάλιση και συνταξιοδότηση και των δύο συζύγων αγροτών. Δεν αίρει όμως τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση με τον προηγούμενο νόμο είχε θεσμοθετήσει την προαιρετική ασφάλιση του ενός εκ των δύο συζύγων, με αποτέλεσμα ο ανασφάλιστος σύζυγος που γεννήθηκε μετά το 1937 να μην παίρνει καμιά σύνταξη, παρά να κληρονομεί ένα ποσοστό του ασφαλισμένου συζύγου, όταν αυτός πεθάνει.

Ο λόγος αυτός ήταν τα υψηλά ασφάλιστρα που επέβαλε ο νόμος και έχουν αποτέλεσμα 200.000 περίπου αγρότες να είναι ανασφάλιστοι. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, ναι μεν θα είναι υποχρεωτική η ασφάλιση και των δύο συζύγων, στην πράξη όμως θα είναι ανασφάλιστοι όπως είναι και άλλοι 200.000 περίπου αγρότες, επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν τα υψηλά ασφάλιστρα. Με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ και τη συμφωνία του ΠΟΕ, που εξανεμίζουν το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών, περισσότεροι αγρότες θα είναι ανασφάλιστοι, γι' αυτό η ρύθμιση αυτή δε θα έχει στην πράξη κανένα θετικό αποτέλεσμα.

Περικοπές με μια υπουργική απόφαση

Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα στον υπουργό με αποφάσεις του να καθορίζει την ετήσια αύξηση των αγροτικών συντάξεων, παίρνοντας υπόψη του την εισοδηματική πολιτική και τη βιωσιμότητα του Ταμείου. Δηλαδή, καταργείται η υπάρχουσα διάταξη που όριζε ότι οι αυξήσεις των αγροτικών συντάξεων θα είναι ίσες με αυτές των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.

Με δεδομένα τα προβλήματα βιωσιμότητας του ΟΓΑ ως ταμείου κύριας ασφάλισης των αγροτών, που διαπιστώθηκαν με πρόσφατη αναλογιστική μελέτη, είναι σίγουρο ότι οι ετήσιες προσαυξήσεις θα είναι πολύ μικρές, μικρότερες του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα οι αγροτικές συντάξεις να παραμένουν περισσότερο επιδόματα ελεημοσύνης, παρά συντάξεις.

Ηδη με το προτεινόμενο νομοσχέδιο γίνεται η αρχή περικοπής των αγροτικών συντάξεων με την αναπροσαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 2458/97, με την οποία περικόπτονται οι προσαυξήσεις των αγροτικών συντάξεων που δίνονταν ως επίδομα γάμου και τέκνων, στις περιπτώσεις που υπήρχαν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο νομοθετούνται και οι προεκλογικές παροχές που εξήγγειλε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός. Αύξηση κατά 30 ευρώ της αγροτικής σύνταξης, με αποτέλεσμα να γίνεται 200 ευρώ/μήνα μεικτά ή 192 ευρώ/μήνα καθαρά από 1.1.2004 και απαλλαγή από την εισφορά στον ΟΓΑ για ένα χρόνο της αγρότισσας που τεκνοποιεί. Οι παροχές αυτές πατάνε σε πραγματικά και οξυμένα προβλήματα, χωρίς όμως να τα αντιμετωπίζουν. Γι' αυτό έχουν ψηφοθηρικό χαρακτήρα και υποτιμούν τη νοημοσύνη των αγροτών. Δε χρειάζονται στοιχεία και αναλύσεις για να καταδειχτεί ότι η σύνταξη των 192 ευρώ/μήνα που θα παίρνουν από 1.1.2004, πάνω από 450.000 συνταξιούχοι αγρότες, είναι επίδομα ελεημοσύνης και όχι σύνταξη για να ζήσει με αξιοπρέπεια ο συνταξιούχος αγρότης. Επίσης, με την εφάπαξ ετήσια εισφοροαπαλλαγή της αγρότισσας, κατά το χρόνο τοκετού, δεν αντιμετωπίζεται το σοβαρό πρόβλημα των μικρομεσαίων αγροτών να πληρώσουν τα υψηλά ασφάλιστρα στον ΟΓΑ, επειδή το εισόδημά τους εξανεμίζεται χρόνο με το χρόνο από τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, τη συμφωνία του ΠΟΕ και τα αντιαγροτικά μέτρα της κυβέρνησης. Απλά αποτελούν μέτρα-ασπιρίνη, που μοναδικό στόχο έχουν την ψηφοθηρία.

Νέα αντιασφαλιστικά μέτρα σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων

Στο τελευταίο κυβερνητικό προσχέδιο νόμου με τίτλο «Νέες ρυθμίσεις κανόνων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» περιέχονται νέες αρνητικές διατάξεις για την επικουρική ασφάλιση και για το εφάπαξ των εργαζομένων στο δημόσιο. Συγκεκριμένα με την παρ. 13 του άρθρου 13 καταργεί «προαιρετικά» την 35ετία και το 60ό έτος της ηλικίας για συνταξιοδότηση. Ετσι καταργεί το σημερινό καθεστώς και «επιτρέπει» στον ασφαλισμένο να βγαίνει στη σύνταξη έως και 5 χρόνια πιο αργά. Δηλαδή η 35ετία γίνεται 40ετία και τα 60 χρόνια ηλικίας μπορεί να γίνουν 65.

Ετσι η κυβέρνηση πατώντας πάνω στην ανάγκη του ασφαλισμένου για καλύτερη σύνταξη, αυξάνει τα όρια για συνταξιοδότηση, με δέλεαρ αύξηση της σύνταξης κατά 2% για κάθε χρόνο που θα δουλέψει παραπάνω ο ασφαλισμένος.

Με το άρθρο 18 επιβάλλεται μια νέα πρόσθετη κράτηση στις πάσης φύσεως αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ). Και μάλιστα όπως λέει αυτό το άρθρο «με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αυτό το ποσοστό της κράτησης μπορεί να μεταβάλλεται» δηλ. να αυξάνεται.

Αυτήν την κράτηση όπως αναφέρει το ίδιο άρθρο, θα την πληρώνουν και οι συνταξιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι για τα πέραν της σύνταξης ποσά που λαμβάνουν για οποιοδήποτε λόγο από το δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Πρόκειται για ένα πρόσθετο χαράτσι που επιβάλλεται αυθαίρετα στους δημόσιους υπάλληλους πέραν της κράτησης του 3% επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος που πληρώνουν ήδη. Να υπενθυμίσουμε ότι μέχρι το 1991 στο ΤΕΑΔΥ πλήρωναν ασφαλιστική εισφορά 5% επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος μόνον οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το 1991 με το νόμο 1902 της ΝΔ αυτή η εισφορά μειώθηκε για τους δημόσιους υπάλληλους στο 3% και μπήκε για πρώτη φορά και ανάλογη εισφορά 3% για το κράτος που ουδέποτε την κατέβαλλε και γι' αυτό σήμερα χρωστά στο ταμείο 1,2 δισ. δρχ.

Τώρα έρχεται η κυβέρνηση και επιβάλλει μια πρόσθετη κράτηση 2% που επειδή αυτή θα υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών ουσιαστικά μηδενίζει την αντίστοιχη «αύξηση» που περιέχεται στο κυβερνητικό σχέδιο νέου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Επί πλέον αυτή η εισφορά, κατά το μέρος του υπολογισμού της στις πέραν του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος αποδοχές, δε θά 'χει συνταξιοδοτικό αντίκρισμα, αφού αυτές οι αποδοχές δεν υπολογίζονται στη σύνταξη. Την ίδια τύχη θά 'χει αυτή η εισφορά και για τους συνταξιούχους αφού δεν επιδρά καθόλου στη σύνταξή τους.

Ο χαρακτήρας συνεπώς αυτής της εισφοράς είναι καθαρά εισπρακτικός και μ' αυτήν η κυβέρνηση επιδιώκει να καλύψει ένα μέρος από τα δικά της «σπασμένα» επί του ταμείου. Τα «σπασμένα» δηλ. της δικής της πολιτικής επί των αποθεματικών του ταμείου που ένα μεγάλο μέρος τους το έπαιξε στο Χρηματιστήριο και έτσι το δώρισε στο κεφάλαιο. Θέλει ακόμα μ' αυτόν τον τρόπο να καλύψει τα δικά της χρωστούμενα αλλά και τη γενικότερη αντεργατική διαχείριση που άσκησε και ασκεί στο ταμείο.

Παραπέρα με το ίδιο άρθρο παρέχει η κυβέρνηση αύξηση της επικουρικής σύνταξης από αυτό το ταμείο κατά «ένα πεντηκοστό για κάθε έτος ασφάλισης πέραν των 35 και μέχρι των 40 ετών», αφού όπως λέμε και προηγούμενα καταργεί την τριακονταετία προωθώντας την παράταση του εργάσιμου βίου έως στα 40 χρόνια.

Επίσης με το άρθρο 20, επιχειρείται νέα κυβερνητική παρέμβαση και στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) που παρέχει το εφάπαξ στους δημοσίους υπαλλήλους.

Συνιστά έναν κλάδο πρόνοιας υπαλλήλων ΝΠΔΔ και μέσω αυτού, ουσιαστικά εντάσσει αυτούς τους υπαλλήλους στο ΤΠΔΥ χωρίς παράλληλα να διασφαλίζει τη μεταφορά των αντίστοιχων εισφορών αυτών των υπαλλήλων στο ταμείο.

Ετσι και με τη δεδομένη κυβερνητική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων ή συγχωνεύσεων και καταργήσεων πολλών ΝΠΔΔ, υπάρχει ο εμφανής κίνδυνος οι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ να παίρνουν εφάπαξ από το ΤΠΔΥ χωρίς η κυβέρνηση να καλύπτει τις ανάλογες εισφοροδοτικές τους υποχρεώσεις, μειώνοντας παραπέρα τα αποθεματικά του ταμείου που έχουν ήδη μειωθεί δραματικά με το παίξιμό τους από την κυβέρνηση στο Χρηματιστήριο αλλά και από τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική επί του ταμείου.

Παραπέρα αυτό το άρθρο επανανομοθετεί τον υπολογισμό του εφάπαξ στη βάση των μισθών της πριν του χρόνου συνταξιοδότησης πενταετίας. Αυτή η ρύθμιση είχε περάσει και στο νόμο 2512/1997 με τη συναίνεση του κυβερνητικού συνδικαλισμού στην ΑΔΕΔΥ. Από αυτή και μόνο την αλλαγή, το εφάπαξ έχει καθηλωθεί σήμερα περίπου στα 15 εκατομμύρια δρχ. και όλα αυτά μ' ένα «αποφασίζουμε και διατάζουμε» της κυβέρνησης για ένα ταμείο που εισφέρουν μόνο οι εργαζόμενοι.


Του
Δημήτρη ΑΓΚΑΒΑΝΑΚΗ
στελέχους του ΠΑΜΕ, μέλους της ΕΕ της ΑΔΕΔΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ