Οι σημερινοί άνεργοι μετράνε ευρώ - ευρώ το ψωροεπίδομα ανεργίας και οι μελλοντικοί αγωνιούν για το πώς θα επιβιώσουν με αυτό, όταν ούτε ο πενιχρός μισθός που έπαιρναν δεν τους έφτανε. Το σημαντικότερο όμως είναι η αβεβαιότητα για το αύριο στην εργασία. Ξέρουν ότι είναι δύσκολο έως απίθανο να βρουν μόνιμη σταθερή εργασία, γιατί τέτοια θέλουν. Ξέρουν ότι τα προγράμματα και η μερική απασχόληση στο δημόσιο που τους πλασάρει η κυβέρνηση είναι μόνο παρηγοριά και ως τέτοια τα αντιμετωπίζουν. Ξέρουν ότι οι εργασιακές σχέσεις έχουν ξεχειλωθεί από τους εργοδότες που τους θέλουν με τους δικούς τους απεχθείς όρους.
Ο «Ρ» μίλησε με τρεις εργαζόμενες της «Σίσερ Πάλκο», έξι μήνες μετά το κλείσιμο του εργοστασίου και μία εργαζόμενη της «ΚΡΙΣ - ΠΑΝ». Μίλησαν για το πού βρίσκονται σήμερα, το ψάξιμο για δουλιά, την αναμονή πάνω από το τηλέφωνο, το άγχος να βγάλουν τις οικονομικές δυσκολίες αλλά και την αγωνία όχι μόνο για τις ίδιες αλλά και για τα παιδιά τους που αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται σε ακόμα χειρότερη μοίρα. Στο «Ρ» μίλησαν και τρεις εργαζόμενοι από τα Ανω Λιόσια που βλέπουν το δρόμο της ανεργίας να πλησιάζει γι' αυτούς και αγωνιούν για το τι θα κάνουν αύριο.
Η Μαρία Πλαφουτζή 13 χρόνια δούλευε μέσα στη «Σίσσερ» μέχρι που την απέλυσαν. Εξι μήνες τώρα κάθεται στο σπίτι. «Τον πρώτο καιρό, λέει, πήγα σε πολλές δουλιές και έκανα αίτηση ακόμα και στο Δήμο Αθηναίων, ειδικά όμως στα ξενοδοχεία, επειδή άκουσα ότι θα χρειαστούν κόσμο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά ακόμα περιμένω να μου απαντήσουν. Στην αρχή ήμουν πάνω από το τηλέφωνο μήπως και χτυπήσει, τώρα πια απελπίστηκα, δεν περιμένω τίποτα». Ρωτάμε πώς ήταν η κατάσταση στο σπίτι όταν απολύθηκε και κουνάει το κεφάλι. «Οταν με απολύσανε ήταν και ο άντρας μου άνεργος και την ίδια εποχή απολύουν το γιο μου από την τράπεζα που δούλευε με σύμβαση και ο άλλος μου γιος ετοιμαζότανε για φαντάρος. Εκεί να δεις δράματα εδώ μέσα, λέει και συνεχίζει, το πώς τα βγάλαμε πέρα η ψυχούλα μου το ξέρει».
Η κατάσταση δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε, αφού το ψυγείο, όπως λέει χαμογελώντας, είναι συνεχώς άδειο. «Το μόνο που καταφέραμε είναι να βρει δουλιά ο άντρας μου και να έρχονται στο σπίτι 700 ευρώ, μαζί με το δικό μου επίδομα ανεργίας των 300 ευρώ. Η δόση για το δάνειο για το σπίτι όμως, σημειώνει, είναι κοντά στα 500 ευρώ, πρέπει να στέλνω κάτι και στο παιδί που είναι στο στρατό και τη βγάζουμε με περίπου 300 ευρώ. Ολα τα έξοδα είναι μετρημένα, ακόμα και στο σούπερ μάρκετ ψάχνω να βρω ό,τι πιο φτηνό υπάρχει και πάντα τα απολύτως αναγκαία». Εκνευρισμένη μιλάει για τα 1.500 ευρώ έκτακτο βοήθημα που υποσχέθηκε ο υπουργός Εργασίας, για να βγάλουν τις γιορτές πιο ανθρώπινα από τα οποία τους κόψανε και 500. «Λες και τα δίνουν από την τσέπη τους, λέει αγανακτισμένη, και συνεχίζει, μετά θα περιμένουμε, μήπως εγκρίνουν κάτι προγράμματα κατάρτισης και τη βγάλουμε για ακόμα έξι μήνες με τα λεφτά που θα πάρουμε». Δεν αργεί να πει ότι είναι κοροϊδία και αυτά: «Σιγά μη γίνω τώρα στα 48 κομμώτρια και κηπουρός». Το ίδιο χαρακτηρίζει και τη μερική απασχόληση στο Δημόσιο που τους τάζουν. «Τι να το κάνω και αυτό, για δύο χρόνια είναι. Αλλωστε, έτσι κι αλλιώς όπου κι αν πας για 4ωρη εργασία σού μιλάνε, αυτή είναι η κατάσταση», μας λέει κουνώντας το κεφάλι και θυμάται αγανακτισμένη, όταν όλοι πέρναγαν από το εργοστάσιο και έλεγαν ότι θα είναι στο πλευρό τους. Οταν η Μπακογιάνη ήρθε στις εκλογές για ψήφους και έταζε ότι θα πατάξει την ανεργία και όταν μας πέταγαν στην ανεργία ούτε απ' έξω δεν αξιώθηκε να περάσει».
Αγωνία όμως και για τα δύο παιδιά της με την κόρη της μόλις τώρα να έχει πιάσει δουλιά και τον γιο να σπουδάζει και να ψάχνει να βρει δουλιά για να βοηθήσει την κατάσταση. «Μ' αυτά τα βγάζουμε πέρα και ίσα που καλύπτουμε τις ανάγκες με μετρημένα όλα τα έξοδα, γιατί οι δόσεις για τα δάνεια για το σπίτι και το αυτοκίνητο είναι μεγάλες. Λέγαμε αποκλείεται να κλείσει το εργοστάσιο, επειδή ήταν μεγάλη επιχείρηση και βασιστήκαμε όλοι εκεί και πήραμε δάνεια, για να φτιάξουμε τη ζωή μας. Λέγαμε έχω σταθερή δουλιά δεν είμαι κανένας τεμπέλης. Τώρα τα πράγματα δυσκόλεψαν και όταν τελειώσει και το ταμείο ανεργίας δεν ξέρω τι θα γίνει. Περιμένω τις υποσχέσεις για τη μερική απασχόληση στο Δημόσιο αλλά να δούμε. Δεν τους έχω εμπιστοσύνη, γιατί στην τηλεόραση τα λένε ωραία, αλλά στην πράξη τι γίνεται; Και εκεί όμως δε λύνεται το πρόβλημα, θα δουλέψω για δύο χρόνια και μετά πάλι άνεργη και δύο χρόνια μεγαλύτερη. Τώρα που έχω μεγάλα παιδιά και μπορώ πιο άνετα να δουλέψω, είμαι μεγάλη για τους εργοδότες», θα πει κουνώντας το κεφάλι.
Η Αργυρώ Κουναδίνη ήταν εργαζόμενη στο εργοστάσιο της ΚΡΙΣ - ΠΑΝ στο Περιστέρι. Από τις 15 Μάη ο εργοδότης είχε να την πληρώσει μέχρι που κήρυξε πτώχευση στις αρχές του Οκτώβρη για να χάσει και δεδουλευμένα και αποζημίωση. «Παίρνω 360 ευρώ επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, επειδή έχω δύο παιδιά και είμαι και διαζευγμένη, λέει, για να συμπληρώσει αμέσως ότι, φυσικά αυτά τα λεφτά δε φτάνουν ούτε για αστείο και αναγκάζομαι να δανείζομαι από τους γονείς μου και τους φίλους μου. Ευτυχώς που ξεχρέωσα ένα δάνειο που είχα τον Ιούλη και με φιλοξενούν οι γονείς μου, αλλιώς δεν ξέρω τι θα είχα κάνει. Από το φθινόπωρο προσπαθώ να βρω δουλιά. Πηγαίνω στον ΟΑΕΔ και ζητάνε μόνο 25 με 35 χρονών. Μετά τις γιορτές θα ψάξω κι αλλού, αλλά ξέρω ότι δύσκολα θα βρω σταθερή δουλιά, αφού παντού ζητάνε με τους δικούς τους όρους».
Από τον Απρίλη του 1996 δουλεύει στη δημοτική επιχείρηση Ανάπτυξης στον τομέα καθαριότητας αθλητικών χώρων η Β. Α., όταν ο άντρας της πέθανε και έμεινε μόνη με δύο παιδιά και σήμερα τρέμει στην ιδέα και μόνο ότι θα μείνει άνεργη. «Ο δικός μου μισθός δεν ξεπερνά τα 560 ευρώ και είναι ο μόνος που υπάρχει στο σπίτι, ο γιος μου είναι άνεργος και η κόρη μου, αν και δουλεύει είναι απλήρωτη εδώ και τρεις μήνες και μπορεί να απολυθεί», θα πει η Β.Α. και συνεχίζει απελπισμένη: «Είμαι μέχρι πάνω απ' το λαιμό από δάνεια και κάρτες, παίρνω από το ένα και βάζω στο άλλο. Ηδη με τις καθημερινές ανάγκες δεν καταφέρνω να τα βγάλω πέρα. Πριν καιρό μού είχαν κόψει το ρεύμα δύο φορές και αναγκάστηκα να κάνω διακανονισμό. Εχω φτάσει στα όρια της απελπισίας, αφού όλα περνούν από πάνω μου. Οι δικηγόροι και οι εταιρίες με απειλούν ότι θα μου πάρουν το σπίτι και έχω αναγκαστεί να μη σηκώνω το τηλέφωνο. Εάν απολυθώ...», λέει και σταματάει. Δε θέλει ούτε να το σκέφτεται. «Ποιος θα με πάρει εμένα 43 χρονών με μοναδική προϋπηρεσία εδώ στο δήμο και με πολλά προβλήματα υγείας που έχω;».
Ο Γιώργος Ρουμελιώτης δουλεύει έξι χρόνια στην Κατασκευαστική Δημοτική Επιχείρηση στον τομέα της πλακοποιίας. Θύμα της κυβερνητικής πολιτικής δύο φορές. Την πρώτη που αναγκάστηκε να κλείσει τη μικρή βιοτεχνία που είχε ελέω «ανταγωνισμού» και τώρα δεύτερη που επιβάλλουν εργασιακές σχέσεις για εργαζόμενους - «λάστιχο». Ξεκινά να μας μιλά οργισμένος για τη διοίκηση του κυβερνητικού δημάρχου Ν. Παπαδήμα που, όπως λέει, «στις εκλογές υποσχότανε ότι όσο η χωματερή είναι στα Ανω Λιόσια θα έχουμε δουλιά, έχουμε εξασφαλισμένα λεφτά για πολλά χρόνια και, μόνο οι τεμπέληδες δε θα δουλεύουν και ότι θα προσλάβει κι άλλους εργαζόμενους. Το καλοκαίρι όμως είδαμε να απολύει 650 και τώρα να ετοιμάζεται να πετάξει στο δρόμο εργαζόμενους με 10 και 15 χρόνια εργασίας εδώ. Στα 57 του χρόνια με 11.000 ένσημα δεν μπορεί να πάρει σύνταξη, αν δε φτάσει τα 60 που είναι το όριο ηλικίας. «Δεν ξέρω τι θα κάνω γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να με προσλάβει κανένας σ' αυτή την ηλικία για δουλιά. Μαζί με όλα αυτά είμαι και σεισμοπαθής και βασίστηκα στα λόγια του δημάρχου και πήρα δάνειο 6 εκατομμύρια, για να φτιάξω πάλι το σπίτι και αυτό ούτε καν έχει ξεκινήσει. Δεν ξέρω πού θα βρω να πληρώνω τις δόσεις. Οι περισσότεροι δεν έχουμε καμία "καβάτζα", αφού δεν περισσεύει τίποτα. Οσα παίρναμε τόσα δίναμε».
Πάνω από 11 χρόνια δουλεύει ο Γιώργος Παυλάκης στην Κατασκευαστική του δήμου ως χειριστής μηχανημάτων. Βρέθηκε εκεί όταν δεν μπόρεσε να βρει δουλιά ως οδηγός που είναι. «Ετσι κι αλλιώς μέχρι σήμερα τα πράγματα ήταν δύσκολα, λέει. Ο μισθός δεν ξεπέρναγε τα 600 ευρώ και μαζί με τη γυναίκα μου που δουλεύει τη βγάζαμε πολύ στενά στα οικονομικά. Με δυσκολίες προσπαθούσαμε να αντεπεξέλθουμε και με ένα παιδί 5,5 χρονών που έχει ιδιαίτερα έξοδα. Εχουμε τρομερές υποχρεώσεις με γραμμάτια και δάνειο για το σπίτι που τρέχει και τώρα είμαστε ξεκρέμαστοι. Πρέπει να καταφέρω να βρω σταθερή δουλιά, γιατί το επίδομα ανεργίας είναι τόσο μικρό που είναι σαν να μην το δίνουν. Κι αν δε δούλευε η γυναίκα μου, θα πεινάγαμε κυριολεκτικά».