Αυτή η ταχτική εντάθηκε μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, αντικειμενικά, αφού ο σοσιαλισμός απέσπασε από τον καπιταλισμό ένδεκα κράτη, ή το 26% του παγκόσμιου εδάφους.
Επομένως, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού συντελούνταν σε συνθήκες αναμέτρησης και αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό και ιδιαίτερα με το πιο επιθετικό του τμήμα, τα ιμπεριαλιστικά κράτη, τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Ταυτόχρονα, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού συντελούνταν σε πρωτόγνωρους δρόμους. Μπορεί η πείρα της ΕΣΣΔ να αποτελούσε παρακαταθήκη για τις χώρες, που, μετά τον πόλεμο πέρασαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά οι συνθήκες ποτέ δεν είναι ομοιόμορφες.
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πρέπει να κριθεί με διευρυμένα κριτήρια. Η νέα κατάσταση και ιδιαίτερα η δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος ανεβάζει τη διαπάλη καπιταλισμού και σοσιαλισμού σε ανώτερα επίπεδα και σε όλους τους τομείς, τον οικονομικό, το στρατιωτικό, πολιτικό και ιδεολογικό.
Η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων με σοβαρές αλλαγές προς όφελος των δυνάμεων του σοσιαλισμού, ενώ, ταυτόχρονα, η διεθνής κατάσταση γίνεται περισσότερο περίπλοκη και οι απαιτήσεις που προβάλλουν μπροστά στο νεότευκτο σοσιαλιστικό σύστημα είναι πολύ πιο σύνθετες και υψηλές. Η νίκη του σοσιαλισμού σε οκτώ χώρες της Ευρώπης αποτέλεσε θεμέλιο της δημιουργίας του μεταπολεμικού σοσιαλιστικού συστήματος. Οι χώρες αυτές είχαν ως τότε στη συντριπτική πλειοψηφία τους καθυστερημένη παραγωγική ανάπτυξη, μη διαθέτοντας ούτε καν την πείρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Εκτός αυτού, ήταν καταστραμμένες από τον πόλεμο και η ανοικοδόμηση στις νέες συνθήκες απαιτούσε τεράστια χρηματικά ποσά και βοήθεια, που η ΕΣΣΔ έπρεπε να δώσει, στα πλαίσια του προλεταριακού διεθνισμού.
Οι διαφορετικές συνθήκες, μέσα στις οποίες σχηματίστηκαν τα νέα καθεστώτα και μετεξελίχθηκαν σε πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης, γέννησαν και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις οκτώ χώρες που πέρασαν στο σοσιαλισμό, στο πολιτικό σύστημα, στην κοινωνική και πολιτική συνείδηση, στις συνθήκες και τις μορφές κατάκτησης εξουσίας, στις κρατικές μορφές και τα πολιτικά συστήματα, στους ρυθμούς και τη διάρκεια της κάθε μεταβατικής περιόδου, στο ρόλο της θρησκείας και της Εκκλησίας.
Η νέα κοινωνία, στις οκτώ ευρωπαϊκές αυτές χώρες, γεννήθηκε μέσα από τις εξελίξεις και τις ιδιομορφίες του αντιφασιστικού αγώνα. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας συγχωνεύτηκε με τη λαϊκή επανάσταση. Σε ορισμένες άμεσα και σε ορισμένες βαθμιαία διαλυόταν ο παλιός μηχανισμός διοίκησης, ενώ ταυτόχρονα μέσα στην αντιφασιστική αντίσταση διαμορφώνονταν νέα όργανα εξουσία και διοίκησης, κεντρικά και τοπικά.
Διαφοροποιημένες ήταν οι κρατικές μορφές από χώρα σε χώρα. Εκτός από την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία και ένα τμήμα της Γερμανίας, που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός, σε όλες τις υπόλοιπες τυπικά, και στη Ρουμανία ουσιαστικά, διατηρήθηκε το μοναρχικό καθεστώς. Η Τσεχοσλοβακία παρέμενε με καθαρό αστό πολιτικό στο αξίωμα του Προέδρου και κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στη ΓΛΔ οι κοινωνικοπολιτικοί μετασχηματισμοί και η επαναστατική εξουσία αναπτύσσονται χωρίς κεντρική εξουσία. Το καθεστώς στρεφόταν κατά των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών και των ντόπιων συνεργατών τους. Η απαλλοτρίωση περιουσιών, οι εθνικοποιήσεις βασικών κλάδων της βιομηχανίας έγιναν με αίτημα να περιέλθουν στον εργατικό έλεγχο οι επιχειρήσεις που είχαν περάσει στο Γ` Ράιχ.
Η βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία εκφράστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση με την αντίθεση των λαϊκών τάξεων προς τους ξένους φασίστες και τους συνεργάτες τους. Σ' αυτό το σημείο, συναντήθηκαν οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις των κοινωνιών.
Οι εκπρόσωποι πρώην εκμεταλλευτριών τάξεων, σε μια σειρά από τις χώρες αυτές, αποτελούσαν σχετικά σημαντικό ποσοστό. Στις δύσκολες και κρίσιμες στιγμές που ακολούθησαν, συσπειρώθηκαν με πρώην μικροαστικά στρώματα, έγιναν στήριγμα του ιμπεριαλισμού στις διάφορες μηχανορραφίες του. Στο βαθμό που οι ιδιαιτερότητες αυτές δεν προσέχτηκαν έγκαιρα από τα κομμουνιστικά κόμματα, είχαν τη δική τους συμβολή στην εμφάνιση αρνητικών φαινομένων, που παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής συνείδησης.
Αν και σημειώνεται ανοδική πορεία στην οικονομία των σοσιαλιστικών χωρών, το χαρακτηριστικό είναι ότι προωθούνται οι αριθμητικοί στόχοι, ενώ δεν εκπληρώνονται - ανάλογα με τον προγραμματισμό - οι στόχοι της πλατιάς αξιοποίησης των επιστημονικοτεχνικών επιτευγμάτων. Δεν πραγματοποιούνται, επίσης, οι στόχοι για την εξάλειψη των δυσαναλογιών. Προς το τέλος της 10ετίας του 1970, διαπιστώνεται μείωση των ρυθμών ανάπτυξης και μια ορισμένη οπισθοχώρηση. Συσσωρεύονται προβλήματα που αφορούν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Οι επιλογές των τρόπων και μεθόδων για την πραγματοποίηση στόχων - που λίγο - πολύ παραμένουν οι ίδιοι για όλα τα Συνέδρια - διαφέρουν σημαντικά.
Το 20ό Συνέδριο συνεχίζει τη γραμμή προτεραιότητας στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και τον επεκτατικό τρόπο ανάπτυξης, αν και υπήρχε η αντίθετη άποψη, για την εγκατάλειψη αυτής της γραμμής. Στο 23ο Συνέδριο υιοθετείται η γραμμή της επιστημονικοτεχνικής προόδου, της πρωταρχικής ανάπτυξης του τομέα της αγροτικής οικονομίας. Το 25ο, το 1976, επεξεργάζεται τη γραμμή της ποιότητας και αποτελεσματικότητας. Το 26ο, το 1981, επεξεργάζεται τη θεωρία του αναπτυγμένου σοσιαλισμού και θέτει ζήτημα της μετάβασης στην εντατική ανάπτυξη.
Στις αρχές της 10ετίας του 1980, στο ΚΚΣΕ γίνονταν σημαντικοί προβληματισμοί, που επιχειρούν να θέσουν το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στη σοσιαλιστική οικονομία, καθώς και προβληματισμοί για τη στάση του εργαζόμενου απέναντι στην εργασία. Συνδυάζονται με το άνοιγμα του ιδεολογικού μετώπου για την υπεράσπιση των αρχών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τη ρητή υπεράσπιση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Εδώ, παρουσιάζονται σοβαρές δυσκολίες. Η προέλευσή τους είναι διάφορη, αλλά ποτέ δε συνδέονται με την ουσία της καθιερωμένης, συλλογικής ιδιοκτησίας, η οποία απέδειξε τα πλεονεκτήματά της. Αντίθετα, σημαντικό μέρος των ελλείψεων που διαταράσσουν κάποτε την κανονική εργασία, στον ένα ή τον άλλο τομέα της λαϊκής οικονομίας, οφείλεται στην απόκλιση από τους κανόνες, από τις απαιτήσεις της οικονομικής ζωής, που η καθοριστική βάση της είναι η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Πηγή: Γ. Β. Αντρόποφ: «Ο Λενινισμός φωτίζει το δρόμο μας», επιλογή άρθρων και ομιλιών, σελ. 310.
«Η δοκιμασμένη αρχή οργάνωσης ολόκληρης της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, που επιτρέπει τον επιτυχημένο συνδυασμό της ελεύθερης δημιουργίας των μαζών με τα πλεονεκτήματα του ενιαίου συστήματος επιστημονικής καθοδήγησης σχεδιασμού και διεύθυνσης». Στο ίδιο, σελ. 320.
Οι οκτώ σοσιαλιστικές χώρες χρησιμοποίησαν την πείρα της Σοβιετικής Ενωσης στις δικές τους συνθήκες. Πολλά στοιχεία της, ιδιαίτερα στην περίοδο οικοδόμησης των βάσεων του σοσιαλισμού, τα μετέφεραν μηχανιστικά. Στην πορεία εμφανίζονται και διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές, που αποκλίνουν σημαντικά από το σοβιετικό «μοντέλο». Στην περίπτωση των Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας, Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας (περίοδος της γνωστής «άνοιξης της Πράγας»), Ουγγαρίας (10ετία '80), Πολωνίας (10ετία '80), οι διαφορετικές μέθοδοι και πολιτικές αντανακλούσαν και ιδεολογικές διαφωνίες σε θέματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, σε διεθνή ζητήματα και ζητήματα σχέσεων ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα.
Η μελέτη κομματικών ντοκουμέντων και συζητήσεων δείχνει ότι κατά την περίοδο αυτή αναπτύσσονται διαφορετικοί προβληματισμοί και διαφωνίες για τα προβλήματα του σοσιαλισμού, με τη μορφή ιδεολογικής διαπάλης. Την περίοδο αυτή, κυοφορούνται ισχυρές θεωρητικές παρεκκλίσεις και αμφισβητήσεις, που καλλιεργούν το έδαφος για την εμφάνιση και την απήχηση της περεστρόικα.
Στα κομματικά ντοκουμέντα και σε διάφορες συζητήσεις, ιδιαίτερα στην περίοδο που ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ είναι ο Γ. Αντρόποφ, γίνονται έντονες αναφορές στην ιδεολογική διαπάλη, που διεξάγεται με τις απόψεις των ιδεολόγων της αστικής τάξης, αλλά και του ρεφορμισμού, για απόκλιση του «μοντέλου» της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών από το θεωρητικό μοντέλο των Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν. Ασκήθηκε κριτική για τη συγκεκριμένη «μορφή σοσιαλιστικής κρατικής οργάνωσης και δημοκρατίας», με επιχείρημα ότι δεν ανταποκρίνεται στη μαρξιστική προοπτική της κομμουνιστικής αυτοδιοίκησης, για την ύπαρξη «μεμονωμένων» ατόμων που αντιστρατεύονται την κοινωνική ιδιοκτησία, για την «κρίση της θεωρίας του μαρξισμού - λενινισμού, που πρέπει να "αναζωογονηθεί" με τις ιδέες από τη δυτική κοινωνιολογία, φιλοσοφία και πολιτική σκέψη».
Η σημερινή εξέταση της μεταπολεμικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ιδιαίτερα των τελευταίων δεκαετιών φανερώνει τη βαθμιαία συσσώρευση προβλημάτων και κυρίως την αδυναμία των κομματικών και κρατικών ηγεσιών και των κομμουνιστικών κομμάτων, πρώτα απ' όλα, να δώσουν τις απαιτούμενες αποτελεσματικές και ουσιαστικές λύσεις, με βάση τις αρχές της επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού και τη βαθύτερη μελέτη των νέων προβλημάτων και των αντιφάσεων που ανέκυπταν κατά την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.