Απόλυτη σύμπνοια για το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» και την ελεγχόμενη καταστροφή κεφαλαίου σε βάρος του λαού
Τη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης στην προώθηση νέων σκληρών αντεργατικών μέτρων, μέσω και του «συμφώνου ανταγωνιστικότητας», διατύπωσε χτες ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στη συνάντησή του με την Γερμανίδα καγκελάριο, Α. Μέρκελ, στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο Γ. Παπανδρέου, στη συνάντησή του με τη Γερμανίδα καγκελάριο, έθεσε τρία ζητήματα: Πρώτο, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ της τρόικας. Δεύτερο, τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της κυβέρνησης. Τρίτο, την επαναγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων από το μηχανισμό στήριξης της ΕΕ. Ολα τα παραπάνω η κυβέρνηση επιδιώκει να τα χρησιμοποιήσει προπαγανδιστικά σαν το «καρότο» για να αποδεχτεί ο λαός τα βάρβαρα μέτρα που έρχονται, βάσει και του «συμφώνου ανταγωνιστικότητας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τη συνάντηση, η Α. Μέρκελ έκανε αναφορά στις «απεργίες και τις μεγάλες αντιδράσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα», για να πει ότι «χρειάζεται πολιτικό θάρρος» για να προχωρήσουν οι ανατροπές. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Γ. Παπανδρέου αποφάνθηκε ότι «η βούληση του ελληνικού λαού είναι σημαντικός παράγοντας και πρέπει να πειστεί για την αναγκαιότητα των μέτρων».
Τα «παζάρια» της ελληνικής κυβέρνησης και η επιδίωξή της το ελληνικό χρέος να εξεταστεί ξεχωριστά από τη «συνολική λύση» που προκρίνεται σε επίπεδο ΕΕ για τις υπερχρεωμένες χώρες, έγιναν με αποκλειστικό γνώμονα να προστατευτεί η ντόπια πλουτοκρατία, και ειδικότερα οι τραπεζικοί όμιλοι, από την καταστροφή κεφαλαίων που απαιτείται για το πρόσκαιρο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης.
Προωθώντας τη λεγόμενη συνολική λύση για την ελεγχόμενη πτώχευση, η ΕΕ επιδιώκει «κούρεμα» του χρέους και επιμερισμό της ζημιάς από την καταστροφή κεφαλαίου. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μια τέτοια εξέλιξη θα σημάνει μεγάλες απώλειες για τις ελληνικές τράπεζες και άλλους Οργανισμούς που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, μετά τις γαλλικές τράπεζες.
Αυτός είναι ο λόγος που η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να παζαρέψει τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους έξω από τη «συνολική λύση» που προωθείται στην ΕΕ, ζητώντας η επαναγορά των κρατικών ομολόγων από το «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης» να γίνει στις ονομαστικές τιμές, προκειμένου να μη βγουν χαμένες οι ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο, οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ, στα πλαίσια των κλιμακούμενων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, επιδιώκουν η επαναγορά να γίνει με «κούρεμα» και να την επωμιστούν κυρίως οι ιδιώτες και όχι το «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης» της ΕΕ.
Στο πλαίσιο των αντιλαϊκών «παιχνιδιών» αλλά και των γενικότερων σχεδιασμών, εντάσσεται και η χτεσινή δημοσίευση πορίσματος του Συμβουλίου Ευρωπαίων Εμπειρογνωμόνων EEAG, το οποίο προειδοποιεί για τον κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας και «ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το ευρώ και να επαναφέρει τη δραχμή».
Αυτό που τελικά διαφάνηκε από τις δηλώσεις που ακολούθησαν είναι ότι η ελληνική πλευρά αποδέχεται την κυρίαρχη στρατηγική για λύση-πακέτο. Ρίχνοντας στις δηλώσεις του το βάρος στην καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα και σε μέτρα για την ενίσχυσή της, ο ίδιος ο πρωθυπουργός σημείωσε σχετικά: «Οι επιδόσεις μας δείχνουν το δρόμο για το πώς πρέπει να συνεχίσουμε, βάσει ενός συνολικού πακέτου».
Τις αντιδραστικές προθέσεις της κυβέρνησης είχε ξεκαθαρίσει από προχτές ο Γ. Παπανδρέου, τονίζοντας ότι και οι «27 κυβερνήσεις» της ΕΕ συμφωνούν με το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τους διεθνείς τοκογλύφους ότι η Ελλάδα θα πληρώσει τα δάνεια. «Δεν πήραμε δανεικά για να μην τα επιστρέψουμε», ανέφερε ο πρωθυπουργός. Μιλώντας στο πανεπιστήμιο «Holboldt» του Βερολίνου, ο ίδιος είχε ταχτεί ανοιχτά υπέρ του «συμφώνου ανταγωνιστικότητας», τονίζοντας ότι η «μερική μείωση των μισθών» μπορεί να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία.
Για «συναντίληψη» στα θέματα του χρέους και του «συμφώνου ανταγωνιστικότητας» έκαναν λόγο, σύμφωνα με πληροφορίες, και οι υπουργοί Οικονομικών της Ελλάδας, Γ. Παπακωνσταντίνου, και της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, οι οποίοι συναντήθηκαν λίγες ώρες πριν τη συνάντηση Παπανδρέου - Μέρκελ. Σήμερα ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στο Ελσίνκι, όπου θα έχει συνομιλίες με την πρωθυπουργό της Φινλανδίας, Μαρί Κιβινιέμι.
Την έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική παρουσίασε χτες ο πρόεδρός της στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής
Μειώσεις μισθών και απολύσεις στις τράπεζες προανήγγειλε για το επόμενο χρονικό διάστημα ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλος, ενημερώνοντας χτες στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για την έκθεση της Τράπεζας για τη νομισματική πολιτική. Μάλιστα, στράφηκε ξανά με προκλητικό τρόπο ενάντια στις κινητοποιήσεις που αντιπαλεύουν την αντιλαϊκή πολιτική, λέγοντας συκοφαντικά ότι δημιουργείται ένα κλίμα «άρνησης και πεισματικής υπεράσπισης συμφερόντων» που θίγει το κράτος δικαίου.
Ο Γ. Προβόπουλος είπε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε μείωση του κόστους λειτουργίας τους και υπενθύμισε ότι το Μνημόνιο που συμφώνησε η κυβέρνηση με την τρόικα στην επικαιροποίηση του Νοέμβρη, εκτιμούσε ότι «είναι αναπόφευκτη η μείωση του μισθολογικού κόστους στις τράπεζες». Ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας τάχθηκε υπέρ των συγχωνεύσεων τραπεζών, διαδικασία που όπως είπε πρέπει να γίνεται με «φιλικό τρόπο» και να είναι καλά προετοιμασμένες. Οπως πρόσθεσε, η ανεργία παρουσιάζει «αυξητική τάση» και μεγαλώνουν τα «κόκκινα δάνεια».
O Γ. Προβόπουλος είπε ακόμα ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν στην κατοχή τους ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 45 δισ. ευρώ και τα ασφαλιστικά ταμεία 25 δισ. ευρώ. Εάν γίνει ένα «κούρεμα» της αξίας των ομολόγων κατά 30%, όπως προεξοφλούν οι «αγορές», τότε είπε θα οδηγηθούμε σε νέα μείωση των συντάξεων. Για αυτό το λόγο, όπως προσχηματικά ισχυρίστηκε, η Τράπεζα της Ελλάδας είναι αντίθετη σε κάθε συζήτηση περί αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους.
Παρεμβαίνοντας στην ενημέρωση ο βουλευτής του ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλος και σχολιάζοντας τα περί «άρνησης που θίγει το κράτος δικαίου», είπε στο διοικητή ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κράτος δικαίου όταν η κυβέρνηση έχει κηρύξει στάση πληρωμών στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.