Τα αποτελέσματα της αντιλαϊκής πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι συνέπειες των αντεργατικών νόμων 1893/90 και 2639/98, που δυναμιτίζουν τις εργασιακές κατακτήσεις, καταγράφονται στην επιδείνωση της κατάστασης των εργαζομένων, στην αύξηση των κερδών της ολιγαρχίας του πλούτου, στην αποθράσυνση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Σήμερα η κυβέρνηση, ικανοποιώντας τις προκλητικές αξιώσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), κλιμακώνει την επίθεση. Προωθεί σκληρότερες μορφές εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης για να υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά το σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής, την παραγωγή μεγαλύτερης υπεραξίας.
Οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις πλήττουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα, τις συλλογικές συμβάσεις, το εισόδημα των εργαζομένων:
α) Με την «ελαστικοποίηση» της μερικής απασχόλησης δυσχεραίνει η εξασφάλιση ασφαλιστικών-συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, ανοίγει ο δρόμος της μερικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης. Με την απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές και την εισφοροδιαφυγή του κράτους, συρρικνώνεται η οικονομική βάση των Ταμείων.
β) Με τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης (ΤΣΑ), γενικότερα με τις ελαστικές μορφές εργασίας, υπονομεύονται οι συλλογικές συμβάσεις και μειώνεται το εισόδημα των εργαζομένων.
Το βασικό στοιχείο που καθορίζει τη στάση της κυβέρνησης, η κινητήρια δύναμη που την ωθεί στην ανατροπή των εργασιακών κατακτήσεων, στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και ταυτόχρονα στο χτύπημα του ασφαλιστικού συστήματος, είναι ο ταξικός χαρακτήρας της πολιτικής της, που είναι προσανατολισμένη στη μείωση του λεγόμενου «μισθολογικού» και «μη μισθολογικού κόστους» εργασίας, στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, στην ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων, θυσία στο βωμό της αύξησης των κερδών των καπιταλιστών, για να ανταποκριθούν, από καλύτερες θέσεις, στις απαιτήσεις του μονοπωλιακού ανταγωνισμού.
Σ'αυτόν τον ταξικό στόχο υποτάσσεται και η πολιτική της ΝΔ, η οποία όχι μόνο στηρίζει τα αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης, αλλά την ενθαρρύνει, την καλεί στο δρόμο «της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας». Βεβαίως, όπως παρατηρείται σ' αυτές τις περιπτώσεις, τόσο στο ΠΑΣΟΚ, όσο και στη ΝΔ, οι ρόλοι μοιράζονται, εκφράζονται επιμέρους προβληματισμοί, δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις, ενταγμένες στο παιγνίδι του αποπροσανατολισμού των εργαζομένων, στη διατήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών, στις απαιτήσεις της «δικομματικής» απάτης.
Ο ΣΥΝ, ως υπερασπιστής της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της «Λευκής Βίβλου», του εργασιακού μεσαίωνα και της ΟΝΕ των πολυεθνικών, έχοντας δηλαδή υιοθετήσει τις βασικές κατευθύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, στηρίζει την ουσία της κυβερνητικής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Στέκεται στο πλευρό του «κοινωνικού διαλόγου» της απάτης, αναπαράγει την ανιστόρητη αντίληψη της «ταξικής συνεργασίας» και επιδίδεται σε καιροσκοπικούς, αντιφατικούς χειρισμούς, για να «κλείσει τα μάτια» των ψηφοφόρων του, να διασκεδάσει τις αντιδράσεις τους και να ψαρέψει σε «θολά νερά». Ουσιαστικά η πρόταση για το ψευτο-35ωρο διευκολύνει το ξήλωμα των εργασιακών κατακτήσεων, μπαίνει εμπόδιο στο πραγματικό αίτημα των εργαζομένων για τη μείωση του χρόνου εργασίας, για 35ωρο (και 30ωρο στα βαρέα-ανθυγιεινά επαγγέλματα), με σταθερό ωράριο, 7ωρο και 5ήμερο.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η κατανομή του ημερήσιου χρόνου εργασίας σε 10ωρα και 12ωρα τη μέρα, σε συνδυασμούς «υπεραπασχόλησης» και «υποαπασχόλησης», ενισχύει την τάση της «ελαστικοποίησης», για την κάλυψη των εργοδοτικών αναγκών, οδηγεί στην αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, αφοπλίζει τη μείωση του βδομαδιάτικου εργάσιμου χρόνου, αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, επιδεινώνει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Η κυβέρνηση, η ΝΔ, οι βιομήχανοι δε «σκιάζονται» από την πρόταση του ψευτο-35ωρου, το οποίο άλλωστε έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και κυβερνήσεις. Αυτό που φοβούνται και αφορίζουν είναι το 7ωρο και το 5ήμερο με αναβάθμιση των μισθολογικών, εργασιακών, ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις και οι πολιτικές κατευθύνσεις των πολιτικών δυνάμεων αντανακλώνται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στη στάση της ηγεσίας των αντίστοιχων παρατάξεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στις κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τα περί «αυτονομίας» και «ουδετερότητας» των συνδικάτων, στα οποία αναφέρονται απατηλά τα επιτελεία του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού και οι ουραγοί τους, έχουν διαψευστεί στη διάρκεια ενός αιώνα, διαψεύδονται καθημερινά και απευθύνονται σε... αφελείς. Οι ηγεσίες της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και της «Αυτόνομης Παρέμβασης» (ΣΥΝ) είναι προσκολλημένες στο λεγόμενο «ευρωπαϊκό προσανατολισμό», το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνεται στην τύχη της ΟΝΕ των πολυεθνικών, έχουν υιοθετήσει τα συνθήματα του μεγάλου κεφαλαίου, για την «ανταγωνιστικότητα», «παραγωγικότητα», «επιχειρηματικότητα». Υπεραμύνονται και διαχειρίζονται τους στόχους της «Λευκής Βίβλου», που αποτελεί τον μπούσουλα για την «ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων» και την «ευέλικτη αγορά εργασίας». Η στάση τους απέναντι σ' αυτά τα κεντρικά ζητήματα φέρνει τις ηγεσίες αυτές στην αγκαλιά της κυβερνητικής πολιτικής και της εργοδοσίας.
Το ΚΚΕ έχει προβλέψει έγκαιρα την πορεία των εξελίξεων, έχει προειδοποιήσει για τις επώδυνες συνέπειες της μετα-ΟΝΕ εποχής. Δίνει τη μάχη στο πλευρό των εργαζομένων, προσηλωμένο στην οργάνωση της αντίστασης και της λαϊκής αντεπίθεσης. Οι σαρωτικές αντεργατικές αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση αναδεικνύουν για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα της αλλαγής του αρνητικού συσχετισμού δύναμης, της ολόπλευρης ισχυροποίησης του ΚΚΕ. Η πρόκληση είναι ολοφάνερη. Οι εργαζόμενοι πρέπει να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Οπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ, το ΚΚΕ υπογραμμίζει και πάλι ότι η εργατική τάξη σε συμμαχία με τα φτωχά μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου έχουν τη δύναμη, μπορούν να δημιουργήσουν με τον αγώνα τους τις προϋποθέσεις για ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο, που θα αποκρούσει την επίθεση κατά του λαού και ταυτόχρονα θα αντεπιτίθεται, θα βάζει τη σφραγίδα του στις πολιτικές εξελίξεις και τελικά θα ανοίξει το δρόμο για τη λαϊκή εξουσία, που θα επιβάλει τη φιλολαϊκή πολιτική.