Ανταγωνίζονται για το ποιος μπορεί να διαπραγματευθεί καλύτερα με τους δανειστές τη «χαλάρωση» τάχα των προαποφασισμένων μέτρων
Η δήθεν παραδοχή του λάθους εκ μέρους του ΔΝΤ έχει προκαλέσει μια θορυβώδη, πλην στείρα, δικομματική κόντρα μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, με την πρώτη να επιχειρεί να πείσει ότι αξιοποιεί αθόρυβα και στην πράξη την παραπάνω παραδοχή και επαναδιαπραγματεύεται για «χαλάρωση» στην εφαρμογή ορισμένων μέτρων του μνημονίου «εν ευθέτω χρόνω», και τον δεύτερο να σηκώνει τους «αντιπολιτευτικούς» τόνους προκειμένου να δείξει ότι είναι «πιο σκληρός διαπραγματευτής» με τους δανειστές.
Σε αυτό το φόντο, το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί τώρα να αξιοποιήσει επικοινωνιακά τις δηλώσεις στελεχών του ΔΝΤ, για να παρουσιαστεί ως ο πιο αξιόπιστος και ουσιαστικός διαπραγματευτής, διαμηνύοντας ωστόσο ότι θα εφαρμοστούν πλήρως τα συμφωνηθέντα μέτρα και «η όποια χαλάρωση υπάρξει αυτή θα είναι σε μεσοπρόθεσμη βάση».
Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Στουρνάρας, στη συνεδρίαση των Γιούρογκρουπ και Εκοφίν, όπου έθεσε έμμεσα το θέμα της υποεκτίμησης των επιπτώσεων της ύφεσης από το πρόγραμμα «δημοσιονομικής προσαρμογής», καλώντας την ΕΕ και το ΔΝΤ να πάρουν θέση γύρω από το ζήτημα που έχει ανακύψει.
Αμεση ήταν η απάντηση από τον νέο επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, Γ. Ντάισελμπλουμ, ο οποίος χαρακτήρισε «ακαδημαϊκή» τη συζήτηση γύρω από τις δηλώσεις περί λάθους από το ΔΝΤ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ΔΝΤ, όπου ο επικεφαλής οικονομολόγος, Ο. Μπλανσάρ, που είχε ανοίξει πρώτος το θέμα, επανήλθε ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να συνεχιστεί η συνετή δημοσιονομική συρρίκνωση, όπως έχει σχεδιαστεί».
Παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση, επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο και να παρατείνει την ανοχή του λαού στα άγρια μέτρα που τον εξαθλιώνουν, σηκώνει προπαγανδιστικά το θέμα καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις για βελτίωση των όρων του μνημονίου στο απώτερο μέλλον. «Η διαπραγμάτευση για σημεία του μνημονίου που πρέπει να αλλάξουν είναι διαρκής», διαμηνύουν από το Μέγαρο Μαξίμου, επισημαίνοντας με νόημα ότι ο καλύτερος τρόπος είναι «να δείξουμε πρώτα εμείς ότι είμαστε αξιόπιστοι και τηρούμε τα συμφωνηθέντα και μετά ζητάμε διορθωτικές κινήσεις».
Σε κάθε περίπτωση, συνεργάτες του πρωθυπουργού ξεκαθαρίζουν ότι το πακέτο των μέτρων ύψους 13,5 δισ. που έχει συμφωνηθεί θα εφαρμοστεί στο ακέραιο και στη συνέχεια θα συζητηθεί με τους εταίρους και δανειστές χαλάρωση σε ορισμένα «αναποτελεσματικά» - όπως τα χαρακτηρίζουν - μέτρα, όπως η μείωση του ΦΠΑ εστίασης από το 23%, η αύξηση των δόσεων για τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο πετρέλαιο θέρμανσης κατά 10 ή 20 λεπτά.
Την τακτική του κυβερνητικού επιτελείου γύρω από το θέμα περιέγραψε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ Μ. Βορίδης, δηλώνοντας (στον «Real fm») ότι «η συζήτηση αυτή, πρώτα απ' όλα, σε επίπεδο διαπραγματευτικό πρέπει να τεθεί τη στιγμή που πρέπει και εκεί που πρέπει», διευκρινίζοντας ότι «το "όταν πρέπει" είναι όταν μπορεί να διαμορφωθεί ένας συσχετισμός, ο οποίος θα οδηγήσει σε αλλαγή του προγράμματος».
Στον επικοινωνιακό κουρνιαχτό συμμετέχει ενεργά ο ΣΥΡΙΖΑ, επικρίνοντας την κυβέρνηση ως «ανίκανη» να χρησιμοποιήσει την παραδοχή του ΔΝΤ περί λάθους ως «διαπραγματευτικό χαρτί», επειδή είναι «πιστή στο μνημόνιο», επιφυλάσσοντας ταυτόχρονα για τον εαυτό του το ρόλο του «σκληρού διαπραγματευτή» που θα αλλάξει κάποιους όρους του μνημονίου.
Στο πνεύμα αυτό κινείται η Επίκαιρη Ερώτηση προς τον πρωθυπουργό που κατέθεσε χτες στη Βουλή ο Αλ. Τσίπρας, με την οποία ζητά να μάθει πώς θα εκμεταλλευτεί η ελληνική κυβέρνηση τη δημόσια παραδοχή περί «λάθους» και πώς θα ενεργήσει «ώστε αυτό το "λάθος" που αποτιμάται σε δεκάδες δισ. ευρώ να αποτελέσει την αφετηρία ώστε η χώρα να απαλλαγεί οριστικά από μνημόνια και πολιτικές που θα εκτοξεύσουν την ύφεση και τη φτώχεια και τα επόμενα χρόνια».
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για την πλήρη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο του «καλύτερου» τάχα διαχειριστή της καπιταλιστικής κρίσης είναι το «νον πέιπερ» που εξέδωσε για το θέμα αυτό το Γραφείο Τύπου του κόμματος, όπου αμφισβητείται η αξιοπιστία του Γ. Στουρνάρα να θέσει το θέμα «της αναπροσαρμογής του ελληνικού προγράμματος», επειδή ο υπουργός Οικονομικών «υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές στην Ελλάδα της καταστροφικής πολιτικής του μνημονίου»!
Στην εξιδανίκευση της αστικής «δημοκρατίας» και στην υπεράσπιση της «αστικής νομιμότητας», που τσακίζει το λαό, αναλώθηκε η ομιλία του Αλ. Τσίπρα σε εκδήλωση του κόμματός του το βράδυ της Δευτέρας, συσκοτίζοντας το ταξικό τους περιεχόμενο, τόσο πιο αντιδραστικό, όσο βαθύτερα στην αντίδραση βουλιάζει η κυρίαρχη τάξη. Κατακεραύνωσε την κυβέρνηση για την «αμφισβήτηση της δημοκρατίας» και «της ίδιας της αστικής νομιμότητας», κρύβοντας ότι την αστική νομιμότητα συνθέτουν όλα όσα διαιωνίζουν την εξουσία των αστών και το δικαίωμά τους να κλέβουν τον πλούτο που παράγει ο λαός, αν χρειαστεί και με το «βούρδουλα» της εντεινόμενης κρατικής καταστολής και του αυταρχισμού.
Ο Αλ. Τσίπρας επέκρινε τη «στρατηγική της έντασης», στο πλαίσιο της οποίας ενέταξε και την πρόσφατη βομβιστική επίθεση σε εμπορικό κέντρο, και πρόσθεσε εξωραΐζοντας πέραν της αστικής τάξης και το πολιτικό της σύστημα, ότι στόχος της είναι «να εξαφανίσει ή έστω να περιθωριοποιήσει κάθε φιλελεύθερη φωνή στο εσωτερικό των συστημικών κομμάτων (...) κάθε ατομική φωνή ή πολιτική τάση που θα μπορούσε δυνητικά να πολιτευτεί στο μέλλον ως εκπρόσωπος της κοινωνίας και όχι ως ατζέντης οικονομικών συμφερόντων».
Εφτασε μέχρι και να υπερασπιστεί την «καραμανλική παράδοση του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού». Στόχος της «στρατηγικής της έντασης», όπως είπε, είναι η «αριστερά» και φορείς της η Χρυσή Αυγή αλλά και η «σημερινή ηγετική ομάδα της ΝΔ», που την απαρτίζουν «επιφανείς ακροδεξιοί αναλφάβητοι». Τέλος, επιβεβαιώνοντας πως το θράσος τους συναγωνίζεται με την αλαζονεία τους, τόλμησε να παρουσιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως γνήσιο απόγονο του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ λέγοντας: «Η δική μας αριστερά (...) αυτή τη φορά, δε πρόκειται να παραδώσει τα όπλα»!