Πολλούς παραμορφώσανε, τους σπάσαν τα κεφάλια, τα χέρια και τα πόδια τους, τους κάνανε σακάτηδες. Κι είναι πολλοί που αφήσανε εκεί τα κόκαλά τους. Νερό μήτε σταλαγματιά, φαΐ αλμυρές σαρδέλες που αύξαναν τη δίψα μας μέχρι σημείου τρέλας. Μας δίνανε σάπια κουκιά, γεμάτα σκουλήκια που βλέποντάς τα σου φέρνανε ναυτία και αναγούλα.
Ολημερίς τους φόρτωναν στους ώμους τις κοτρόνες να τις ρίχνουνε στη θάλασσα, για να την κάνουνε ξηρά. Γιατί έτσι μόνο, λέγανε, θα πάμε περπατώντας στη Σύρο να μπαρκάρουμε, στα σπίτια μας να πάμε.
Απ' τον πολύ τον καύσωνα η σκηνή μας πυρωνόταν, πουμωνόταν ο θάλαμος κι η ανάσα μας κοβόταν. Κι ήταν πολλοί π' αρρώσταιναν και 'καναν αιμοπτύσεις κι αναίσθητους, σχεδόν νεκρούς, τους παίρναν στα φορεία.
Κι εγώ στο βάθος της σκηνής, που σ' έκαιγε το πανί της, απάνω στο παλιό ράντζο, το τσουβαλιασμένο, μου φαίνεται πως βρίσκομαι, κάπου στον άλλο κόσμο. Κρατούμενος του Χάροντα, στ' Αχέροντα την όχθη.
Μα τούτο μ' αναστάτωσε και μ' έπιασε ένας φόβος. Γι' αυτό και πήρα απόφαση να τρώγω τα παλιοκούκια, κι ας ήταν σιχαμερά, γεμάτα από σκουλήκια, που αν εγώ ψόφια δεν τα 'τρωγα μέσ' τα κουκιά βρασμένα, θα μ' έτρωγαν αυτά νεκρό, ολοζώντανα στο χώμα.
Γι' αυτό συνενοούμασταν, με τα γνεψίματά μας. Με κίνηση του κεφαλιού, χεριών μας και ματιών μας. Και μέσα μας ψελλίζαμε του Γιουβενάλη στίχους, κάποιου Ρωμαίου ποιητή, πριν δυο χιλιάδες χρόνια.
«Θέλεις να 'σαι κάποιος, τόλμα, τότε, κάτι άξιον. Να σε στείλει ο Καίσαρας στη μικρή τη Γυάρο και στη φυλακή». Κι αυτό το «κάτι άξιον» ήταν η Αντίστασή μας κατά της νέας κατοχής των Αγγλοαμερικάνων.