Διαχειριστές της ίδιας πολιτικής, υποτακτικοί στα νέα δόγματα, προσαρμόσιμοι στα έξωθεν κελεύσματα, πλειοδοτούντες στο δρόμο των ιδιωτικοποιήσεων και της «συγκλισιμότητας» των εικονικών δεικτών, υποσχεσιολογούντες στον ατέρμονα χρόνο, συγκλίνοντες προς την ΟΝΕ πορεία και αποκλίνοντες, μεταξύ τους, ως προς τη διαχείριση της εξουσίας στα όρια κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, αδυνατούν να βρουν τα σημεία που τους διαφοροποιούν. Αδυνατούν να βρουν διαχωριστικές γραμμές κομματικών χαρακωμάτων που θα τους επιτρέπουν φραστικούς διαξιφισμούς στο Κοινοβούλιο και τα κανάλια, που τους προώθησαν, αναπαράγοντας ή υπαγορεύοντας τα «λόγια τα μεγάλα».
Πάνω στην ώρα, μαζί με τα συγχαρητήριά του προς την κυβέρνηση, το Διευθυντήριο των Βρυξελλών διαμήνυσε την εντολή για τη συνέχιση της ίδιας περιοριστικής οικονομικής, δημοσιονομικής και (αντι)κοινωνικής πολιτικής, βάζοντας τροχοπέδη και εξασφαλίζοντας άλλοθι για την ακύρωση και αυτών ακόμη των ισχνών εικονικών υποσχέσεων. Αυτό άλλωστε διασφαλίζεται με την ανάθεση - έστω και με αντιμετάθεση - όλων των κορυφαίων θεμάτων και των κρίσιμων υπουργείων στα ίδια εκείνα στελέχη που τα διαχειρίζονταν μέχρι τώρα.
Για τις δευτερεύουσες θέσεις έμειναν τα περιθώρια εντυπωσιασμού «ανανέωσης» μετά και τον αποκλεισμό ορισμένων ενοχλητικών - και σιωπηλών - της παράδοσης, όπως προέκυψε από την κάλπη.
Και κοντά στα άλλα, το «σύνδρομο του Λιτόχωρου» ήρθε να ταράξει τους πανηγυρισμούς και να προσθέσει στους πονοκέφαλους των συναινετικά... διαφωνούντων της σοσιαλ-νέο φιλελεύθερης αποδοχής των «διευκολύνσεων».
Μέσα σ' αυτό το μετεκλογικό τοπίο, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις συστάσεις προς την κυβέρνηση, ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει αυτό που το ΚΚΕ υπογράμμιζε στην προεκλογική του εκστρατεία. Οτι, δηλαδή, η εντός ΟΝΕ εποχή θα είναι η σκληρότερη ίσως περίοδος για τους εργαζόμενους και ότι δε θα πρέπει να παρασυρθούν απ' τις υποσχέσεις των δυο συνεταίρων του δικομματισμού για παροχές - ψίχουλα, που θα έχουν σαν αντίκρισμα την κατάργηση των θεμελιακών εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, τη συνολική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.
1. Να θεωρήσει τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 1,2% του ΑΕΠ ως "ανώτερο επίπεδο και όχι ως στόχο". Η Επιτροπή επισημαίνει ότι αν τα κρατικά έσοδα αυξηθούν, τότε θα πρέπει να μειωθεί ακόμα περισσότερο το δημοσιονομικό έλλειμμα, ούτως ώστε να μην υπάρξουν στο μέλλον κίνδυνοι πληθωριστικών πιέσεων.
2. Να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι κρατικές δαπάνες.
3. Να συνεχιστεί η αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του. Παράλληλα, να βελτιωθεί η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων.
4. Να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις τόσο για το 2000 όσο και για τα επόμενα χρόνια.
Για το τι σημαίνει το κάθε ένα απ' αυτά τα μέτρα, ο «Ριζοσπάστης» έχει αναφερθεί κατ' επανάληψη. Εδώ θα επιχειρήσουμε να δούμε αυτές τις «συστάσεις» κάτω από ένα άλλο πρίσμα.
Ετσι, αν δει κανείς από μια απόσταση αυτή τη μηχανή που λέγεται ΟΝΕ θα διαπιστώσει ότι είναι μια μηχανή που τροφοδοτείται από την εργατική δύναμη εκατομμυρίων εργαζομένων στη χώρα μας και στις άλλες χώρες. Επιβάλλει μια άνευ προηγουμένου άνιση κατανομή του παραγόμενου πλούτου εις βάρος αυτών που τον δημιουργούν και προς όφελος του κεφαλαίου, είναι μια μηχανή διεύρυνσης των ταξικών ανισοτήτων, μια μηχανή που απλώνει και εμπεδώνει την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου.
Κάθε μέτρο, που περιέχεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λειτουργεί προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Η μείωση του λεγόμενου κόστους εργασίας, η μείωση των μισθολογικών δαπανών, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών και του κράτους, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η χωρίς όρους και όρια «ελαστική» απασχόληση, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας στους ιδιώτες επιχειρηματίες και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, η ιδιωτικοποίηση τομέων όπως η παιδεία και η υγεία είναι μέτρα και αποφάσεις που έχουν δύο όψεις. Στη μια βρίσκεται το τίμημα που θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι, για να γίνουν «απασχολήσιμοι», ενώ στην άλλη όψη βρίσκεται η ενίσχυση των κερδών και της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η κυβέρνηση όπως και τα άλλα κόμματα που υποστηρίζουν την ένταξη στην ΟΝΕ ισχυρίζονται ότι το προϊόν αυτής της μηχανής είναι η ανάπτυξη και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσα στο σκληρό περιβάλλον της «παγκοσμιοποιημένης» οικονομίας. Και από την ανάπτυξη, λένε, θα ωφεληθούν όλοι. Ακόμη και οι εργαζόμενοι που θα έχουν ένα κομμάτι από μια συνεχώς αυξανόμενη «πίτα». Γι' αυτό προτιμούν να επικαλούνται τις προβλέψεις της Κομισιόν για την πορεία των δεικτών της οικονομίας στο μέλλον.
* Ρυθμός ανάπτυξης: Το 1999 στην Ελλάδα ήταν 3,5%, το 2000 θα είναι 3,9% και το 2001 4%. Οι αντίστοιχοι μέσοι κοινοτικοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι 2,3% το 1999, 3,4% το 2000 και 3,1% το 2001.
* Ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου: Στην Ελλάδα το 1999 θα αυξηθούν κατά 10%, το 2000 κατά 9,1% και το 2001 κατά 9,5%, ενώ στην ΕΕ θα αυξηθούν κατά μέσο όρο το 1999 κατά 6,7%, το 2000 κατά 7,5% και το 2001 κατά 6,9%.
* Πληθωρισμός: Το 1999 στην Ελλάδα ήταν 2,1%, το 2000 θα είναι 2,3% και το 2001 επίσης 2,3%. Στην ΕΕ οι αντίστοιχοι πληθωρισμοί είναι 1,2% το 1999, 1,8% το 2000 και 1,7% το 2001.
* Ανεργία: Το 1999 στην Ελλάδα ήταν 10,4%, το 2000 θα πέσει στο 10% και το 2001 στο 9,6%. Στην ΕΕ το 1999 ήταν 9,2%, το 2000 θα είναι 8,5% και το 2001 7,9%.
* Δημοσιονομικό έλλειμμα: Στην Ελλάδα το 1999 ήταν 1,6%, το 2000 θα είναι 1,3% και το 2001 0,6%. Στην ΕΕ το 1999 ήταν 0,6%, το 2000 θα είναι 0,4% και το 2001 0,3%.
* Δημόσιο χρέος: Το 1999 στην Ελλάδα ήταν 104,4% του ΑΕΠ, το 2000 θα πέσει στο 103,7% και το 2001 στο 99,7%. Στην ΕΕ ήταν το 1979 67,6%, το 2000 θα είναι 65,1% και το 2001 62,6%.